Ο Αλέξανδρος Κορυζής (ή Κοριζής, επίθετο που ενίοτε χρησιμοποιούσε και ο ίδιος στα έγγραφά του) γεννήθηκε στον Πόρο το 1885. Ο πατέρας του Γεώργιος Κορυζής είχε διατελέσει βουλευτής Τροιζηνίας και δήμαρχος Πόρου, ενώ η μητέρα του Αικατερίνη Μισυρλή ήταν ανιψιά του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Ο Κορυζής σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1901-1905), όμως το 1903, σε ηλικία μόλις 18 ετών και πριν από την αποφοίτησή του, προσλήφθηκε στην Εθνική Τράπεζα ως δόκιμος κατώτερος υπάλληλος.
Εκεί διακρίθηκε πολύ σύντομα για τις ικανότητες και την εργατικότητά του, λαμβάνοντας αρκετές προαγωγές σε σύντομο χρονικό διάστημα, ανεβαίνοντας τις βαθμίδες της τραπεζικής ιεραρχίας με πρωτοφανή ταχύτητα. Τα διαδοχικά στάδια εξέλιξής του στην ιεραρχία ήταν τα ακόλουθα: δόκιμος, υπολογιστής, λογιστής, τμηματάρχης, επιθεωρητής, διευθυντής υποκαταστήματος Σμύρνης, διευθυντής κεντρικού καταστήματος.
Ο Κορυζής έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πυροβολικού, καθώς ήταν απόφοιτος της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών. Προβιβάστηκε σε έφεδρο υπολοχαγό και τιμήθηκε για την πολεμική του δράση με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Το 1918 στάλθηκε με ειδική αποστολή στα Ιεροσόλυμα, προκειμένου να ρυθμίσει τα οικονομικά ζητήματα του Πατριαρχείου και του Παναγίου Τάφου.
Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του ο Κορυζής προσπάθησε να παραμείνει εκτός των πολιτικών ανταγωνισμών (Καθημερινή, 9.1.1934, δήλωση Κορυζή) και έτσι κατάφερε να μην επηρεαστεί η επαγγελματική του σταδιοδρομία από τα πάθη του Εθνικού ∆ιχασμού. Ο Κορυζής, με την αντικειμενικότητα που τον διέκρινε στις δοσοληψίες του, κέρδισε πολύ σύντομα την ευρύτερη κοινωνική εκτίμηση ως ένας τίμιος και ευσυνείδητος άνθρωπος του καθήκοντος, με αυξημένες κοινωνικές ευαισθησίες.
Ο Κορυζής στον τραπεζικό τομέα
Από τη σταθεροποίηση της δραχμής στην κρίση του 1932.
Μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το 1919, ο Κορυζής στάλθηκε από την κυβέρνηση ως οικονομικός σύμβουλος του ύπατου αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη για τραπεζικά ζητήματα. Από τη θέση αυτή ο Κορυζής γνωμάτευσε για την ανάγκη ίδρυσης υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας στη Σμύρνη, καθώς αυτό θα αποτελούσε σημαντική βοήθεια στην ύπατη αρμοστεία, θα ρύθμιζε την αγορά συναλλάγματος και θα εκλαμβανόταν ως σημάδι της ακλόνητης πίστης των ελληνικών Αρχών για τη μόνιμη εγκατάσταση της Ελλάδας στη Σμύρνη.
Ο Κορυζής υλοποίησε την τελική απόφαση ίδρυσης του υποκαταστήματος και ορίστηκε διευθυντής του, βοηθώντας με την παρουσία του την ύπατη αρμοστεία και την ελληνική διοίκηση (Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν Βοβολίνη, λήμμα Αλέξανδρος Ζαΐμης, τόμος 4, σ. 260).
Μεσοπολεμικά, ως στενός συνεργάτης του Αλέξανδρου ∆ιομήδη είχε πρωταγωνιστική συμμετοχή στις τραπεζικές διεργασίες για την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος και τη σταθεροποίηση της δραχμής έναντι του διεθνούς συναλλάγματος, η οποία και επιτεύχθηκε τελικά τον Μάιο του 1928 (∆ημήτριος Τσούγκος, Οι οικονομικοί μας ηγέται, Αθήνα 1932, σσ. 112-113). Στις 12 Μαΐου 1928 εκλέχθηκε παμψηφεί υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας από τη γενική συνέλευση των μετόχων της, με διοικητή τον Ιωάννη ∆ροσόπουλο (Καθημερινή, 12.5.1928).
