«Η κωμωδία είναι το πεπρωμένο μας», λέει ο Fr Βασίλης Παπαβασιλείου, που θα καταπιαστεί με δύο κωμωδίες αυτόν τον χειμώνα. Δάσκαλος του είδους, μας έχει χαρίσει πολλές καλές στιγμές και δεν κρύβει ότι το απολαμβάνει. «Πιστεύω ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από έναν κωμικό θεό».
Οι φετινές παραστάσεις περιλαμβάνουν «Ο Ιμπρεσάριος της Σμύρνης» του Γκολντενώνη που θα ανέβει στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στις 26 του μήνα και «Δύο Σφεντόνες» του Ευγένιου Λάμπη, αργότερα στο Θέατρο Τέχνης.
Μισός αιώνας ζωής στο θέατρο και σε αυτό το διάστημα φρόντισε, όπως λέει στην «Κ», να διατηρήσει εμμονή και αγάπη, που είναι καλά γιατί μας κρατούν όρθιους. «Είναι ωραίο να μη νομίζεις ότι το θέατρο ξεκινά από σένα». Λέει επίσης στους νεότερους: «Τους εξηγώ ότι είναι καλύτερα να νιώθουν ότι τους περιμένει μια αγκαλιά».
Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και συγγραφέας, έζησε πολλές περιπέτειες στο θέατρο. «Συχνά πιστεύουμε ότι το θέατρο είναι πασαρέλα. Ναι, αλλά δεν κρατάει πολύ και πρέπει να συμβιβαστείς με την περιπέτεια της ζωής. Διαφορετικά θα ζήσεις μέχρι τα 30, αλλιώς θα ζήσεις μέχρι τα 60 ή τα 80».
Ο ίδιος, σε ηλικία 74 ετών, λέει κατηγορηματικά: «Δεν υπάρχει συνταξιοδότηση ανθρώπων της σκηνής και δεν τους καταλαβαίνω ποτέ, αν και σέβομαι τους συνταξιούχους από το επάγγελμά τους. Πιστεύω ότι εάν έχετε ευλογία με διάρκεια ζωής ή υγεία, δεν χρειάζεται να αποσυρθείτε. Επιπλέον θεωρώ κτήμα του έθνους τους ηθοποιούς που έχουν φτάσει σε κάποια ηλικία. Ποιος ήταν ο Μινωτής, καλός ηθοποιός; Όχι, ήταν μέρος της ελληνικής περιουσίας. Ο Βεάκης επίσης».
Ξέρει, βέβαια, ότι ζούμε σε μια εποχή αχαλίνωτου νιότη. «Όλοι είναι νέοι επιθυμητοί γιατί βοηθούν οι νόμοι της κατανάλωσης και της καταναλώσεως των πραγμάτων. Είμαστε λοιπόν μέσα, αλλά το θέατρο μπορεί να είναι η δύναμη αντίστασης που χρειάζεται ένας άνθρωπος. Δεν χρειαζόμαστε περισσότερη επικοινωνία, χρειαζόμαστε περισσότερη αντίσταση στο παρόν».
Τι είναι αυτό με τον Ιταλό κωμικό που τον συγκινεί και του επιτίθεται για έκτη φορά; «Ο Γκολντόνι είναι ο σύντροφος της ζωής μου», απαντά. «Έζησε καβάλα τον χρόνο, πίστεψε στην παράδοση, τη μεταρρυθμίστηκε, αναγκάστηκε να φύγει από τη Βενετία για να ζήσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της στη Γαλλία, συγκρούστηκε με άλλες απόψεις και βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση με τη γεύση της κοινής γνώμης».
Στο «The Impresario of Smyrna», που γράφτηκε το 1757, μέσα από μια απλή υπόθεση παρακολουθούμε τα παρασκηνιακά καυχησιολογικά και αλαζονικά ξεσπάσματα των καλλιτεχνών, αλλά και τον εύθραυστο ρομαντισμό τους. Ο Αλή, ένας πλούσιος έμπορος από τη Σμύρνη, θέλει να προσλάβει τραγουδιστές για να παρουσιάσουν μια όπερα στην πόλη του και απευθύνεται σε δύο πράκτορες για να οργανώσουν τον θίασο του. «Το έργο μιλά για την αρχή του μουσικού θεάτρου. Αρχίζει η συστηματοποίηση της όπερας. Αυτοί που επιστρατεύονται για να ταξιδέψουν από τη Βενετία στη Σμύρνη είναι ημιτελείς καλλιτέχνες. Τι λέγαμε: ψώνια και νούμερα. Ο συγκροτούμενος θίασος ετοιμάζεται να πλεύσει στη Σμύρνη, την εξωτική Ανατολή, και βιώνει μια ανώμαλη προσγείωση, την άρνηση. Όπως λέει τελικά ο Γκολντόνι για τους καλλιτέχνες, «θα ήταν καλύτερα να συνεργαζόμαστε και να συνεργαζόμαστε, ξεχνώντας την πρωτοκαθεδρία του καθενός τους».
