Τον Μάιο του 1991, καθώς ο Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου ετοιμαζόταν να γίνει μόλις η δεύτερη ομάδα από την Ανατολική Ευρώπη που θα σήκωνε το Κύπελλο Πρωταθλητριών, τίποτα δεν προμήνυε το αβέβαιο μέλλον των συλλόγων που προέρχονταν από το πρώην ανατολικό μπλοκ. Έχοντας εγκατασταθεί σε μια απομονωμένη πόλη κοντά στο «Stadio San Nicola» στο Μπάρι, η διοίκηση του συλλόγου είχε φροντίσει να κρατήσει τους παίκτες μακριά από τις προκλήσεις του δυτικού κόσμου, φροντίζοντας να απαγορεύσει ακόμα και τις εισερχόμενες κλήσεις στο ξενοδοχείο.
Η όλη κατάσταση παρομοιάστηκε με φυλακή, αλλά ο Ερυθρός Αστέρας, που τότε εκπροσωπούσε την ενωμένη Γιουγκοσλαβία, κατάφερε να κερδίσει στα πέναλτι με 5-4 την πλούσια Μαρσέιγ και να κατακτήσει το βαρύτιμο τρόπαιο. Ηταν μια ομάδα γεμάτη από αστέρια που την αποτελούσαν παίκτες από την Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βοσνία και την Κροατία.
Λίγους μήνες αυτό που φαινόταν εκείνη την εποχή για πολλούς αδιανόητο έγινε πραγματικότητα. Ο εμφύλιος πόλεμος έβγαλε στην επιφάνεια καταπιεσμένα εθνικιστικά απωθημένα δεκαετιών και ουσιαστικά διαμέλισε την Γιουγκοσλαβία σε επτά κομμάτια, συμπεριλαμβανομένου του Κοσσυφοπεδίου, το οποίο κήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σερβία το 2008.
Αυτό οδήγησε στη διάλυση των κορυφαίων ομάδων της περιοχής, αφού οι παίκτες αφού στην αρχή προσπάθησαν να προστατέψουν τους ίδιους και τις οικογένειες τους, στη συνέχεια προσπάθησαν να εξαργυρώσουν το αστείρευτο ταλέντο τους.
Πέντε από τους παίκτες του Ερυθρού Αστέρα, έφυγαν λίγο μετά την κατάκτηση του τροπαίου, ενώ μέσα σε δύο χρόνια ανάλογο δρόμο είχαν ακολουθήσει και οι υπόλοιποι, θάβοντας μια και καλή τις ελπίδες όλων εκείνων που πίστευαν ότι η κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ήταν η αρχή και για άλλες επιτυχίες.
Αντίθετα, η αρχή μιας εποχής έγινε το τέλος της, αφού εκείνη η χρυσή ομάδα του Ερυθρού Αστέρα παραμένει η τελευταία ομάδα από την πρώην κομμουνιστική Ευρώπη που κατάφερε να σηκώσει την «κούπα με τα μεγάλα αυτιά». Και βέβαια –αυτή τη στιγμή τουλάχιστον- έχει εξαφανιστεί κάθε ελπίδα ότι ομάδα από την ανατολική Ευρώπη θα μπορέσει να επαναλάβει κάτι ανάλογο.
Η άνοδος
Στο δεύτερο χρόνο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (του σημερινού Champions League) το 1956-57, στον προκριματικό γύρο συμμετείχαν 21 ομάδες, μαζί με την κάτοχο Ρεάλ Μαδρίτης, οι οποίες ομαδοποιήθηκαν σε τρεις γεωγραφικά ισορροπημένους ομίλους: επτά ομάδες από τη βορειοδυτική Ευρώπη, τη νότια και κεντρική Ευρώπη και την ανατολική Ευρώπη. Ως κάτοχος, η Ρεάλ Μαδρίτης προκρίθηκε αυτόματα στον πρώτο νοκ-άουτ γύρο. Πριν από την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης το 1966-67, 16 ομάδες του πρώην ανατολικού μπλοκ έφτασαν μέχρι τα προημιτελικά στα πρώτα 11 χρόνια της διοργάνωσης. Η ουγγρική Βάσας (1958) και η Βάσας ETO Gyor (1965), η τσεχοσλοβακική Ντούγκλα Πράγας και η βουλγαρική ΤΣΣΚΑ Σόφιας (και οι δύο 1967) έφτασαν στα ημιτελικά, ενώ η γιουγκοσλαβική Παρτίζαν το 1966 έφτασε στον τελικό όπου ηττήθηκε από την Ρεάλ Μαδρίτης.