Η επιδημία του δάγκειου πυρετού το καλοκαίρι του 1928 οδήγησε σε κατακόρυφη πτώση την κατανάλωση και το εμπόριο, με αποτέλεσμα ο Εμπορικός Σύλλογος Πειραιά να ζητήσει την κήρυξη χρεοστασίου, να πάψουν δηλαδή οι εμπορικές εταιρείες να εξυπηρετούν τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες για ένα χρονικό διάστημα. Η κυβέρνηση εξέτασε σοβαρά το ζήτημα, αλλά επηρεάστηκε αποφασιστικά από την εισήγηση του Κορυζή, ο οποίος απέρριψε την αίτηση. Στην ανάλυσή του ο Κορυζής αναγνώρισε το πρόβλημα και την επιβράδυνση του εμπορίου, αλλά υπογράμμισε ότι ένα τέτοιου είδους χρεοστάσιο ίσως οδηγούσε την αγορά σε βλάβες και στρεβλώσεις που θα ήταν πολύ δύσκολο να επανορθωθούν. Επίσης παρατήρησε ότι ήδη οι τράπεζες και τα δικαστήρια εφάρμοζαν κάποιου είδους χρεοστάσιο, δίνοντας νέες προθεσμίες και παρατάσεις στους εμπόρους που δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους (Σκριπ, 23.9.1928).
Την τετραετία Βενιζέλου 1928-1932, ο Κορυζής διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού και σύμβουλός του σε ζητήματα αγροτικής πίστης (Εμπρός, 20.2.1930), τραπεζικών ζητημάτων αλλά και φορολογίας. Το μεγάλο ζήτημα που προέκυψε την περίοδο εκείνη μεταξύ κράτους και Εθνικής Τράπεζας, στα τέλη του 1928, ήταν η κυβερνητική πρόθεση να επιβληθεί καταχρηστική φορολογία στο αντίτιμο συνολικής αξίας 1,2 δισ. δρχ. που θα πλήρωνε το κράτος στην Εθνική Τράπεζα για να αποκτήσει τα καλύμματα σε χρυσό για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στις σχετικές διαπραγματεύσεις που έγιναν απευθείας με τον Βενιζέλο, ο Κορυζής είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, με κύριο σκοπό τη διασφάλιση των συμφερόντων και της κεφαλαιακής ισχύος της Εθνικής Τράπεζας, που παρέμενε το ισχυρότερο τραπεζικό ίδρυμα της χώρας και βασικός χρηματοδοτικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας. Με αναλυτικό του πολυσέλιδο υπόμνημα που επέδωσε στον Βενιζέλο από κοινού με τον ∆ροσόπουλο, ο Κορυζής υπογράμμιζε ότι η Εθνική Τράπεζα είχε αναλάβει κοινωνικές υποχρεώσεις έναντι των προσφύγων, αλλά και είχε χρηματοδοτήσει κατά καιρούς το ελληνικό ∆ημόσιο με μεγάλα ποσά. Αυτές οι υποχρεώσεις σε συνδυασμό με την απώλεια του εκδοτικού προνομίου, αλλά και άλλων τραπεζικών προνομίων που πλέον παρέχονταν στην Τράπεζα της Ελλάδος, αθροίζονταν στο συνολικό ποσό των 2 δισ. δρχ. (Εμπρός, 7.1.1929). Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση ζητούσε επιπροσθέτως από την Εθνική Τράπεζα να χρηματοδοτήσει και τη νέα Αγροτική Τράπεζα με συνολικές πιστώσεις άνω των 500 εκατομμυρίων δρχ.
Ο Κορυζής ήταν πολύ συχνά άκαμπτος και απόλυτος στις θέσεις του, έτσι όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου τήρησε ανυποχώρητη στάση στο ζήτημα της φορολογίας του αντιτίμου των καλυμμάτων, ο Κορυζής υπέβαλε την παραίτησή του δημιουργώντας μια μικρή τραπεζική κρίση, ενώ κυκλοφόρησαν φήμες ότι η Εθνική Τράπεζα σταμάτησε να χορηγεί δάνεια. Η κυβέρνηση υποχώρησε προτείνοντας νέο συμβιβασμό και μόνο τότε ο Κορυζής ανακάλεσε την παραίτησή του. Η συμβιβαστική λύση που προκρίθηκε και την οποία τελικά αποδέχθηκε ο Κορυζής ήταν ότι σε σύνολο 560 εκατ. φόρων προς το κράτος, η Εθνική Τράπεζα θα κατέβαλλε αμέσως 110 εκατ. δρχ. μετρητά, 250 εκατ. δρχ. θα δίνονταν στη νέα Αγροτική Τράπεζα και 200 εκατ. δρχ. θα συμψηφίζονταν με παλαιότερα χρέη του κράτους προς την Εθνική Τράπεζα (Μακεδονία, 1.6.1929).