Πόσο κοντά είναι σήμερα; Ο Παπαβασιλείου αναφέρεται στις περσινές τάξεις των ηθοποιών για να μεγιστοποιήσουν τις σπουδές τους, θυμίζει ότι κάθε χρόνο 600 νέοι ηθοποιοί αποφοιτούν από σχολές θεάτρου, κάτι που μας δίνει 3.000 παραστάσεις ετησίως!
«Ε, δεν ψηφίζεις κανέναν».
Όλοι είναι νεοεπιθυμητοί γιατί βοηθούν οι νόμοι της κατανάλωσης και της καταναλώσεως των πραγμάτων. Άρα είμαστε μέσα, αλλά το θέατρο μπορεί να είναι δύναμη αντίστασης.
Από την εποχή που περιγράφει ο Goldeny, η συζήτηση στρέφεται στο θέαμα, που κυριαρχεί περισσότερο στη ζωή μας σήμερα παρά τότε. «Σήμερα, το θέατρο αντιμετωπίζει ανταγωνισμό παντού. Δεν είχαμε το φαινόμενο Τραμπ-Πούτιν αυτή τη δεκαετία; Αυτό που εννοώ είναι η δραματοποίηση της πολιτικής. Η κοινωνία του θεάματος δεν υπάρχει χωρίς αυτή την όσμωση. Τι είναι όμως η δημοκρατία; Κατάσταση των σκηνών. Το θέατρο δεν είναι μόνο σκηνή, η πολιτική είναι και σκηνή, η θρησκεία είναι σκηνή, η Δικαιοσύνη είναι επίσης σκηνή, ένας δικηγόρος δεν ανεβάζει παράσταση;».
Ρωτώ τον Β. Παπαβασιλείου ποια ήταν τα συναισθήματά του όταν έμαθε ότι οι άνθρωποι του ΣΥΡΙΖΑ είχαν επιλέξει τις μεθόδους επικοινωνίας του Αγίου. Κασελάκης. Τι περιμένουμε από αυτόν; «Κανείς δεν περιμένει τίποτα. Ο κόσμος παίζει, δεν περιμένει. Είναι μέσα στο παιχνίδι. Παίζει κι αυτός. Λαμβάνω τις ίδιες πληροφορίες με εσάς και όλους τους άλλους. Συζητούν “τι έγινε;” «Ο Κασελλάκης έφυγε», απαντά ο άλλος. Ποιος είναι ο Κασελλάκης; Κανείς. Λοιπόν, δεν ψηφίζεις κανέναν».
Υπάρχει μια διαρκής συζήτηση για το τι αναμένεται από αριστερά και δεξιά σήμερα. «Τίποτα, τίποτα, τίποτα! Υπάρχει μια πραγματικότητα του κόσμου, ανισότητα, προνόμια, όλο αυτό το βάρος και μερικές φορές αφανισμός των ζωών των ανθρώπων, αλλά βλέπετε ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να υπάρξει – όσον αφορά την αριστερά – οποιαδήποτε άρθρωση άλλων λόγων και πράξεων να το διαφοροποιήσουν και να το διαχωρίσουν από την ενιαία κυρίαρχη ιδεολογία που είναι ο πραγματισμός. Η συμμόρφωση, η παράδοση σε αυτό που υπάρχει, δηλαδή το να αποφασίσεις ότι αυτό που σου μένει δεν είναι αλλαγή όπως το φαντάζονταν. Αυτή η προσγείωση είναι η πραγματικότητά μας».
Σήμερα θαυμάζουμε το έργο του Β. Παπαβασιλείου και την ομιλία του. Τι παιδί ήταν όμως στις Σέρρες όπου και μεγάλωσε; «Σε ηλικία πέντε ετών ονειρευόμουν να γίνω πολιτικός. Και πράγματι, να ξεκινήσω ως Πρωθυπουργός. Ο Κασελάκης μπροστά από την εποχή του. Υποσχέθηκα γάμο στις φίλες της μητέρας μου που ήταν λίγο μεγαλύτερες και μετά τις λέγαμε γριά κόρες. Ξεκίνησα να τα ανακαινίζω και είχα φανταστικές συναντήσεις με παίκτες του ΠΑΟΚ, γιατί ήμουν και Παοκτζής. Είπα ότι θα επιτρέψω τη δωρεάν χρήση των κυβερνητικών αυτοκινήτων για κυβερνητικούς αξιωματούχους και τα παιδιά τους. Ο πατέρας μου ήταν γεωπόνος και διευθυντής γεωργίας στο Νομό Σερρών και με έπαιρνε συχνά περιοδείες στα χωριά. Κάποια στιγμή γρύλισε: «Δεν μπαίνεις στο αυτοκίνητο μαζί μου. Ο Παπάγος απαγόρευσε τη χρήση». Άρα ήμουν εναντίον του Παπάγου».