Στις πρώτες 35 σεζόν της διοργάνωσης, μέχρι την αλλαγή της μορφής σε φάση ομίλων το 1991-1992, οι 33 σύλλογοι από την Ανατολική Ευρώπη είχαν δώσει το παρόν σε 71 από τους 280 προημιτελικούς. Παρά το γεγονός ότι σπάνια μπορούσαν να μπουν στα ημιτελικά, η Στεάουα Βουκουρεστίου κατάφερε το 1986 να νικήσει στα πέναλτι την Μπαρτσελόνα στη Σεβίλλη και να γίνει η πρώτη ομάδα από κομμουνιστική χώρα που σήκωσε το τρόπαιο, ενώ έφτασε στον τελικό και το 1989. Βέβαια όλο αυτά τα χρόνια δεν έλλειψαν οι εκπλήξεις, όπως ο αποκλεισμός της Σέλτικ, που μόλις την επόμενη χρονιά από την κατάκτηση του τροπαίου (το 1967 στη Λισσαβόνα) είδε την Ντιναμό Κιέβου να την πετάει έξω από τη διοργάνωση και μάλιστα από τον πρώτο γύρο.
Η πτώση
Όμως από το 1992 και μετά, όλα άρχισαν να γίνονται ακόμα πιο δύσκολα για τους συγκεκριμένους συλλόγους. Το Κύπελλο Πρωταθλητριών έγινε Champions League και η μορφή του άλλαξε ώστε να περιλαμβάνει φάσεις ομίλων, αφαιρώντας το ρίσκο των απευθείας νοκ-άουτ αγώνων.
Το 1997, η UEFA προχώρησε σε νέα αλλαγή της διοργάνωσης, επιτρέποντας στους δευτεραθλητές να συμμετάσχουν στο τουρνουά, ενώ από το 1999, ορισμένες χώρες είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν μέχρι και τέσσερις ομάδες. Από τότε που το Champions League μετατράπηκε στη σημερινή του μορφή των οκτώ ομίλων των τεσσάρων ομάδων την περίοδο 2003-04, μόνο 12 σύλλογοι της Ανατολικής Ευρώπης από τους συνολικά 105 έχουν προχωρήσει στους 16. Επίσης έχουν περάσει 25 χρόνια από την τελευταία φορά που μια ομάδα έφτασε στα ημιτελικά, ενώ η Σαχτάρ Ντόνετσκ έγινε το 2017-18 η τελευταία ομάδα που συμμετείχε στη νοκ άουτ φάση.
Πολλές βρήκαν… διέξοδο στο Europa League, αλλά ακόμη και εδώ η επιτυχία έχει στερέψει, με μόνο τρεις νίκες από το τέλος της κομμουνιστικής κυριαρχίας στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας το 2005, την Ζενίτ Αγίας Πετρούπολης το 2008 και Σαχτάρ Ντόνετσκ το 2009.
Επίσης ευρωπαϊκά τρόπαια έχουν πανηγυρίσει η Φερεντσβάρος (Κύπελλο Εκθέσεων 1965), Ντιναμό Κιέβου (Κύπελλο Κυπελλούχων 1975, 1986), Σλόβαν Μπρατισλάβας (Κύπελλο Κυπελλούχων 1969) και Ντιναμό Τιφλίδας (Κύπελλο Κυπελλούχων 1991).
