«Η Ιστορία είναι γεμάτη από στερεότυπα τα οποία οφείλονται συχνά σε λάθος ανάγνωση των πηγών» σημειώνει η αρχαιολόγος Εύη Πίνη
Πόσο… αόρατες ήταν οι γυναίκες στην ελληνική αρχαιότητα; Υπήρχαν κοινωνίες στις οποίες η θέση τους ήταν πιο… ορατή; Ποια στερεότυπα είναι καιρός να καταρριφθούν;
Η ζωή των γυναικών στην αρχαιότητα αφορά μια περίοδο πολλών αιώνων με πολλές διαφοροποιήσεις μέσα στον χρόνο και από περιοχή σε περιοχή
Η Εύη Πίνη, αρχαιολόγος και υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Πειραιώς και Νήσων, άνοιξε τον κύκλο διαλέξεων «Μουσειο-λόγιο», που διοργανώνει ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, με την ομιλία «Γυναίκες, οι αόρατες της ιστορίας» με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας, που ήταν στις αρχές Μαρτίου.
«Επέλεξα την αρχαιότητα και επικεντρώθηκα στη ζωή των Αθηναίων και Σπαρτιατισσών κατά την κλασική περίοδο για να αποφύγω τις γενικεύσεις. Θεωρώ λάθος να μιλάμε γενικά για τη ζωή των γυναικών στην αρχαιότητα γιατί αναφερόμαστε σε μια περίοδο πολλών αιώνων με πολλές διαφοροποιήσεις από αιώνα σε αιώνα και από περιοχή σε περιοχή» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Εύη Πίνη.
Και προσθέτει: «Επέλεξα επίσης να αναφερθώ κατά βάση στις Αθηναίες και τις Σπαρτιάτισσες (κάνοντας ελάχιστες αναφορές σε γυναίκες άλλων πόλεων, κυρίως επώνυμες και διάσημες), όχι γιατί οι Αθηναίες και οι Σπαρτιάτισσες αντιπροσωπεύουν κάθε γυναίκα κατά μήκος του ελλαδικού χώρου, αλλά γιατί οι γνώσεις μας είναι περισσότερες γι’ αυτές τις δύο πόλεις αλλά και γιατί βρίσκω μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο που αντιμετώπιζαν αυτές οι δύο κοινωνίες τις γυναίκες».
Σπαρτιάτισσες – Αθηναίες, 1-0
Ένα τρανό παράδειγμα γυναικών που δεν ήταν και τόσο «αόρατες» είναι η περίπτωση της αρχαίας Σπάρτης.
Η κοινωνική θέση της Σπαρτιάτισσας, κυρίως από τη στιγμή που γινόταν μητέρα, ήταν πολύ υψηλή – Είχε λόγο και δεν δίσταζε να τον εκφράσει δημόσια
«Σαφώς η Σπαρτιάτισσα δεν ήταν αόρατη όπως η Αθηναία. Αν για τους Αθηναίους το ιδανικό ήταν να μην γίνεται καθόλου λόγος για τις γυναίκες, ούτε για καλό ούτε για κακό, οι Σπαρτιάτες δεν δίσταζαν να απονείμουν δημόσιες τιμές και επαίνους στις γυναίκες τους» λέει η κ. Πίνη.
Όπως εξηγεί στη συνέχεια, η κοινωνική θέση της Σπαρτιάτισσας, κυρίως από τη στιγμή που γινόταν μητέρα, ήταν πολύ υψηλή. Τότε είχε λόγο και δεν δίσταζε να τον εκφράσει δημόσια. «Οι αρχαίες πηγές μάλιστα έχουν διασώσει πολλά Λακαινών αποφθέγματα, επωνύμων, αλλά και ανωνύμων. Επίσης, θα πρέπει να πούμε ότι και η νομική θέση της Σπαρτιάτισσας, αναφορικά με το κληρονομικό δίκαιο, ήταν πολύ διαφορετική από της Αθηναίας».
