ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 09/03/2024 – 00:10
Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar επιβεβαίωσε την Παρασκευή το BBB (low) (τη χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα) και τις σταθερές προοπτικές. Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος αξιολόγησης έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα στις 8 Σεπτεμβρίου 2023, όταν αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB (low) με σταθερές προοπτικές (trend), από τη βαθμίδα BB (high) – που ήταν μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη λεγόμενη επενδυτική.
Όπως σημειώνει ο οίκος στην έκθεσή του, το σταθερό trend αντικατοπτρίζει την άποψη της DBRS ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ισορροπημένοι. Οι υγιείς οικονομικές επιδόσεις σε συνδυασμό με την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων θα βοηθήσουν τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ να παραμείνει σε έντονα πτωτική τροχιά στο μέλλον. Μετά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, η οικονομική δραστηριότητα της Ελλάδας μετριάζεται σε περίπου 2% και αναμένεται να παραμείνει πάνω από αυτά τα επίπεδα την περίοδο 2024-2025. Η αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία προβλέπεται να υπερβούν το 2% του ΑΕΠ την ίδια περίοδο, από 1,1% το 2023, θα βοηθήσει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025, μετά το εκτιμώμενο 160% του ΑΕΠ πέρυσι. Επιπλέον, προσθέτει ο οίκος, η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων έχει αποκτήσει ισχυρή δυναμική, η οποία μαζί με τις υψηλότερες επενδύσεις – υποστηριζόμενες από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) – αναμένεται να αυξήσουν τη δυναμική του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι αυξανόμενοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που επηρεάζουν το εμπόριο και οι σοβαρότερες από το αναμενόμενο επιπτώσεις στην οικονομία που απορρέουν από τις τρέχουσες στενές συνθήκες χρηματοδότησης, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βραδύτερη ανάπτυξη και ασθενέστερα δημόσια οικονομικά.
Η αξιολόγηση στη βαθμίδα BBB (low) στηρίζεται στην ιδιότητα της χώρας ως μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης και στην εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η Ελλάδα, τονίζει η DBRS, συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας έτσι το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην ευρωζώνη. Η DBRS εκτιμά ότι οι πόροι της ΕΕ θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, ενώ θα στηρίξουν και την αύξηση των επενδύσεων με κεφάλαια που θα διοχετεύονται επίσης μέσω του ενισχυμένου τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, η αξιολόγηση σημειώνει ο οίκος περιορίζεται από τις οικονομικά ζητήματα που κληρονόμησε η Ελλάδα από την παρατεταμένη κρίση, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το ακόμη σημαντικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και το υψηλό, αν και πλέον κοντά σε μονοψήφιο, ποσοστό ανεργίας.
Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα το 2023 – Οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να στηρίζουν την ανάπτυξη
Οι οικονομικές επιδόσεις μετά την πανδημία του κορονοϊού ήταν αξιοσημείωτες στην Ελλάδα σύμφωνα με την έκθεση. Η οικονομική δραστηριότητα της χώρας συνεχίζει να ξεπερνά τον μέσο όρο της ευρωζώνης από το 2021. Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση, η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και στο μέλλον. Μετά την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,6% το 2022, οι επιδόσεις του ΑΕΠ της Ελλάδας εκτιμάται ότι μετριάστηκαν στο 2% πέρυσι, ξεπερνώντας κατά πολύ το εκτιμώμενο 0,6% της ευρωζώνης. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και την ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ενώ οι σοβαρές πλημμύρες του περασμένου έτους είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις γεωργικές εκτάσεις, στο ζωικό κεφάλαιο και στις υποδομές στην περιοχή της Θεσσαλίας, ο συνολικός αντίκτυπος στην ελληνική οικονομία περιορίστηκε λόγω της μικρής συνεισφοράς της περιοχής στο ΑΕΠ της χώρας και των δημόσιων κονδυλίων που διατέθηκαν για την ανοικοδόμηση. Φέτος, η Κομισιόν αναμένει ανάπτυξη 2,3%, με περαιτέρω πρόοδο στην εφαρμογή του προγράμματος “Ελλάδα 2.0” και αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης που θα ενισχύσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση, αντίστοιχα.
