Από τις αρχές Οκτωβρίου 1965 έως τον Φεβρουάριο του 1968 υπηρέτησα στον Ελληνικό Στρατό ως έφεδρος αξιωματικός καταδρομέας.
Τολμώ να γράψω για ένα γεγονός που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 13 Δεκεμβρίου 1967 και που με σημάδεψε αργότερα στη ζωή μου…
Μετά από ένα χρόνο υπηρεσίας στην Κύπρο, σε μυστική αποστολή με το όνομα Χριστοδουλίδης Αλέξανδρος, επέστρεψα σπίτι από την Πάφο και περίμενα να πάρω το επιθυμητό στρατιωτικό δίπλωμα. Το γραφείο στρατολόγησης στην Αθήνα μου έδωσε εφεδρεία 100 ημερών για να πάω στο Άργος Ορεστικός, όπου βρισκόταν η μονάδα μου, η 2η Μοίρα Καταδρομών. Η ημερομηνία ήταν 24 Οκτωβρίου 1967. Και έτσι έγινε. Όταν έφτασα, διοικητής μου ήταν ο διακεκριμένος αξιωματικός Ράπτης Δημήτριος, αν θυμάμαι καλά, ένας αντισυνταγματάρχης, με το παρατσούκλι «Μήτσος». Εκεί πέρασε την ώρα με ενέδρες και γυμναστική, πυροβολισμούς κτλ. Ώσπου ένα βράδυ του Νοέμβρη στις 10 μ.μ. καλεί όλους τους αξιωματικούς και μας ανακοινώνει «Πύργος (1)», σήμα που αναφέρεται σε επεισόδια με τους Τούρκους στην Κύπρο και. να είσαι σε επιφυλακή.
Στις 23:00 επαναλαμβάνεται το σήμα «Πύργος (2)», οπότε αρχίσαμε να προετοιμαζόμαστε για αποστολή στην Αλεξανδρούπολη και από εκεί στην Κύπρο. Έτσι έγινε. Στη 1 τα ξημερώματα ακούστηκε το σήμα «Πύργος (3)». Αυτό σήμαινε πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας… Η καρδιά μου φτερούγισε. Αυτό που παρατήρησα ήταν ο προβληματισμός και η μουρμούρα των αξιωματικών. Μπήκαμε στα φορτηγά James και φύγαμε. Τα ξημερώματα έξω από τη Θεσσαλονίκη λάβαμε σήμα και οδηγηθήκαμε στο Γ' Σώμα Στρατού, όπου βρισκόταν η βάση μας.
Πέρασε ο καιρός και δεν είχαμε σωστή προπόνηση ράλι. Ένα πρωί του Δεκέμβρη, μου λέει ο διοικητής μου: «Αμερικανοί (έτσι με έλεγε γιατί είμαι κοντόμαλλος γουλί – έτσι έκαναν στην Κύπρο), πάρτε μια διμοιρία και πηγαίνετε στη Ρεντίνα για να διαλυθούν οι καταδρομείς. ” Πήρα λοιπόν τη διμοιρία στον «Τζέιμς» και στον Δραμινό δόκιμο. Εδώ ιδρύσαμε λύκεια όπως τα ξέρουμε. Ο καιρός πέρασε έτσι μέχρι που ήρθε η 13η Δεκεμβρίου 1967.
Είναι μεσημέρι, πάω στο κλαμπ να φάω κάτι και στη μία, αν θυμάμαι καλά, ο υπολοχαγός άνοιξε το ραδιόφωνο και εκεί που τρώγαμε, το ραδιόφωνο άρχισε να μεταδίδει το βασιλικό κήρυγμα από τη Λάρισα. Από ότι ακούσαμε, μείναμε με πολλές απορίες. Ωστόσο, κανείς δεν τόλμησε να πει το πιο σημαντικό. Με ποιον είμαστε τώρα, με τη χούντα ή τον βασιλιά; Μουγγαμάρα. Δεν προλάβαμε καν να πάρουμε εντολές διευκρίνισης των ερωτήσεών μας και η Ρεντίνα έλαβε τηλεφωνικό σήμα από το Γ' Σώμα Στρατού. Ο διοικητής του Ράπτη Δημήτριος με πληροφορεί ότι το απόγευμα στρατηγοί φτάνουν από την Καβάλα προς άγνωστη κατεύθυνση, από Θεσσαλονίκη ή Αθήνα, και ότι πρέπει να τους σταματήσω, να τους πάω στη Ρεντίνα και να τον ενημερώσω…
Παίρνω λοιπόν έναν δόκιμο και οργανώνω «ενέδρα».
