Την ίδια ώρα που ο Εντι Ράμα μιλούσε σε ομοεθνείς του στο κατάμεστο πάλαι ποτέ Ολυμπιακό Γυμναστήριο του Γαλατσίου (και νυν Christmas Theatre) μια μικρή συντροφιά μεταπτυχιακών φοιτητών έπαιρνε το πρωινό της σε ένα καφέ του βόρειου Λονδίνου. Κάποια στιγμή η σερβιτόρος, πιο πολύ από καλοπροαίρετη περιέργεια, τους ρώτησε ποια είναι αυτή η «παράξενη» γλώσσα που μιλάνε και από πού είναι, αν φυσικά δεν γίνεται «φρικτά αδιάκριτη», όπως έσπευσε να συμπληρώσει. «Ελληνικά είναι. Ελληνες είμαστε», ήταν η αυθόρμητη απάντηση που πήρε, ανάμεσα σε γέλια και διαφορετικές, καθησυχαστικές εκδοχές του «no problem».
Οι σπουδαστές, αγόρια και κορίτσια κοντά στα 25, τυπικά είχαν πει την αλήθεια. Μιλούσαν ελληνικά, είχαν ελληνικές ταυτότητες και διαβατήρια, με το γράμμα του νόμου ήταν Ελληνες πολίτες, δεν χωρούσε καμία αμφιβολία για αυτό. Ομως, εκείνο που τους ένωνε και τους είχε φέρει κοντά μέσα στο χάος της βρετανικής μεγαλούπολης ήταν μια λεπτομέρεια που κρατούσαν για τους εαυτούς τους και λιγοστούς έμπιστους φίλους: οι γονείς τους είχαν γεννηθεί στην Αλβανία, οι ίδιοι μιλούσαν και αλβανικά, ενώ οι αναμνήσεις από τις καλοκαιρινές επισκέψεις στον παππού και στη γιαγιά στα Τίρανα, στους Αγίους Σαράντα ή στο Δυρράχιο δεν είχαν ξεθωριάσει ακόμα.
Η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού της Αλβανίας να απευθυνθεί στους χιλιάδες συμπατριώτες του που ζουν κι εργάζονται στην Αθήνα δεν πρόσθεσε μόνο ακόμα μερικά σύννεφα στον ήδη γκριζωπό ουρανό των ελληνοαλβανικών σχέσεων, αλλά μας δίνει την ευκαιρία να φωτίσουμε λίγο περισσότερο το περίπλοκο θέμα της εθνικής ταυτότητας στους δεύτερης γενιάς μετανάστες αλβανικής καταγωγής, δηλαδή σε όλα εκείνα τα παιδιά που είτε τα έφεραν μαζί τους σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς τους με το άνοιγμα των συνόρων στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ή γεννήθηκαν στην Ελλάδα από γονείς με αλβανικά διαβατήρια. Ο ελληνικής καταγωγής συγγραφέας Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, γεννημένος το 1988 στη Χειμάρρα και μεγαλωμένος στη Σκάλα Λακωνίας, γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό από το μυθιστόρημα «Χάθηκε βελόνι» (Μεταίχμιο, 2021, υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος) μου λέει ότι τον εξέπληξαν οι αρνητικές αντιδράσεις για την επίσκεψη Ράμα. «Ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα ζει μια τεράστια αλβανική κοινότητα. Εχω φίλους που πήγαν στο Γαλάτσι κι ένιωσαν ψυχική ανάταση, μιλάμε για ανθρώπους που δεν αισθάνονται την παραμικρή εχθρότητα, αγαπούν, λατρεύουν την Ελλάδα, μιλούν ελληνικά. Να μην παραβλέπουμε επίσης ότι όπως και η Ελλάδα, έτσι και η Αλβανία υποφέρει από το δικό της και ίσως ακόμα οξύτερο brain drain και προσπαθεί να επαναπατρίσει νέους Αλβανούς που ζουν στο εξωτερικό».
Ο Ενο Αγκόλλι γεννήθηκε στην Κορυτσά το 1994 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Η ποιητική του συλλογή «Ποιητικό αίτιο» (εκδόσεις Εντευκτήριο, 2015) τιμήθηκε με το Βραβείο Βαρβέρη και ύστερα από σπουδές φιλοσοφίας σε Σικάγο, Κέμπριτζ και Κονέκτικατ σήμερα είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς των ΗΠΑ. Τον ρωτάω αν θα πήγαινε στη συγκέντρωση του Ράμα στην Αθήνα αν δεν ζούσε στην Αμερική. «Στον βαθμό που θα παρακινούμουν να πάω να παρακολουθήσω ομιλία οποιουδήποτε πολιτικού, ίσως και να πήγαινα. Αλλά δεν αισθάνομαι κάποια ιδιαίτερη παρακίνηση λόγω αλβανικής καταγωγής. Δεν με συγκινεί τόσο η πολιτική σε καθημερινή συχνότητα».