Χρησιμοποιώντας τόσο την επιχορήγηση όσο και το δανειακό σκέλος του ΕΣΠΑ, η Ελλάδα συνεχίζει να υλοποιεί το ΣΔΑΕ της. Αυτό συμβάλλει στην αύξηση των επενδύσεων σε ένα εκτιμώμενο επίπεδο 14,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 από 10,7% το 2019, Επιπλέον, επίσης, το κεφαλαιακό απόθεμα που μειωνόταν από το 2009, έγινε θετικό το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται στο μέλλον. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 7,59 δισ. ευρώ για επιχορηγήσεις και 7,29 δισ. ευρώ για τη συνιστώσα του δανείου, ενώ το συνολικό κονδύλι ανέρχεται σε σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ σε συνδυασμό με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει πιθανότατα τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου “Οικονομική διάρθρωση και επιδόσεις”.
Οι επενδύσεις έχουν αυξηθεί σε ένα εκτιμώμενο επίπεδο 14,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023 από 10,7% το 2019, Επιπλέον, το απόθεμα κεφαλαίου που μειωνόταν από το 2009, έγινε θετικό το 2022 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται στο μέλλον. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 7,59 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δάνεια 7,29 δισ. ευρώ, ενώ το συνολικό κονδύλι ανέρχεται σε σχεδόν 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ) για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ σε συνδυασμό με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει πιθανότατα τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας, τονίζει ο οίκος.
Παραμένει η δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% το 2024
Οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας, αφού επιδεινώθηκαν λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν για τον μετριασμό των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, βελτιώνονται με ταχείς ρυθμούς. Μετά το αποκορύφωμα του 9,7% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα εκτιμάται τώρα ότι θα μειώθηκε στο 2,1% το 2023. Αυτό αντανακλά όχι μόνο τον αντίκτυπο του πληθωρισμού αλλά και τα κυβερνητικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, τα οποία οδηγούν σε δημοσιονομική υπεραπόδοση. Το πρωτογενές ισοζύγιο επέστρεψε σε πλεόνασμα το 2022 (0,1% του ΑΕΠ) και προβλέπεται ότι αυξήθηκε στο 1,1% του ΑΕΠ πέρυσι. Η βελτίωση αυτή έρχεται παρά το δημοσιονομικό κόστος που έφεραν οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες. Το 2023, η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών των φυσικών καταστροφών, καθώς και μέτρα για τη βελτίωση της ετοιμότητάς της σε τέτοια περιστατικά. Η κυβέρνηση υπέβαλε συμπληρωματικό προϋπολογισμό ύψους 600 εκατ. ευρώ (0,3% του ΑΕΠ) με ένα πακέτο που περιελάμβανε έκτακτη βοήθεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επλήγησαν από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες και οικονομική βοήθεια για επισκευές, συντήρηση και βελτιώσεις των υποδομών.
Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024 η κυβέρνηση προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ φέτος, δηλαδή βελτίωση κατά 1% σε σχέση με το 2023, η οποία οφείλεται κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων ενεργειακής στήριξης και στις εφάπαξ αυξήσεις των δαπανών που σχετίζονταν με τις φυσικές καταστροφές το 2023. Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, νέα πίεση στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, γεγονός που θα απαιτούσε πρόσθετα μέτρα στήριξης, καθώς και με ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα. Στο μεταξύ, μια επίμονη βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης ενδέχεται να αποφέρει καλύτερα του αναμενόμενου δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το μερίδιο της άτυπης οικνομίας έχει μειωθεί σημαντικά από περίπου 30% το 2013 σε 16% το 2021, και αυτό αποτελεί καλό οιωνό για τη δημοσιονομική ικανότητα στο μέλλον.
