«Ήταν απόγευμα Πέμπτης 17 Φεβρουαρίου 1916 (σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) όταν ένας ασυνήθιστος θόρυβος ακούστηκε στον ουρανό της Καβάλας που ερχόταν από τα ανατολικά.
«Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, ο χειμωνιάτικος ουρανός ήταν καθαρός και όσοι έκαναν τον κόπο να κοιτάξουν ψηλά ανταμείφθηκαν με τη θέα ενός σπάνιου επισκέπτη, ενός αεροπλάνου! Πετούσε σε υψόμετρο περίπου 1.500 μέτρων από τη χερσόνησο της Παναγίας (παλιά πόλη) και πλησίαζε αργά, σε σταθερή πορεία προς τα δυτικά. Ήταν ένα ανοιχτόχρωμο δίπλανο με μεγάλους μαύρους σταυρούς ζωγραφισμένους στις κάτω πλευρές των φτερών.
Δεν υπήρχε συναγερμός. Με τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων η ανατολική Μακεδονία έγινε μέρος της ελληνικής επικράτειας. Στις αρχές του 1916 η Ελλάδα αρνιόταν πεισματικά να εμπλακεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν τυπικά ουδέτερη, οπότε η Καβάλα και η ευρύτερη περιοχή της δεν απειλήθηκαν από εχθρικές ενέργειες. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν…»
Αυτή η πολύχρωμη περιγραφή ανήκει σε έναν άνθρωπο που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει αφιερώσει όλο τον ελεύθερο χρόνο του στην έρευνα και την ιστορική εξερεύνηση, συλλέγοντας ένα μοναδικό φωτογραφικό αρχείο που σήμερα αριθμεί πάνω από 20.000 φωτογραφίες, οι περισσότερες από αυτές πρωτότυπες, από τον κόσμο Α’ και Β’ Πόλεμος, αλλά και ψυχρός πόλεμος. Χωρίς να υπολογίζονται αρχεία εγγράφων και εγγράφων.
Ο λόγος για τον παιδαγωγό, συγγραφέα και ερευνητή Πασχάλη Παλαβούζη, ο οποίος προκάλεσε τον θαυμασμό χιλιάδων φίλων του με την ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook. Ταυτόχρονα, τους έκανε συμμετέχοντες στις μεγάλες αν και άγνωστες στιγμές που έζησε η ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μακεδονίας και του βορειοανατολικού Αιγαίου, όταν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν το μέτωπο σημαντικών αεροπορικών επιχειρήσεων στις οποίες Βρετανοί, Γάλλοι, Αυστραλοί , Νεοζηλανδοί, Καναδοί, Σέρβοι, Ελληνογερμανοί, Τούρκοι, Βούλγαροι και Αυστρο-Ούγγροι πιλότοι.
Η περιγραφή του συνοδεύτηκε από μια σειρά εκπληκτικών αεροφωτογραφιών που δείχνουν τον κόλπο και την πόλη της Καβάλας το 1916. Χωρίς αμφιβολία αυτή ήταν η πρώτη αεροφωτογραφία της Καβάλας.
Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Παλαβούζης τονίζει ότι η εμφάνιση αυτού του αεροσκάφους δεν ανησύχησε καθόλου τον ντόπιο πληθυσμό, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα κατασκοπευτικό αεροσκάφος που σε αυτή την αναγνωριστική πτήση προσπάθησε να φωτογραφίσει οχυρά σημεία και έργα. , συγκεντρώσεις στρατιωτών, παρουσία πλοίων στο λιμάνι . Όπως επισημαίνει, «διάφορες δραστηριότητες στο πολύβουο λιμάνι συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση ενώ τρία βαπόρια περίμεναν για σέρβις. Και οι δύο φόρτωναν τσιγάρα…»
Το αεροπλάνο πέταξε σε ανοιχτό κύκλο και μόνο όσοι ήταν πολύ προσεκτικοί παρατήρησαν -τόσο κατά την προσέγγιση όσο και κατά την επιστροφή- μια ανθρώπινη φιγούρα που έσκυβε στα πλαϊνά της ατράκτου για αρκετά λεπτά. Σύμφωνα με τον κ. Παλαβούζη, η ανθρώπινη μορφή δεν ήταν άλλη από τον παρατηρητή του αεροπλάνου, τον υπολοχαγό Hermann Stutzer της 57ης Μοίρας Γερμανικής Στρατιωτικής Συνεργασίας (Feldflieger Abteilung 57 – FFA57).