Η αφομοίωση
Μιλώντας με συναδέλφους που παρακολούθησαν από κοντά την ομιλία του Αλβανού πρωθυπουργού στο Γαλάτσι, μου επιβεβαίωσαν αυτό που λέει και ο Γκέζος. Οχι μόνο δεν «διέγνωσαν» ίχνη ανθελληνισμού ανάμεσα στους θεατές αλλά τους έκανε εντύπωση η έλλειψη φανατισμού. Μήπως αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό αφήγημα περί «επιτυχημένης» ένταξης του αλβανικού στοιχείου στην ελληνική κοινωνία δεν είναι και τόσο μακριά από την πραγματικότητα; «Εχω την αίσθηση ότι όταν οι Ελληνες συμπολίτες μου μιλάνε για επιτυχημένη ενσωμάτωση των Αλβανών θέλουν, πλαγίως, να καυχηθούν: “Κοίτα πόσο καλά τα καταφέραμε με τους Αλβανούς, δικό μας επίτευγμα”. Στην πραγματικότητα, όποια ενσωμάτωση επιτεύχθηκε είναι κυρίως επίτευγμα των Αλβανών, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ», επισημαίνει ο Ενο Αγκόλλι, και συμπληρώνει: «Οι Αλβανοί ήρθαν με λίγες πολιτισμικές κόκκινες γραμμές (πιθανότατα λόγω του απομονωτικού κομμουνισμού του Χότζα) και με μια λαχτάρα να παραμείνουν διακριτικοί και μη θορυβώδεις, ίσως από μια μετα-κομμουνιστική αίσθηση ντροπής, δεν ξέρω. Θέλω να σημειώσω και κάτι που συχνά ξεχνάμε σε τέτοιες συζητήσεις: η ενσωμάτωση ενός λαού με τον οποίο μοιραζόμαστε ένα οθωμανικό παρελθόν δεν είναι και τίποτα δύσκολο».
«Η γλώσσα με έκανε Ελληνα κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς», λέει Αλβανός καλλιτέχνης που μεγάλωσε στην Ελλάδα και θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του.
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος έχει διαφορετική άποψη. Τα πράγματα τελικά πήγαν καλά, λέει. «Εμείς παρόλο που ήρθαμε με μια έως ένα βαθμό εδραιωμένη ελληνική συνείδηση και μιλώντας ήδη ελληνικά, αντιμετωπιστήκαμε κυρίως ως Αλβανοί. Εζησα στο πετσί μου τη σταδιακή μεταστροφή της κοινής γνώμης μέσα από την τριβή μου με τους ανθρώπους της καθημερινότητας. Η ίδια η ελληνική κοινωνία ανακάλυπτε με κάποια έκπληξη στην αρχή ότι υπήρχαν Αλβανοί που πρόκοβαν, που σπούδαζαν, που ήταν πολύ επαγγελματίες σε αυτό που έκαναν, που γίνονταν κομμάτι του δικού τους οικογενειακού κάδρου μέσα από ισχυρούς δεσμούς που αναπτύσσονταν ανάμεσα στα δύο μέρη». Το βλέπει τώρα κι από την ανάποδη πλευρά. «Επειδή προέρχομαι από μια περιοχή του αλβανικού νότου με πληθυσμό ελληνικής καταγωγής, η αλληλεπίδρασή μου με το αλβανικό στοιχείο ήταν αρκετά περιορισμένη. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχω αναπτύξει σχέσεις με πολλούς Αλβανούς της Ελλάδας ή και με Αλβανούς που ζουν στα Τίρανα, κάτι που με βοηθάει να κατανοήσω βαθύτερα στοιχεία του εαυτού μου αλλά και των δύο χωρών». Πάντως, ο Ενο Αγκόλλι ακούγεται ανακουφισμένος που ζει σε μια κοινωνία που δεν τον ρωτάει κάθε μέρα πόσο Ελληνας ή πόσο Αλβανός είναι. «Στην περίπτωση της Ελλάδας, νομίζω ότι η προσδοκία να ενσωματωθούμε πλήρως, βαθιά, και με κόστος την αλβανική πολιτιστική μας κληρονομιά, ήταν άτεγκτη. Τουλάχιστον έτσι το βίωσα εγώ. Και το διαπιστώνω αυτό καλύτερα τώρα ζώντας στις ΗΠΑ όπου δεν υπάρχουν τόσο έντονες αξιώσεις πλήρους ενσωμάτωσης».