Ακολούθως, η κ. Πίνη επισημαίνει ότι «η Σπαρτιάτισσα κληρονομούσε περιουσία από τους γονείς της, αλλά η περιουσία τής ανήκε και μπορούσε να την διαχειρίζεται η ίδια, ενώ η Αθηναία όχι. Μέσα στον 4ο π.Χ. αιώνα, λόγω της μεγάλης θνησιμότητας των ανδρών στον πόλεμο, οι Σπαρτιάτισσες είχαν αποκτήσει μεγάλη οικονομική δύναμη, αφού είχαν τα 2/5 περίπου των κλήρων στα χέρια τους. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι υπόλοιποι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι Σπαρτιάτες γυναικοκρατούνται (αυτός ακριβώς είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης!)».
«Την αγαπούσε ο άντρας της…»
Στην ομιλία της, η αρχαιολόγος και συγγραφέας, αναφέρθηκε και σε στερεότυπα που ανατρέπονται.
Ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι αρχαίες κοινωνίες ήταν η γυναικεία θνησιμότητα στον τοκετό
«Η Ιστορία είναι γεμάτη από στερεότυπα τα οποία οφείλονται συχνά σε λάθος ανάγνωση των πηγών. Για παράδειγμα, να αναφέρω τις συζυγικές σχέσεις στην Αθήνα. Αν πιστέψουμε τους αρχαίους συγγραφείς, δεν υπήρχε ίχνος συναισθηματικού δεσμού μεταξύ των συζύγων, αφού οι Αθηναίοι θεωρούσαν τον γάμο αναγκαίο κακό και παντρεύονταν μόνο και μόνο για να αποκτήσουν γνήσια παιδιά και να έχουν τη γυναίκα τους πιστή φύλακα του οίκου», σημειώνει.
Όσο για τον έρωτα, προσθέτει, «τον φύλαγαν για τις παλλακίδες (τις άτυπες συζύγους) και τις εταίρες. Επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω! Πόσοι Αθηναίοι μπορούσαν να συντηρούν εκτός από τη γυναίκα τους και μία δεύτερη σύζυγο (την παλλακίδα) και από αυτούς πάλι πόσοι θα είχαν και μία τρίτη να συντηρούν, μία απαιτητική εταίρα; Πολλοί λίγοι! Οι υπόλοιποι τι έκαναν; Και γιατί να αποκλείουμε ότι υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούσαν και σέβονταν τη γυναίκα τους και είχαν μια αρμονική ζωή μαζί της; Το ότι παντρεύονταν με προξενιό απέκλειε αυτόματα και τον έρωτα ανάμεσα στο ζευγάρι; Δεν το θεωρώ λογικό. Και αν οι αρχαίες πηγές αποφεύγουν αναφορά στις συζυγικές σχέσεις και στον συζυγικό έρωτα των Αθηναίων, κάποια επιτύμβια μνημεία τουναντίον είναι λαλίστατα, όπως για παράδειγμα το επιτύμβιο μνημείο της Χαιρεστράτης που ‘όσο ζούσε την αγαπούσε ο άντρας της και όταν πέθανε την έκλαψε’», αναφέρει η Εύη Πίνη.
Σπαρτιάτισσες – Αθηναίες, 1-0 (πάλι!)
Ωστόσο, όπως παραδέχεται η κ. Πίνη, οι εποχές ήταν δύσκολες. Μια γυναίκα μπορούσε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα που να έθεταν σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή της – όπως για παράδειγμα ο τοκετός.
Μια Αθηναία δεν είχε καμία δυνατότητα να παντρευτεί άπροικη, ενώ στη Σπάρτη απαγορευόταν διά νόμου η προίκα για να μη μένουν ανύπαντρες οι φτωχές κοπέλες
«Σίγουρα η γυναικεία θνησιμότητα στον τοκετό ήταν ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι αρχαίες κοινωνίες. Το αναφέρει και ο Ευριπίδης βάζοντας τη Μήδεια να λέει ότι θα προτιμούσε να σταθεί τρεις φορές πλάι στην ασπίδα παρά να γεννήσει μία. Γι’ αυτό οι Σπαρτιάτες έδιναν τόση σημασία στη σωματική άσκηση των κοριτσιών, για να χτίσουν γερούς οργανισμούς που θα αντιμετώπιζαν καλύτερα τις δυσκολίες του τοκετού. Επίσης οι Σπαρτιάτες πάντρευαν τα κορίτσια τους σε μεγαλύτερη ηλικία (18 – 20 ετών) από τους Αθηναίους (15 – 16), αλλά και άλλους Έλληνες, θεωρώντας ότι είναι καλύτερο να είναι σωματικά ώριμες οι μέλλουσες μητέρες και όχι άγουρες έφηβοι», εξηγεί η αρχαιολόγος.