Το 1929 συγκροτήθηκε το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο (ΑΟΣ), που εξελίχθηκε στο σημαντικότερο γνωμοδοτικό όργανο οικονομικής πολιτικής για την εκάστοτε κυβέρνηση. Τους όρους σύστασης και λειτουργίας του οργάνου είχε συντάξει ο Κορυζής και προέβλεπαν όχι μόνο συμβουλευτικές υπηρεσίες προς την εκάστοτε κυβέρνηση, αλλά και ενεργό συμμετοχή στον έλεγχο και στην εκπόνηση νομοσχεδίων οικονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και στενή συνεργασία με τα αρμόδια υπουργεία (Καθημερινή, 22.11.1929).
Τον Μάρτιο του 1931, ο Κορυζής ορίστηκε πρόεδρος του Καπνικού Οργανισμού, του οποίου συνέταξε τις διατάξεις σύστασης, σκοπών και λειτουργίας. Στις διατάξεις αυτές προβλεπόταν ως κύρια αποστολή του η εύρεση αγορών προς πώληση του προϊόντος, αλλά και η διαφήμισή του στο εξωτερικό. Επίσης ο οργανισμός θα μεριμνούσε για εργατικά ζητήματα, θα γνωμοδοτούσε για τις οικονομικές συμφωνίες και συμβάσεις του κλάδου, ενώ ο προϋπολογισμός του που προερχόταν από το κράτος ήταν 20 εκατομμύρια δρχ. (Καθημερινή, 22.3.1931).
Η κατακόρυφη πτώση της τιμής πώλησης των καπνών την άνοιξη του 1931 δημιούργησε μεγάλη κοινωνική αναστάτωση στη Βόρεια Ελλάδα. Η πτώση της τιμής προκλήθηκε από αδιάθετα αποθέματα καπνών που υπήρχαν από την παραγωγή του προηγούμενου έτους και έφεραν όλους τους παραγωγούς σε απόγνωση. Ο Κορυζής μετέβη ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη για να μελετήσει το ζήτημα και να ακούσει παράγοντες της αγοράς, παραγωγούς και φορείς της πόλης. Αμέσως μετά σχεδίασε την κάτωθι πολιτική, που τέθηκε σε εφαρμογή από το κράτος αμέσως: α) να μειωθεί διά νόμου η έκταση των καλλιεργούμενων καπνών, β) να μειωθεί διά νόμου η έκταση καλλιέργειας καπνών το επόμενο έτος, γ) να ταξινομηθούν κατά ποιότητες τα αδιάθετα καπνά και να πουληθούν στο εξωτερικό ως αντάλλαγμα εισαγόμενων προϊόντων, δ) να συναφθεί συμφωνία με γειτονικές καπνοπαραγωγούς χώρες, προκειμένου να ακολουθήσουν όλες την ίδια πολιτική (Καθημερινή, 24.5.1931). Για τις ακαλλιέργητες εκτάσεις ο Κορυζής πρότεινε στους γεωργούς των καπνικών περιοχών να καλλιεργήσουν λαχανικά που έως τότε αγόραζαν σε πολύ υψηλές τιμές, ενώ για το πλεόνασμα κριθαριού που είχε προκύψει, πρότεινε να χρησιμοποιηθεί σε μικρές ποσότητες στην παραγωγή άρτου, ώστε σταδιακά να απορροφηθεί (Μακεδονία, 29.5.1931).
Τον Μάιο του 1932 κορυφώθηκε η ελληνική οικονομική κρίση, καθώς η Ελλάδα έφτασε στο χείλος της χρεοκοπίας και της κήρυξης χρεοστασίου προς τους πιστωτές της. Ο Βενιζέλος ανέθεσε στον Κορυζή να καταρτίσει ένα σχέδιο επιβολής κρατικών μονοπωλίων στο εμπόριο, αλλά ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Παναγής Βουρλούμης ήταν αντίθετος προς ένα τέτοιο ενδεχόμενο και φερόταν έτοιμος να παραιτηθεί. Ο Βενιζέλος βολιδοσκόπησε αυτοπροσώπως τον Κορυζή για να αναλάβει το υπουργείο, αλλά αυτός απέρριψε την πρόταση (Mark Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σσ. 270-274). Στις 7 Μαρτίου 1933, ο Κορυζής ανέλαβε ως τεχνοκράτης τα καθήκοντα του υπουργού Εθνικής Οικονομίας στη μεταβατική κυβέρνηση Οθωναίου κι επίσης συνεργάστηκε με τη διάδοχη κυβέρνηση Τσαλδάρη για τη σύνταξη του προϋπολογισμού ως προς το εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Σε όλη αυτή την περίοδο, ως υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας, παράγοντας της αγοράς, ενεργός διαμορφωτής της οικονομικής πολιτικής του κράτους και διοικητής του «Ευαγγελισμού», ο Κορυζής συγκέντρωνε κατά καιρούς το ακατάσχετο μίσος του ΚΚΕ, το οποίο εκφραζόταν με υβριστικά άρθρα του Ριζοσπάστη, που τον χαρακτήριζε ως μεγαλοκαρχαρία, φασίστα και τοκογλύφο (Ριζοσπάστης, 24.1.1936, 6.1.1934, 31.7.1935).