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτού του τύπου τα διθέσια κατασκοπευτικά αεροπλάνα, ο παρατηρητής ήταν φωτογράφος και ήταν πάντα αξιωματικός, ενώ ο πιλότος ήταν πάντα υπαξιωματικός, γιατί ήταν αυτός που το πετούσε.
Το πείραμα του Stutzer έδωσε τις πρώτες επιτυχημένες αεροφωτογραφίες της Καβάλας. Κατά τις επόμενες πτήσεις, αυτός και ο συνάδελφός του υπολοχαγός Schrader στο Albatros B.II της μοίρας φωτογράφισαν όλες τις οχυρώσεις γύρω από την Καβάλα, την πόλη της Καβάλας ξανά, την αγγλική βάση στο Σταυρό Θεσσαλονίκης και τη σιδηροδρομική γέφυρα στο Παρανέστι Δράμας. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι κύριοι στόχοι μιας πιθανής επίθεσης στα εδάφη της ανατολικής Μακεδονίας.
«Η τύχη δεν ήταν πάντα με το μέρος τους», συνεχίζει ο κ. Παλαβουζιές, «Στις 12 Ιανουαρίου 1916, το Albatros B.II του FFA-1 χάθηκε στη θαλάσσια περιοχή του Ορφανού. Απογειώθηκε νωρίς το πρωί από την Ξάνθη με κατεύθυνση Καβάλα και Θεσσαλονίκη. Περίπου στις 11:15 π.μ., ενώ το αεροπλάνο επέστρεφε, ο αγγλικός σταθμός παρατήρησης στην περιοχή του Σταυρού εντόπισε το αεροπλάνο να εκραγεί, με αποτέλεσμα να πέσει στη θάλασσα. Λόγω της καθυστερημένης αναφοράς του συμβάντος και της έκρηξης της καταιγίδας, δεν πραγματοποιήθηκε επιχείρηση έρευνας και διάσωσης. Το πλήρωμα του Albatros, οι υπολοχαγοί Herbert von Chappuis (χειριστής) και Georg Trenkmann (παρατηρητής), χάθηκαν για πάντα στα παγωμένα νερά του Ορφανού.
Η ασυνήθιστη και πρωτόγνωρη για την περιοχή αεροπορική δράση τις πρώτες εβδομάδες του 1916 ήταν το θέμα της απάντησης του τότε δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ακρόπολ» Δημήτριου Γρυμάνη, ο οποίος σε άρθρο του από τις 16 Ιανουαρίου 1916 με τίτλο ΚΑΒΑΛΛΑ» ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η πόλη μας ήταν η μόνη πόλη της Μακεδονίας που δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει πόσο κοντά ήταν το πεδίο μάχης στα Βαλκάνια, δεν είδαμε ούτε αγγλογαλλικούς αγώνες, ούτε αερομαχίες, ούτε βομβαρδισμούς, μόνο που και που μας επισκέφτηκε Άγγλος πρόσκοπος [σημ: κάποιο αγγλικό πλοίο], που μας άφησε ξανά πριν προλάβουμε να τον κάνουμε περήφανο. Ωστόσο, την τελευταία μέρα και αμέσως μετά τις γιορτές, η κατάσταση άλλαξε λίγο, οι Γερμανοί-Βούλγαροι φίλοι μας θυμήθηκαν και οι επισκέψεις άρχισαν να αυξάνονται.