Η φωνή του απαλύνει, σαν να μιλούσε για την απεραντοσύνη του τόπου του και τη λίμνη Κερκίνη που είδε μπροστά του όταν ξύπνησε το πρωί. «Με καθόρισε, όπως και ο παππούς μου. Η γιαγιά μου πέθανε κατά τη γέννηση του πατέρα μου και ο παππούς μου -πρόσφυγας από τον Πόντο- έγινε μητέρα και πατέρας στα παιδιά του όταν έφτασαν στην Ελλάδα. Αργότερα έγινε αρχιμανδρίτης. Ήταν ο μέντοράς μου. Έμαθα να διαβάζω πριν πάω στο σχολείο και όταν ήμουν οκτώ χρονών ανταποκριθήκαμε: «Χαίρομαι που χρησιμοποιήσατε το ρητό: δούλεψε σκληρά όσο είσαι μικρός, για να μην μετανιώσεις μάταια αργότερα». μου έγραψε πολύ σοβαρά. Του χρωστάω που ερωτεύτηκα αυτή τη γλώσσα. Μου διάβασε λήμματα από την εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου, τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, και μου έδωσε φουντούκια για να με δελεάσει.
Στα 17 του ο Βασίλης Παπαβασιλείου αποφάσισε να γνωρίσει τον άντρα που τον γοήτευσε με δύο παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. «Είδα το «Chickens» και το «The Persians» του Kuhn το Σαββατοκύριακο και μετά είπα ότι θα πάω να τον συναντήσω. Είναι καλό να μπαίνεις στην τέχνη από τη στενή πύλη της απόλαυσης. Αν δεν θαυμάσεις, δεν θα σε θαυμάσουν», λέει σήμερα.
Μπήκε στο θέατρο μέσω της Ιατρικής, την οποία τελικά εγκατέλειψε στο δεύτερο και τρίτο έτος των σπουδών του, δίνοντας εξετάσεις στη Δραματική Σχολή Καλλιτεχνικού Θεάτρου. Ως μαθητής έπαιξε στην «Οπερέτα» του Witold Gombrowicz το 1972, αλλά ως 16 ετών ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη σκηνή στις Σέρρες, παίζοντας τον Argan στα γαλλικά στο «The Imaginary Patient» του Μολιέρου σε μια παραγωγή του Γαλλικό Ινστιτούτο.
«Όλοι όσοι είδαν τον Κουν στην πρόβα επωφελήθηκαν. Ενιωσα χαρούμενη. Έζησα εκεί για οκτώ χρόνια, γνωρίζοντας ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Μετά την αναχώρηση, ξεκίνησε η περιπέτεια, αλλάζοντας συχνά επαγγελματικές τοποθεσίες». Έκαναν τη «Σκηνή» με τον Λευτέρη Βογιατζή, τον ίδιο την «Εποχή», ακολούθησε μια περίοδος που διηύθυνε το ΚΘΒΕ, συνεργαζόμενος σε κρατικές σκηνές και τα τελευταία δέκα χρόνια ξανά στο Θέατρο Τέχνης. «Είχα ένα τεράστιο ταξίδι και δεν μπορούσα να το χορτάσω».
Πηγαίνετε στο γράψιμο
Τα τελευταία 15 χρόνια ήταν πολύ δημιουργικά. «Είναι σαν να είμαι φτιαγμένος να αντέχω 60 χρόνια. Τότε βγήκε η γραφή». Είχε προηγηθεί ασκήσεις γραφής, όταν ο φίλος του Χρήστος Μέμης τον παρότρυνε να αρθρογραφήσει στα «ΝΕΑ». «Έκανα «καταχωρήσεις» για τρία χρόνια και αυτό με έκανε να συμφιλιωθώ με το «κάθομαι να γράψω». Με όλα αυτά συνδέεται ο Φωκίων, ο ήρωας των έργων του «Τρία χρόνια μετά το σιχτίρ ευρώ, λοχδραχμή» και «Τους ζούς λύσατε». Θα υπάρξει συνέχεια; «Τώρα είμαι στη φάση που θέλω να σκηνοθετήσω». Ο ίδιος δηλώνει «λάτρης του παρόντος» και σχολιάζει για την 50χρονη διαδρομή του ότι «ήταν σε συνεχή αντίδραση στα παγκόσμια γεγονότα. «Φυσικά, ήξερα και την ώρα της απομόνωσης, αλλά χρειαζόμουν τον θόρυβο του κόσμου».
Η σχέση του με το Διαδίκτυο είναι ελεγχόμενη. «Δεν θέλω να με βομβαρδίζουν με μηνύματα για τα οποία δεν ρωτάω. Γιατί κάποια στιγμή, ο πληθωρισμός των ειδήσεων προκαλεί ατροφία της συνείδησης. Είναι αδύνατο να αφομοιώσεις τόσες πολλές πληροφορίες».