Τα ερωτηματικά
Η αυτόματη πρόκριση για το Champions League, η οποία είναι στραμμένη προς τα πέντε κορυφαία πρωταθλήματα, είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας για την παρουσία τους στη διοργάνωση, αλλά γιατί αυτή η αλλαγή φαίνεται να επηρέασε δυσανάλογα τις πρώην κομμουνιστικές χώρες περισσότερο από ό,τι άλλα έθνη;
Ο Ρίτσαρντ Μιλς, καθηγητής σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας και συγγραφέας του βιβλίου The Politics of Football in Yugoslavia: Sport, Nationalism and the State, επισημαίνει αρχικά τις γεωπολιτικές αλλαγές στην περιοχή. «Στη Γιουγκοσλαβία είχαμε υπερπληθωρισμό και μια οικονομία γονατισμένη, με φόντο τον αυξανόμενο εθνικισμό, την πολιτική αστάθεια και τις αμφιβολίες για το μέλλον της χώρας που έπαιρναν ολοένα και πιο γρήγορους ρυθμούς. Ήταν η τέλεια κατάσταση για να βυθιστεί το ποδόσφαιρο στο χάος», λέει. «Με τον πόλεμο να κορυφώνεται, η επιτυχία του Ερυθρού Αστέρα το 1991 μετατράπηκε ουσιαστικά σε σερβική νίκη και όχι ενιαία Γιουγκοσλαβική στα μάτια πολλών. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να προωθηθεί μια πολυεθνική προοπτική. Ο εμφύλιος ουσιαστικά κατέστρεψε πολλούς συλλόγους, ενώ οδήγησε ακόμα περισσότερους να εγκαταλείψουν ακόμα και τις έδρες τους.
Ο Ερυθρός Αστέρας ως θεσμός διαλύθηκε επίσης. Οι κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών στραγγαλίζουν πλήρως την αθλητική δραστηριότητα. Χρειάζονται χρόνια και χρόνια για να μπορέσει να σκεφτεί καν ότι μπορεί να ανταγωνιστεί ξανά στην ευρωπαϊκή σκηνή». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ερυθρός Αστέρας χρειάστηκε να περιμένει μέχρι το 2018-19 για να φτάσει στους ομίλους του Champions League – σχεδόν 27 χρόνια μετά την κατάκτηση του τίτλου.
Ο ανταγωνισμός
Ένα ακόμα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι συγκεκριμένοι σύλλογοι είναι η έλλειψη εσωτερικού ανταγωνισμού. Στη Σερβία τους τίτλους μονοπωλούν ο Ερυθρός Αστέρας και η Παρτίζαν, με μόνη εξαίρεση την Όμπιλιτς την περίοδο 1997-98 να μπαίνει σφήνα στο δίδυμο. «Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα», λέει ο Μιλς, «Πήραμε αυτό που ήταν ένα συνεκτικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον και το τεμαχίσαμε σε κομμάτια, οπότε δεν υπάρχει κανενός είδους δύναμη σε βάθος. Για παράδειγμα η Ολίμπια Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας, από το να αγωνίζεται κάθε εβδομάδα με ευρωπαϊκές ομάδες υψηλής ποιότητας στο πρωτάθλημα της Γιουγκοσλαβίας, παίζει σε ένα πρωτάθλημα 21 ομάδων της Σλοβενίας εναντίον χωριών μερικών χιλιάδων ανθρώπων.
Δεν μπορούν πραγματικά να διατηρήσουν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πόσο μάλλον να διεκδικήσουν την Ευρώπη, οπότε είναι μία από τις πολλές που χρεοκοπούν. Στη Σερβία και την Κροατία, υπάρχουν τέσσερις ή πέντε ομάδες με φανατικό κοινό και στη συνέχεια υπάρχουν ομάδες που είναι τυχερές που τις παρακολουθούν 200 άτομα. Το Μαυροβούνιο έχει μικρότερο πληθυσμό από το Νόρφολκ, οπότε ενώ υπάρχουν οι δύο μεγάλες ομάδες, η Μπούντουτσνοστ και η Σουτγιέσκα, πέρα από αυτές υπάρχουν μικρές, ημιεπαγγελματικές και ερασιτεχνικές ομάδες. Το να χτίσεις κάτι από αυτά γίνεται πραγματική πρόκληση».