Το χρέος
Ο λόγος του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από τα αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα μέτρια επιτόκια και την υψηλή ονομαστική ανάπτυξη. Ο δείκτης χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ κορυφώθηκε στο 206,3% του ΑΕΠ το 2020, πριν υποχωρήσει στο 160,3% που εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2023. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2024, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του τάση, υποχωρώντας στο 152,3% του ΑΕΠ το 2024, γεγονός που σημαίνει πτώση κατά 54 ποσοστιαίες μονάδες σε τέσσερα χρόνια. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων εξακολουθούν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με το 10ετές spread έναντι των γερμανικών ομολόγων να διαμορφώνεται στις 100 μονάδες βάσης περίπου. Κατά την άποψη της DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η διάρθρωση του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τα swaps. Ακόμη, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή, λίγο κάτω από 20 έτη στο τέλος του 2023, και πάνω από το 70% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο ευαίσθητο στη μεταβλητότητα της αγοράς. Δεύτερον, ο Ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) μπόρεσε να υπερκαλύψει προσωρινά το χαρτοφυλάκιο χρέους, μετριάζοντας τον αντίκτυπο της αύξησης του κόστους από τους τόκους. Το 2024, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσομακροπρόθεσμου χρέους αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3%.
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από την προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυναν το προφίλ αποπληρωμής. Για παράδειγμα, ο ΟΔΔΗΧ αποπλήρωσε πλήρως τα δάνεια προς το ΔΝΤ και προπλήρωσε 2,6 δισ. ευρώ και 5,3 δισ. ευρώ από τα δάνεια GLF το 2022 και το 2023 αντίστοιχα. Αν το πρωτογενές πλεόνασμα παραμείνει κοντά στον στόχο, οι χρηματοδοτικές ανάγκες αναμένεται να παραμείνουν περιορισμένες τα επόμενα έτη, μειώνοντας τους κινδύνους αναχρηματοδότησης.
Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 33,6 δισ. ευρώ (15% του ΑΕΠ ή ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες τριών ετών) στο τέλος του 2023 εξακολουθούν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά, μειώνοντας τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης και επιτοκίου. Αυτά τα αποθέματα ασφαλείας, σε συνδυασμό με την στρατηγική διαχείρισης του χρέους για την επίτευξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους επιτοκίου, μειώνουν σημαντικά τους κινδύνους αποπληρωμής. Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ του χρέους, η DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας εξαρτάται πρωτίστως από την ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και από σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί από χρέος χρηματοδοτούμενο από την αγορά, το οποίο θα εκθέσει την Ελλάδα σε αυξημένη μεταβλητότητα των αγορών.
Σημαντική πρόοδος στη μείωση των “κόκκινων” δανείων
Όπως επισημαίνει ο οίκος, έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας, είναι πλέον πιο ανθεκτικός από ό,τι στο παρελθόν.
Οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, διαθέτουν ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους, με τη στήριξη της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Επιπλέον, η βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας μετά από μια βαθιά διαδικασία αναδιάρθρωσης και η μείωση του πιστωτικού κόστους που συνάδει με τη βελτίωση του προφίλ κινδύνου, ενίσχυσαν περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα.
Ο συνολικός δείκτης ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώθηκε στο 7,9% το γ΄ τρίμηνο του 2023, μειωμένος κατά περισσότερες από 40 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του τον Ιούνιο του 2017. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος “Ηρακλής”.
Κατά την τελευταία δεκαετία, η αύξηση των δανείων ήταν υποτονική. Ωστόσο, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τοποθετεί τις τράπεζες σε καλή θέση ώστε να αυξήσουν την παροχή πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, στηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η Ελλάδα θα αντλήσει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 16,7 δισ. ευρώ θα διοχετευθούν μέσω των ελληνικών τραπεζών. Μέχρι στιγμής μόνο 1,4 δισ. ευρώ έχει εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις, αλλά είναι πιθανή η επιτάχυνση της διαδικασίας στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, η επίλυση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και τα οποία διαχειρίζονται πλέον οι servicers, παραμένει βασική πρόκληση. Συγχρόνως, η οικονομική επιβράδυνση και το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών και να οδηγήσουν σε νέες εισροή μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών – Σε επίπεδα ρεκόρ οι άμεσες ξένες επενδύσεις
Το παρατεταμένο έλλειμμα της Ελλάδας στο ισοζύγιο αγαθών και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Μελλοντικά, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να αμβλυνθούν με τη σταδιακή μείωση του εμπορικού ελλείμματος, ενώ το εξωτερικό χρέος μειώνεται ως αποτέλεσμα των καθαρών αποπληρωμών.