Άλλο σοβαρό πρόβλημα που έφερνε σε δεινή θέση την Αθηναία (και όχι την Σπαρτιάτισσα) ήταν το θέμα της προίκας και της κληρονομιάς.
«Μια Αθηναία δεν είχε καμία δυνατότητα να παντρευτεί άπροικη, μόνο παλλακίδα θα μπορούσε να γίνει, ενώ στη Σπάρτη απαγορευόταν δια νόμου η προίκα για να μην μένουν ανύπαντρες οι φτωχές κοπέλες. Η προίκα της Αθηναίας ήταν η ασφάλειά της για να μην βρεθεί (σε περίπτωση διαζυγίου) στον ‘δρόμο’. Ο σύζυγος, αν ήθελε να την χωρίσει, έπρεπε να επιστρέψει στον πατέρα της την προίκα για να μπορέσει να παντρευτεί ξανά. Αυτό, όμως, ήταν καλό και κακό, γιατί αν ήθελε μία γυναίκα να ξεφύγει από έναν κακό γάμο, αλλά ο σύζυγός της δεν ήθελε να επιστρέψει την προίκα, μπορούσε να την εμποδίσει να καταθέσει αίτηση διαζυγίου», υπογραμμίζει η κ. Πίνη ως προς τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετώπιζε μια Αθηναία.
Και η κληρονομιά της πατρικής περιουσίας;
«Άλλο δράμα! Αν μία κοπέλα έμενε μοναδική κληρονόμος όλης της περιουσίας (επίκληρος κόρη ονομαζόταν), τότε υποχρεωνόταν να παντρευτεί τον πλησιέστερο εξ αίματος συγγενή της (θείο ή ξάδερφο). Αν ήταν ήδη παντρεμένη χωρίς να έχει αποκτήσει γιο, υποχρεωτικά χώριζε τον σύζυγό της. Αν και ο συγγενής ήταν επίσης παντρεμένος, προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του στην περιουσία, χώριζε και αυτός τη δική του σύζυγο. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσα σπίτια ‘έκλειναν’ λόγω αυτού του παράλογου νόμου;», τονίζει η ίδια.
Όταν η μοιχεία απλώς δεν υφίσταται…
Η μοιχεία, από την άλλη, μπορούσε να οδηγήσει στην Αθήνα ακόμα και στον φόνο του μοιχού από τον απατημένο σύζυγο, ο οποίος είχε αυτό το δικαίωμα (συγχωρητέος φόνος). Αντίθετα, στη Σπάρτη απλώς δεν υφίσταται μοιχεία.
Στη Σπάρτη οι εξωσυζυγικές σχέσεις δεν ήταν κρυφές και γίνονταν με τη συναίνεση των εμπλεκομένων για ιερό σκοπό, που δεν ήταν άλλος από την απόκτηση απογόνων
«Υπήρχαν αποδεκτές εξωσυζυγικές σχέσεις, οι οποίες είχαν στόχο να χαρίσουν στην οικογένεια τους πολυπόθητους απογόνους. Τέτοια ήταν η συναινετική διγαμία. Ένας Σπαρτιάτης ορκισμένος εργένης θα μπορούσε να ζητήσει από έναν φίλο του την άδεια να συνάψει ερωτικές σχέσεις με τη σύζυγό του, προκειμένου να αποκτήσει παιδιά. Ή ένας άκληρος και κάπως μεγαλούτσικος Σπαρτιάτης θα μπορούσε να ζητήσει από έναν φίλο του (νέο, ευγενή, ηθικό) να συνάψει σχέσεις με τη γυναίκα του για τον ίδιο σκοπό» σημειώνει η κ. Πίνη.