Κάτι ανάλογο υπήρξε και στη Γερμανία, καθώς οι αντιθέσεις των συλλόγων από τη Δυτική και την Ανατολική μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την επανένωση το 1989 ήταν έντονη. Όταν η Γερμανία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 2014, η ομάδα της περιλάμβανε μόνο έναν παίκτη από την πρώην ανατολική πλευρά. Επίσης η Bundesliga περιλαμβάνει μόνο δύο συλλόγους με την Λειψία πάντως να αποτελεί εξαίρεση, δεδομένου ότι ανήκει σε πολυεθνικό όμιλο. Αρκετοί από τους συλλόγους της Ανατολικής Γερμανίας δεν προσαρμόστηκαν στον νέο κόσμο και πολλοί έμειναν πίσω, περιορίζοντας την παρουσίας τους στις πιο μικρές κατηγορίες.
Στη Ρωσία και την Ουκρανία, πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, αλλά και σε άλλες χώρες οι ομάδες στήριξαν πολλά στην παρουσία των ολιγαρχών που επωφελήθηκαν από την ιδιωτικοποίηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων, αποκτώντας με αυτόν το τρόπο και τους μεγάλους συλλόγους των δύο χωρών. «Υπήρχε μια περίοδος αβεβαιότητας όπου οι σύλλογοι δεν ήταν σίγουροι αν ήταν ιδιωτικές επιχειρήσεις ή αν ανήκαν στο κράτος ή κάτι ενδιάμεσο», τονίζει ο Μιλς και συμπληρώνει: «Ετσι όσο πιο πολλά χρήματα είχε ο ιδιοκτήτης τόσο πιο πολλά πρωταθλήματα μπορούσε να κατακτήσει η ομάδα». Η πρωταθλήτρια Βουλγαρίας Λουντογκόρετς είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το 2010, ο Κίριλ Ντομουστσίεφ αγόρασε τον σύλλογο, κέρδισε την άνοδο στην κορυφαία κατηγορία την επόμενη χρονιά και έκτοτε έχει κερδίσει κάθε πρωτάθλημα, με την ομάδα να βρίσκεται σε πορεία για να κάνει 13 σερί.
Η φυγή ταλέντων
Ενας παράγοντας που είχε κρατήσει ανταγωνιστικές τις ομάδες του πρώην ανατολικού μπλοκ ήταν ο κανονισμός που ίσχυε ότι για να πάρει μεταγραφή στο εξωτερικό κάποιος παίκτης θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει τα 28 του χρόνια. Αν και για τους ίδιους αυτό σήμαινε ότι ένα καλό συμβόλαιο μπορεί να ερχόταν προς το τέλος της καριέρας τους ή και καθόλου, για τις ομάδες ήταν το ιδανικό σενάριο καθώς μπορούσαν να κρατήσουν τον κορμό τους για πολλά χρόνια και έτσι να έχουν μια καλή πορεία και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Τώρα αυτό δεν ισχύει. Για παράδειγμα η Βιτορούλ Κονστάντα του Χάτζι, (τώρα γνωστή ως Φαρούλ Κονστάντα) κατέκτησε το ρουμανικό πρωτάθλημα για πρώτη φορά το 2016-17 με μια ομάδα που αποτελούνταν κυρίως από παίκτες των ακαδημιών, αλλά σταδιακά πουλήθηκαν και δεν μπόρεσαν να χτίσουν ένα σύνολο το οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει την παρουσία του στη φάση των ομίλων μιας ευρωπαϊκής διοργάνωσης. «Είναι πιο δύσκολο να χτίσεις μια ομάδα από το να αγοράσεις μια ομάδα», δήλωσε ο ίδιος ο Χάτζι, «Ο μέσος όρος ηλικίας της ομάδας μας ήταν 21,4 χρόνια. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Τα καλύτερα έργα χρειάζονται χρόνο. Χρειάζεται να τα αναμείξεις μεταξύ τους και για να αυτοματοποιηθεί η ιδέα».