Μασκοφόρος, με εντολή του δόκιμου να μην πυροβολήσει το τουφέκι του αν δεν συμβεί κάποιο επεισόδιο, βγήκα στο δρόμο και περίμενα. Κατά τις 6:00 μ.μ. βλέπω μια πορεία. Μπροστά ένα τζιπ με λοχαγό, στρατιώτης με πολυβόλο Μπράουνινγκ, πίσω από τη μαύρη λιμουζίνα των στρατηγών και πίσω από ένα στρατιωτικό λεωφορείο με όπλα και στρατιώτες στα παράθυρα, δεξιά και αριστερά. Τους δίνω ένα σήμα. Ο καπετάνιος σταματά το τζιπ. Πηγαίνω, χαιρετώ τους στρατηγούς χωρίς να τους δω γιατί τα τζάμια ήταν φιμέ και συνεχίζω να απευθύνομαι στον καπετάνιο. Του ανακοινώνω την εντολή του διοικητή μου. Ο λοχαγός διατάζει αμέσως τον στρατιώτη να μου δείξει το χάλκινο. Αρπάζει τον μπερέ μου και τον πετάει. Του λέω ότι έχει σημαδευτεί από έναν ελεύθερο σκοπευτή και δεν θα μπορεί να “κιχ”. Είχα δώσει προηγουμένως εντολή στον μαθητή να μην προβεί σε καμία ενέργεια αν δεν του έπεφτε το πρώτο τουφέκι. Το μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται γρήγορα, αλλά η φωνή του καπετάνιου με επανέφερε στην πραγματικότητα: «Μπείτε στο τζιπ, καλό παιδί». Η μόνη αναίμακτη λύση για μένα ήταν να σηκωθώ και να διώξω το κακό από μέσα. Με όμηρο εμένα ξεκινά η πορεία προς τη Θεσσαλονίκη. Ο δόκιμος, βλέποντας όλο το περιστατικό, πλησιάζει τη Ρεντίνα και αναφέρεται στον Ράπτη τηλεφωνικά. Παίρνει δύο διμοιρίες και πηγαίνει στο Δερβένι να περιμένει την πομπή.
Μετά από μια βόλτα 20 χιλιομέτρων κοντά στη Νέα Απολλωνία, ο καπετάνιος με βγάζει από το τζιπ λέγοντας «βγες έξω… και αν συναντήσω άλλον στο δρόμο, δεν θα κάτσω να μιλήσω». Εν τω μεταξύ, ο δόκιμος λαμβάνει διαταγή να επιστρέψει στο 3ο Σώμα και εγώ επιστρέφω στη Ρεντίνα. Στο δρόμο συναντώ τον δόκιμο με τον «Τζέιμς» και επιστρέφουμε όλοι μαζί στη βάση μας, το Γ’ Σώμα Στρατού. Στο Δερβένι οι καταδρομείς αναχαίτησαν το άγημα και το οδήγησαν στο Γ' Σώμα. Μόλις μπαίνω ακούω ουρλιαχτά από το υπόγειο και βρισιές δ/δ πάνω. Μετά λέω, “Τι συμβαίνει εδώ, είναι τρελό αυτό;” Όχι, μου λέει ο λοχίας, κάτω χτυπούν τον καπετάνιο γιατί σου πέταξε τον μπερέ, και πάνω δ/δι βρίζει τους στρατηγούς με άσχημα λόγια… Στη 1 το μεσημέρι με παίρνει τηλέφωνο ο Ράπτης και μου λέει: «Αμερικάνοι πάνε στον Όλυμπο. Νάουσα και φέρε μας φαγητό και κρασί». Χάθηκα εκεί και λέω μέσα μου «τι γίνεται εδώ;». Παίρνω το τζιπ και πάω στον Όλυμπο Νάουσας να παραγγείλω. Τους λέω: «Παιδιά, αγοράστε σαμπάνια, κρασί και φαγητό για το Γ’ Σώμα Στρατού». Μου λέει ο μάγειρας: «Ποιος θα πληρώσει;». Τους ονομάζω Δεύτερη Μοίρα. Παίρνω λοιπόν τις προμήθειες μου και πηγαίνω πίσω. Μέχρι το πρωί είχαν στήσει ένα κεντρί τόσο μεγάλο που δεν βρίσκω λόγια να το περιγράψω. Το επόμενο πρωί τους συνόδευσαν στην Αθήνα με στρατιωτικό λεωφορείο. Την ίδια στιγμή, η ΚΥΠ παρενέβη και άρχισε να φέρνει αξιωματικούς για ανακρίσεις, αναζητώντας συμμετέχοντες στο κίνημα του βασιλιά.
Είναι 25 Δεκεμβρίου, Χριστούγεννα. Ο διευθυντής Δ/Κ Τσικογιάννης ανέκρινε τους αστυνομικούς που συνελήφθησαν από την ΚΥΠ. Έτυχε να φρουρούσα τον ταγματάρχη εκείνη την ημέρα. Το ανθρωπάκι που μόλις τον είδες του είπες “Είναι δυνατόν;” Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του κελιού του και μου λέει: «Υποπλοίαγε, θα μου φέρεις μια κουβέρτα γιατί κρυώνω;». Εκεί έσπασε η ψυχή μου για την αποστολή μας. Αν απομονωνόμουν, θα έριχνα δάκρυα και κατάρες. Μετά από δύο ακροάσεις με πήρε τηλέφωνο ο Τσικογιάννης και μου είπε «Πες του να έρθει σπίτι». Όταν άνοιξα την πόρτα και τον ενημέρωσα για την απόφαση, κόντεψε να λιποθυμήσει.
Η εμπειρία μου από τη στρατιωτική μου θητεία με έκανε να προβληματιστώ και κατέληξα στο συμπέρασμα: «Η Ελλάδα πρέπει να βασίζεται στους πολίτες της. Ελπίζω τέτοιες αρπαγές εξουσίας που ζήσαμε τότε να μην ξαναγίνουν ποτέ στη χώρα μας.
*Νέα Κρήνη Θεσσαλονίκης