«Αυτές οι εξωσυζυγικές σχέσεις δεν ήταν κρυφές και γίνονταν με τη συναίνεση των εμπλεκομένων για ιερό σκοπό. Αλλά φυσικά υπήρχαν και οι άλλες, οι κρυφές, οι πραγματικές εξωσυζυγικές σχέσεις, που ωστόσο δεν επέφεραν τιμωρία στον μοιχό και υποχρεωτικό διαζύγιο μαζί με κοινωνικό αποκλεισμό στη γυναίκα, όπως συνέβαινε στην Αθήνα. Μπορεί να τις συζητούσε ο κοινωνικός περίγυρος ή ακόμα να έδινε διαζύγιο ο απατημένος σύζυγος προκειμένου να παντρευτούν οι δύο εραστές, αλλά μέχρι εκεί. Ακόμα και τα παιδιά από τέτοιες σχέσεις γίνονταν αποδεκτά και μόνο στις βασιλικές οικογένειες μπορούσε να είναι πρόβλημα να γεννηθεί ένα παιδί με την υποψία ότι είναι νόθο», διευκρινίζει στη συνέχεια και παραθέτει μια «χαριτωμένη ιστορία σαν ανέκδοτο σχετικά με την ανυπαρξία μοιχείας στη Σπάρτη», την οποία αναφέρει ο Πλούταρχος:
«Ένας Αθηναίος ρωτούσε τον Σπαρτιάτη φίλο του τι έκαναν στη Σπάρτη σε περίπτωση μοιχείας. Ο Σπαρτιάτης του εξήγησε ότι στη Σπάρτη δεν υπήρχε μοιχεία και επειδή ο Αθηναίος δεν το δεχόταν, αναγκάστηκε να του πει ότι βάζουν τον μοιχό να πληρώσει ένα τεράστιο πρόστιμο, ένα βόδι που να μπορεί να σταθεί στην κορυφή του Ταϋγέτου και να σκύψει να πιει νερό από τον Ευρώτα. Ο Αθηναίος διαμαρτυρήθηκε ότι δεν υπάρχει τέτοιο βόδι και ο Σπαρτιάτης γελώντας του απάντησε, ‘Δεν υπάρχει τέτοιο βόδι, αλλά ούτε και μοιχεία στη Σπάρτη’».
Η Σπάρτη καινοτομούσε όμως και στους γάμους, τους λεγόμενους «μυστικούς», οι οποίοι αποτελούνταν από τελετουργική αρπαγή της νύφης, κούρεμα και παρενδυσία της γυναίκας.
«Τέτοιου είδους έθιμα είναι σίγουρα πολύ αρχαία (δεν είναι εύκολο βέβαια να ανιχνεύσουμε τις απαρχές τους) και σχετίζονται με τα έθιμα μετάβασης, του περάσματος από μία κατάσταση σε μία άλλη, όπου το νεαρό συνήθως άτομο ‘εξαφανίζεται’, δηλαδή χάνει τον παλιό του εαυτό και επανεμφανίζεται με νέα ιδιότητα, νέο όνομα (ίσως) και άλλη εμφάνιση. Όλα τα στοιχεία αυτού του εθίμου εμφανίζονται στον σπαρτιατικό γάμο: η ανύπαντρη κόρη ‘εξαφανίζεται’ και στη θέση της εμφανίζεται η παντρεμένη γυναίκα, με άλλα ρούχα και έχοντας χάσει τα μακριά της μαλλιά. Ο Πλούταρχος δίνει μια εξήγηση για τον κρυφό γάμο που μάλλον δεν ισχύει. Λέει ότι το έκαναν δοκιμαστικά, να δουν αν κάνουν παιδιά, διαφορετικά αναζητούσαν άλλους συντρόφους. Ωστόσο πόσο μυστικός μπορούσε να είναι ένας γάμος όταν η νύφη θα εμφανιζόταν την επομένη ‘κυρά και αρχόντισσα’ στο νέο της σπιτικό; Πιθανολογώ ότι ο Πλούταρχος, γράφοντας σε πολύ μεταγενέστερη εποχή, δεν κατανοούσε το έθιμο και γι’ αυτό το ερμηνεύει λάθος», εξηγεί η Εύη Πίνη.