Οι σύλλογοι από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ εξάγουν τους παίκτες τους σε άλλα πρωταθλήματα σε αρκετά μικρότερη ηλικία σε σχέση με τη Δύση. Μια μελέτη του CIES Football Observatory που αξιολογεί ποια έθνη έχουν παράγει τους περισσότερους παίκτες στα 31 κορυφαία πρωταθλήματα, είχε το Μαυροβούνιο, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Σερβία, τη Βοσνία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σλοβακία όλες στις 10 πρώτες θέσεις ανά κάτοικο.
Η Κροατία, παρά το γεγονός ότι έχει πληθυσμό λίγο πάνω από πέντε εκατομμύρια, έχει τον έκτο υψηλότερο αριθμό παικτών στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, με τη Σερβία (πληθυσμός περίπου 6,5 εκατομμύρια) να βρίσκεται στην όγδοη θέση. Μια άλλη μελέτη του CIES τον Οκτώβριο του 2021, η οποία εξέταζε ποιες ακαδημίες παρήγαγαν τους περισσότερους παίκτες που δραστηριοποιούνται στα 48 κορυφαία παγκόσμια πρωταθλήματα, συμπεριέλαβε την Ντιναμό Κιέβου, τη Σαχτάρ Ντόνετσκ και την Ντιναμό Ζάγκρεμπ στην πρώτη δεκάδα. Η Σλοβενία, η Κροατία και η Σλοβακία συγκαταλέγονται στα έξι ευρωπαϊκά πρωταθλήματα με τον χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας των ομάδων, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στο ότι η ηλικία στην οποία αποχωρούν τα ταλέντα τους γίνεται όλο και μικρότερη.
Το αύριο
Το παράδοξο είναι ότι σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, οι σύλλογοι, κυρίως της πρώην Γιουγκοσλαβίας, στα άλλα αθλήματα έχουν κρατήσει τη δυναμική τους. «Το επιχείρημα ότι αυτό οφείλεται καθαρά στη διάσπαση των χωρών δεν ευσταθεί όταν εξετάζετε άλλα αθλήματα όπως το μπάσκετ, το πόλο, το χάντμπολ. Αυτές οι χώρες εξακολουθούν να παραμένουν πολύ ισχυρές στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και δεν τις έχει επηρεάσει με τον ίδιο τρόπο», λέει ο Μιλς. «Τα καλύτερα παραδείγματα είναι τα έθνη που συμμαζεύτηκαν γρήγορα και εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Πολωνία. Η Τσεχία είναι λίγο διαφορετική, καθώς και η Τσεχοσλοβακία κόπηκε στη μέση, αλλά είχε μια πιο ομαλή μετάβαση και οι σύλλογοί της άντεξαν αρκετά καλά».
Η ουσία είναι ότι δύσκολα υπάρχει μέλλον για τις ομάδες από την Ανατολική Ευρώπη στο Champions League, με δεδομένο και τον αποκλεισμό της Ρωσίας εξαιτίας του πολέμου. Η φετινή παρουσία της Σαχτάρ στον όμιλό της 3η πίσω από την Μπαρτσελόνα και την Πόρτο παρά το γεγονός ότι έπαιζε εκτός Ουκρανίας, μάλλον αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα τον οποίο επιβεβαίωσε ο Ερυθρός Αστέρας που έμεινε με μόλις έναν βαθμό στο δικό του όμιλο.
Οι «ερυθρόλευκοι» του Βελιγραδίου μπορούν να καυχιόνται ότι έχουν στην τροπαιοθήκη τους ένα Champions League, γνωρίζουν όμως πολύ καλά ότι δύσκολα θα μπορέσουν να βρεθούν ξανά, έστω στη νοκ άουτ, φάση της διοργάνωσης στο μέλλον…