Η διαθεσιμότητα ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 28% κάτω από τον μέσο όρο των 5 ετών
Μετά τις χαμηλές αποδόσεις ρεκόρ στις μεγαλύτερες χώρες παραγωγής ελαιολάδου της ΕΕ, η ευρωπαϊκή παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά τη σεζόν 2023/24 (Οκτώβριος 2023–Σεπτέμβριος 2024).
Ωστόσο, παρά την ανάκαμψη της παραγωγής ελαιολάδου της ΕΕ την περίοδο 2023/24, τόσο η εγχώρια ζήτηση όσο και η εξαγωγική ζήτηση στην ΕΕ συνεχίζουν να υποφέρουν από υψηλές τιμές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις εαρινές βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις της Επιτροπής, αν και η παραγωγή έχει αποδειχθεί ότι έχει αυξηθεί κατά 7%, θα παραμείνει στους 1,5 εκατ. τόνους και η διαθεσιμότητα ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι 28% κάτω από το 5- μέσος όρος έτους.
Πότε θα ξεκαθαρίσει το τοπίο;
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τελευταίας περιόδου είναι η επιβράδυνση των εμπορικών συναλλαγών, με αργές πωλήσεις, με μειωμένη προσφορά και τις τιμές να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Αυτό οδηγεί τους καταναλωτές να στραφούν σε άλλα έλαια και λίπη και να μειώσουν τη συνολική τους κατανάλωση ελαιολάδου. Ως αποτέλεσμα, η κατανάλωση στην ΕΕ μπορεί να χαρακτηριστεί ως η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί το 2023/24.
Ωστόσο, γενικές εκτιμήσεις για την επερχόμενη παραγωγή αναμένονται μέχρι τα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου, οπότε και θα έχει προχωρήσει η ανθοφορία και η καρποφορία των ελαιόδεντρων. Αυτή η εκτίμηση της συγκομιδής και της παραγωγής είναι που θα καθορίσει, σε κάποιο βαθμό, την εξέλιξη των τιμών.
Ωστόσο, οποιεσδήποτε αλλαγές τιμών που θα μπορούσαν να αυξήσουν τη ζήτηση θα χρειαστούν λίγο χρόνο μέχρι να αντιστραφεί η τρέχουσα τάση.
Αποθεματικά
Η ανάκαμψη της παραγωγής οφείλεται κυρίως στην αύξηση κατά 37% στην Ιταλία (που βρίσκεται στον ετήσιο κύκλο καρποφορίας), σε αύξηση 27% στην Ισπανία και σε αύξηση 19% στην Πορτογαλία (η οποία είναι η δεύτερη υψηλότερη στην καταγραφή). Αντίθετα, σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής, δυσμενείς ήταν οι εξελίξεις στην Ελλάδα, της οποίας η παραγωγή μειώθηκε κατά 55% λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών σε συνδυασμό με την αναφερόμενη εμφάνιση παρασίτων.
Ομοίως, οι παρασιτικές και μυκητιακές ασθένειες καθιστούν δύσκολη την περαιτέρω αναζωογόνηση της παραγωγής και σε άλλες χώρες. Αυτή η περιορισμένη ανάκαμψη, σε συνδυασμό με τα αρχικά αποθέματα κάτω του μέσου όρου (406.000 τόνοι), σημαίνει ότι η διαθεσιμότητα ελαιολάδου το 2023/2024 θα είναι η χαμηλότερη στη βραχυπρόθεσμη περίοδο (1,9 εκατομμύρια τόνοι, 28% κάτω από τον μέσο όρο της πενταετίας).
«Ενώ τα αρχικά επίπεδα αποθεμάτων μπορεί να φαίνονται υψηλά, αυτό οφείλεται κυρίως στη μειωμένη ζήτηση – τόσο στην ΕΕ όσο και παγκοσμίως», επισημαίνει η Επιτροπή στην έκθεσή της.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές, τα τελικά αποθέματα αναμένεται να μειωθούν στους 365.000 τόνους λόγω της ανάκαμψης των εισαγωγών από παραδοσιακούς εμπορικούς εταίρους όπως η Τυνησία και η Τουρκία, αλλά και παραγωγοί όπως η Αργεντινή και η Χιλή.
Τα τελευταία στοιχεία της Επιτροπής δείχνουν ότι οι τιμές σε όλες τις κατηγορίες σταμάτησαν να αυξάνονται τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά παραμένουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο της πενταετίας.
Για παράδειγμα, οι τιμές παραγωγού ελαιολάδου στη Χαέν στις κατηγορίες έξτρα παρθένου, παρθένου και λαμπάδας στα τέλη Μαρτίου εξακολουθούσαν να είναι 2,5-2,7 φορές υψηλότερες από τον μέσο όρο της πενταετίας την ίδια περίοδο.
Μειωμένη κατανάλωση κατά 20%
Οι υψηλές τιμές παραγωγού, και επομένως οι τιμές καταναλωτή, ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να στραφούν σε φθηνότερα βρώσιμα έλαια ή να μειώσουν την ποσότητα ή/και τη συχνότητα των αγορών ελαιολάδου.
Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής, η κατανάλωση ελαιολάδου στην ΕΕ μειώθηκε κατά περίπου 20% την τελευταία περίοδο εμπορίας.
Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση τόσο στις κύριες χώρες παραγωγής όσο και στην υπόλοιπη ΕΕ θα μπορούσε να μειωθεί κατά 3% ακόμη, φθάνοντας σε ιστορικό χαμηλό κάτω από 1,2 εκατομμύρια τόνους. Παράλληλα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να μειωθεί τη σεζόν 2023/24 στα 2,6 κιλά, μείωση 19,2% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της πενταετίας.
Εξαγωγή
Η μειωμένη κατανάλωση που εκτιμά η Επιτροπή επηρεάζει τις εξαγωγές της ΕΕ, οι οποίες μειώθηκαν κατά 14% τον Οκτώβριο-Φεβρουάριο (ειδικά σε ασιατικές αγορές όπως η Κίνα και η Ιαπωνία, ενώ στις ΗΠΑ παρέμειναν σταθερές – αν και χαμηλές). Ως εκ τούτου, οι εξαγωγές της ΕΕ εκτιμάται ότι θα μειωθούν κατά περίπου 10% τη σεζόν 2023/24.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ θα παραμείνει ελκυστική αγορά για εισαγωγές, τόσο λόγω της χαμηλότερης εγχώριας διαθεσιμότητας όσο και των υψηλότερων τιμών. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι εισαγωγές αναμένεται να φτάσουν τις 200.000. τόνους έως το τέλος του τρέχοντος καλλιεργητικού έτους (αύξηση 20% την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2023 έως τον Φεβρουάριο του 2024).
Πηγή: ΟΤ