Διακρίσεις και κατακτήσεις
Υπήρχαν, άραγε, τομείς στους οποίους μπορούσαν να διακριθούν οι γυναίκες στην αρχαιότητα;
«Μιλώντας πάντα για τις κυρίες της κλασικής αρχαιότητας και αφήνοντας έξω τις εταίρες που είναι μια άλλη κατηγορία γυναικών με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορά, θα έλεγα ότι στην Αθήνα ο μόνος τομέας όπου θα μπορούσε να διακριθεί μία γυναίκα ήταν αυτός της ιεροσύνης, υπηρετώντας δηλαδή την κοινωνία από τη θέση μίας ιέρειας. Πράγματι σε όλες τις ελληνικές πόλεις και στην Αθήνα ήταν πολύ σημαντικός ο ρόλος των γυναικών στις θρησκευτικές τελετές και σε όλες τις τελετουργίες που σχετίζονταν με την αρχή και το τέλος της ζωής. Άλλος τομέας που θα μπορούσε να διακριθεί η Αθηναία δεν υπήρχε» σημειώνει η κ. Πίνη.
Και προσθέτει: «Αντίθετα στη Σπάρτη, αλλά και σε άλλες πόλεις, κυρίως δωρικές και αιολικές και στις αποικίες, υπήρχαν γυναίκες ποιήτριες (η Σαπφώ από τη Λέσβο, η Πράξιλλα από τη Σικυώνα, η Τελέσιλλα από το Άργος, η Κόριννα από την Τανάγρα, η Μεγαλοστράτα και η Κλειταγόρα από τη Σπάρτη) αλλά και φιλόσοφοι. Για τις Σπαρτιάτισσες έλεγαν ότι αρκετές είχαν μυηθεί στην πυθαγόρεια φιλοσοφία, ενώ διάσημη στους επιστημονικούς κύκλους ήταν η πυθαγόρεια φιλόσοφος και αστρονόμος Θεανώ από τους Θουρίους της Ιταλίας».
Μια «αόρατη» αγρότισσα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα με τα προικοσύμφωνα, τις δυσκολίες ενός διαζυγίου, τις προτιμήσεις στη γέννηση αγοριών κλπ, πόσο έμοιαζε με μια επίσης «αόρατη» Αθηναία του 5ου πΧ αιώνα;
«Οι ομοιότητες είναι σίγουρα πολλές. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ζωή των γυναικών στην Ελλάδα δεν διέφερε πολύ από τη ζωή των Ατθίδων του 5ου αι. πΧ Με εξαίρεση τις γυναίκες της ανώτερης αστικής τάξης, οι γυναίκες δεν μορφώνονταν ή έπαιρναν στοιχειώδη μόρφωση, δεν εργάζονταν (η δουλειά στα χωράφια ή στην οικογενειακή επιχείρηση δεν ήταν έμμισθη), δεν ήταν οικονομικά ανεξάρτητες, δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, χρειάζονταν προίκα για να παντρευτούν, παντρεύονταν με προξενιό, έχαναν το όνομά τους (ακόμα και το βαφτιστικό τους) και φυσικά έπρεπε να είναι άμεμπτης ηθικής και «να μην ακούγονται», να μην τις συζητάνε», επισημαίνει η Εύη Πίνη.
Και καταλήγει: «Οι αλλαγές που συνέβησαν τα τελευταία 70 χρόνια στη ζωή των γυναικών (στον Δυτικό κόσμο) είναι πραγματικά συγκλονιστικές. Κατακτήσαμε το δικαίωμα στη μόρφωση, στην εργασία (αν και όχι πάντα με ίσους όρους με τους άντρες), στον δημόσιο λόγο, στην πολιτική. Αλλά δεν πρέπει να εφησυχάζουμε. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μέχρι να κατακτήσουμε την πραγματική ισότητα».