Η δρ Εντα Γκέμη, πολιτική κοινωνιολόγος με εξειδίκευση στη διακυβέρνηση της μετανάστευσης και την κοινωνική ένταξη, καταλαβαίνει πολύ καλά τι λέει ο Ενο Αγκόλλι. Διάβασε, σπούδασε και σήμερα ερευνά, διδάσκει και γράφει πολύ πάνω στα θέματα αυτά λόγω και της προσωπικής της ιστορίας. Γεννημένη και μεγαλωμένη σε ένα σπάνιο για τα δεδομένα της Αλβανίας του Χότζα φιλελεύθερο και φιλοδυτικό οικογενειακό περιβάλλον, η Εντα Γκέμη ήρθε στην Ελλάδα το 1991, τρεις μόλις μέρες αφού είχε πάρει το πτυχίο στα χέρια της. Σήμερα αναπτύσσει έντονη ακαδημαϊκή δράση σε πανεπιστήμια των Τιράνων, ενώ παράλληλα είναι εξωτερική επιστημονική συνεργάτις του ΕΛΙΑΜΕΠ εδώ στην Αθήνα. «Η ένταξη των Αλβανών στην Ελλάδα είχε τα χαρακτηριστικά μίμησης», λέει στην «Κ». Τι σημαίνει αυτό; «Σημαίνει ότι αλλάζω κάποια επιφανειακά στοιχεία της δικής μου ταυτότητας για να γίνω αποδεκτός από τον ισχυρότερο. Επομένως και η ένταξη είναι τελικά επιφανειακή, δεν υφίσταται στην πραγματικότητα».
Το βάρος αυτών των ανισορροπιών πέφτει μοιραία στις πλάτες της επόμενης γενιάς, υπογραμμίζει η Εντα Γκέμη. «Τα παιδιά των πρώτων μεταναστών υιοθέτησαν μεταμφιεσμένες ταυτότητες, προσπάθησαν, για παράδειγμα, να αλλάξουν τα ονόματά τους για να ακούγονται πιο “ελληνικά”, υποτίμησαν ή έκρυψαν στοιχεία της οικογενειακής τους ταυτότητας για να απαλλαγούν από το “στίγμα” από το οποίο υπέφεραν οι γονείς τους. Σίγουρα η Αλβανία δεν είναι η χώρα τους, αισθάνονται πολύ περισσότερο Ελληνες αλλά συχνά κουράζονται από τη διαρκή προσπάθεια να μεταμφιέζονται, να κρύβονται για να μην αποκαλυφθεί η αλβανική τους καταγωγή και υποστούν ρατσισμό και με την πρώτη ευκαιρία φεύγουν για μια τρίτη χώρα στο εξωτερικό όπου τελικά δημιουργούν μια νέα, υβριδική ταυτότητα, ούτε ακριβώς Ελληνας, ούτε Αλβανός, όπου όμως επιτέλους μπορούν να μιλήσουν ανοιχτά για την αλβανική τους καταγωγή χωρίς όλο εκείνο το ψυχικό βάρος που κουβαλούσαν στην Ελλάδα».