Η Morningstar DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα, έχει γίνει μια πιο ανοικτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ έχουν αυξηθεί ελαφρώς κάτω από 50% το 2022 από 22% που ήταν το 2010. Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού διευρύνθηκε προσωρινά το 2022 πάνω από το 10% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,4% το 2023. Το έλλειμμα έχει επωφεληθεί από την ομαλοποίηση των τιμών της ενέργειας, καθώς και από την ισχυρή ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό, οι οποίες σήμερα βρίσκονται 13% πάνω από το επίπεδο του 2019.
Μεσοπρόθεσμα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα συνεχίσει να μειώνεται, με το ΔΝΤ να προβλέπει ότι το υποχωρήσει σε περίπου 5% του ΑΕΠ το 2025. Ωστόσο, σύμφωνα με τον οίκο, η μελλοντική βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας θα εξαρτηθούν και από τη διαρθρωτική αύξηση της εξαγωγικής της ικανότητας. Οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες σκαρφάλωσαν σε υψηλό δύο δεκαετιών το 2022, και η χρηματοδότηση του Next Generation EU θα πρέπει να μετριάσουν τους κινδύνους που απορρέουν από τα αυξημένα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση της Ελλάδας στο 140% περίπου του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του 2023, παρά την πτώση κατά 40 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωση του β’ τριμήνου του 2021, παραμένει πολύ υψηλή. Ωστόσο, κατά την άποψη της Morningstar DBRS αποτελεί λιγότερο ανησυχητικό παράγοντα, καθώς η Ελλάδα επωφελείται από μια ευνοϊκή δομή χρέους που αντανακλά ένα μεγάλο ποσοστό υποχρεώσεων στα χέρια του επίσημου τομέα, με μακρά διάρκεια, κυρίως σε ευρώ και με σταθερά επιτόκια. Ωστόσο, είναι απίθανο να σημειωθούν σύντομα μελλοντικές σημαντικές μειώσεις, λόγω του μακροπρόθεσμου ορίζοντα των δανείων του ξένου επίσημου τομέα προς το δημόσιο.
Πολιτική
Πέρυσι, οι εθνικές εκλογές είχαν ως αποτέλεσμα το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, με επικεφαλής τον Κυριάκο Μητσοτάκη, να αποκτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό εξασφάλισε τη συνέχεια της κυβερνητικής πολιτικής ατζέντας, σε μια εποχή που η Ελλάδα χρειάζεται σταθερότητα για να εκπληρώσει τους στόχους και τα ορόσημα του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την ενίσχυση των οικονομικών της προοπτικών. Επιπλέον, η κυβέρνηση επανέλαβε τη δέσμευσή της για δημοσιονομική πειθαρχία, θέτοντας ως στόχο τον λόγο του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ στο 152,3% για τα τέλη του 2024. Η επιτυχής εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος “Ελλάδα 2.0”, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, παραμένει βασική προτεραιότητα για τη νέα κυβέρνηση. Μεταξύ άλλων, η νέα κυβέρνηση σχεδιάζει να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του συστήματος δικαιοσύνης και να ενισχύσει το δημόσιο σύστημα υγείας, γεγονός που μαζί με τις βελτιώσεις στην εκπαίδευση θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη.
Παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση ή υποβάθμιση της αξιολόγησης
Η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί αν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός από τα εξής: (1) συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και (2) συνεχής δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία, που θα οδηγήσει σε διαρκή μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους.
Πιθανές αιτίες για υποβάθμιση περιλαμβάνουν ένα ή συνδυασμό των εξής: (1) Παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα θέσει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση, (2) αντιστροφή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και (3) αναζωπύρωση της αστάθειας του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Επόμενη αξιολόγηση από τη Moody’s
Σημειώνεται ότι εκτός από τη DBRS, Standard & Poors και Fitch έχουν δώσει επίσης επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, και μοναδική ε ξαίρεση αποτελεί η Moody’s, η οποία αναμένεται να προβεί σε ανακοίνωση την επόμενη Παρασκευή στις 15 Μαρτίου.
Επιμέλεια: Στάθης Κετιτζιάν – Μιχάλης Παπαντωνόπουλος