«Η Ελλάδα με άγχωνε»
Οντως, σύμφωνα με επίσημες καταγραφές, μεγάλος αριθμός Αλβανών δεύτερης γενιάς, νέοι ηλικίας 18 έως 35 ετών, εγκατέλειψαν την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας του 2010 για να ζήσουν σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης. Διέθεταν ελληνική ιθαγένεια και διαβατήριο και αυτό έκανε την απόφαση πιο εύκολη. Η μεταφράστρια, διοργανώτρια πολιτιστικών εκδηλώσεων και μόνιμη κάτοικος Βρυξελλών σήμερα Ελεάνα Ζιάκου πρόλαβε να φύγει για το Βέλγιο πριν από την κρίση (2009) όχι γιατί έβλεπε αυτό που ερχόταν αλλά γιατί, όπως λέει, η Ελλάδα την άγχωνε. «Και να ήθελα να νιώσω Ελληνίδα δεν μου το επέτρεπαν. Ανήκω σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που βίωσαν την ταυτότητά τους ως πρόβλημα. Και γι’ αυτό έφυγα». Τι κι αν το πατρικό της βρισκόταν στα ελληνοαλβανικά σύνορα; Στην Ελλάδα θα ήταν πάντα Αλβανίδα. «Κι εν μέρει είμαι, γιατί εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, εκεί πήγα σχολείο. Ποτέ δεν έκοψα τους δεσμούς μου με τη χώρα και συμμετέχω ενεργά στα πολιτιστικά της δρώμενα. Για να είμαι ειλικρινής την ελληνική μου ταυτότητα τη βίωσα και τη βιώνω πιο πολύ εδώ στο Βέλγιο, μακριά απά την Ελλάδα και την Αλβανία». Οσο για τα περί «επιτυχημένης ενσωμάτωσης» των Αλβανών πολιτών στην Ελλάδα σίγουρα πιστεύει ότι τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα σε σχέση με το «άγριο», όπως λέει, παρελθόν. «Ομως, πραγματικά επιτυχημένη ενσωμάτωση θα υπάρξει τη στιγμή που ένας Ελληνας πολίτης αλβανικής καταγωγής θα μπορέσει να αναλάβει υψηλό αξίωμα χωρίς να αποτελεί είδηση η καταγωγή του».
Ο Ενο Αγκόλλι υποστηρίζει ότι η Ελλάδα ποτέ και επ’ ουδενί δεν ενθάρρυνε μια πραγματική σύνδεση. «Ποτέ δεν είχαμε μάθημα αλβανικών στα σχολεία. Ποτέ χώρους για Αλβανούς. Ποτέ γιορτές σχετικές, το φαντάζεστε; Να γιορτάζουν οι Αλβανοί δημοσίως κάποια εθνική τους επέτειο σε ελληνική πλατεία;».
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος πιστεύει ότι παρά τη βελτίωση του κλίματος ανάμεσα στους ανθρώπους βρισκόμαστε ακόμα μακριά από τις προοπτικές που ο ίδιος βλέπει ότι υπάρχουν για τις σχέσεις των δύο λαών. «Σίγουρα επιβιώνουν εκατέρωθεν καχυποψία, επιφυλακτικότητα και στερεότυπα, αλλά θεωρώ πως δεν υπάρχουν αγεφύρωτα χάσματα όπως με την Τουρκία, για παράδειγμα». Αλλά, σίγουρα, τα πράγματα αλλάζουν σταθερά προς το καλύτερο, συμπληρώνει. «Αν μπείτε στο TikTok η αίσθηση που αποκομίζεις σήμερα είναι ότι πια το να εκφράζει κάποιος ελεύθερα την αλβανική του ταυτότητα ή καταγωγή είναι κουλ στοιχείο, δεν υπάρχει η ντροπή ή ο φόβος του ρατσισμού». Στρέφομαι στην Ελεάνα Ζιάκου για να τη ρωτήσω αν θα πήγαινε να ακούσει τον Ράμα ή άλλον Αλβανό πολιτικό εάν βρισκόταν στην Αθήνα. «Ναι, γιατί όχι, θα πήγαινα, ειδικά σε ομιλία πρωθυπουργού». Οσο για την Εντα Γκέμη είναι λίγο πιο επιφυλακτική. «Νομίζω το μήνυμα που ήθελε να περάσει ο Ράμα δεν είχε σε μεγάλο βαθμό σχέση με τους ίδιους τους μετανάστες. Αλλά οι Αλβανοί στην Ελλάδα συνεχίζουν να έχουν πραγματικά προβλήματα που έχουν να κάνουν κυρίως με τις άδειες παραμονής και τις συντάξεις».
Τελικά, Ελληνας αλβανικής καταγωγής ή Αλβανός ελληνικής καταγωγής ή τίποτα από τα δύο; «Η γλώσσα είναι τεράστιο και άτιμο πράγμα», μου λέει ένας Αλβανός καλλιτέχνης που μεγάλωσε στην Ελλάδα και θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Η γλώσσα με έκανε Ελληνα κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς».
Φωτογραφία: Αλβανοί ομογενείς έξω από το Christmas Theater στο Γαλάτσι, όπου μίλησε ο Εντι Ράμα την Κυριακή. Μπορεί η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού της Αλβανίας να φόρτισε λίγο περισσότερο τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, ωστόσο δίνει την ευκαιρία να φωτίσουμε το περίπλοκο θέμα της εθνικής ταυτότητας στους δεύτερης γενιάς μετανάστες αλβανικής καταγωγής. [INTIME NEWS]