Η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας
Ιδρυτής και εμψυχωτής της αγροτική πίστης.
Ο Αλέξανδρος Κορυζής ανέλαβε το 1915 τη διοίκηση του τμήματος της αγροτικής πίστης της Εθνικής Τράπεζας, την οποία αναδιοργάνωσε εκ βάθρων ως αυτόνομο οργανισμό, για να μπορέσει να παρακολουθήσει και να χρηματοδοτήσει την πρωτογενή παραγωγή της χώρας. Η ανάγκη για την τραπεζική χρηματοδότηση του γεωργικού τομέα ήταν μεγάλη, καθώς έως τότε οι αγρότες ήταν στο έλεος των κατά τόπους τοκογλύφων, που απομυζούσαν τους κόπους τους στρεβλώνοντας τους όρους παραγωγής, διάθεσης αλλά και ανατιμώντας υπέρμετρα τις τιμές διάθεσης των αγροτικών προϊόντων προς τον τελικό καταναλωτή. Η στρατηγική του Κορυζή ήταν κυρίως να χρηματοδοτήσει τους αγροτικούς συνεταιρισμούς που είχαν ιδρυθεί μόλις ένα έτος πριν (1914) και κατά τόπους εκπροσωπούσαν μεγάλες ομάδες αγροτών.
Υπό την καθοδήγηση του Κορυζή, η Εθνική Τράπεζα διέθεσε μεγάλα ποσά στην αγροτική αγορά σε χρηματοδοτήσεις (μόνο το 1922 διέθεσε 150 εκατομμύρια δρχ., τα μισά από τα οποία στους αγροτικούς συνεταιρισμούς), αλλά ακόμη και αυτές οι πιστώσεις δεν ήταν επαρκείς για να καλύψουν ικανοποιητικά την αγροτική αγορά. Επίσης, ένας άλλος ιδιαίτερα αρνητικός παράγοντας ήταν το ότι η τακτική του Κορυζή ήταν να παρέχει βραχυχρόνιες χρηματοδοτήσεις ώστε να μειώνεται το τραπεζικό ρίσκο και να προστατεύει αποτελεσματικά τα συμφέροντα του ιδρύματος και των μετόχων, αλλά έτσι δεν καλύπτονταν σχεδόν καθόλου οι ανάγκες του κλάδου για μακροχρόνιες επενδύσεις σε υποδομές και εργαλεία παραγωγής.
Το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η σιτάρκεια και γενικά η κάλυψη των αναγκών διατροφής του πληθυσμού της χώρας από την εγχώρια παραγωγή. Και αυτό γιατί ο πληθυσμός της Ελλάδας είχε αυξηθεί απότομα με την έλευση 1,4 εκατομμυρίων προσφύγων, η εισαγωγή τροφίμων γινόταν σε συνάλλαγμα και, καθώς ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή, μείωνε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ενώ ακόμη χειρότερα οι μεγάλες ανάγκες για εισαγωγή σίτου είχαν εμπλέξει το ίδιο το κράτος στο μαζικό του εμπόριο, με αρνητικά αποτελέσματα. Ήδη το 1923 η Επαναστατική Κυβέρνηση Πλαστήρα – Γονατά αλλά και παράγοντες της αγοράς είχαν προτείνει την ίδρυση ξεχωριστής γεωργικής τράπεζας για να φέρει εις πέρας την απαιτούμενη χρηματοδότηση και να δοθεί μια αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική αγροτική παραγωγή, με στόχο τη σιτάρκεια. Ο Κορυζής, όμως, ήταν αρνητικός σε αυτό το ενδεχόμενο και η εισήγησή του βάρυνε στην τελική απόφαση λόγω της πανθομολογούμενης εμπειρίας του στο ζήτημα. Σε σχετική σύσκεψη υπουργών με παράγοντες της αγοράς τον Μάρτιο του 1923, ο Κορυζής παρατήρησε ότι σε εκείνη τη συγκυρία υπήρχε μεγάλη οικονομική αστάθεια, μια νέα τράπεζα θα απαιτούσε κεφάλαια τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα, ενώ υπογράμμισε ότι η νέα γεωργική τράπεζα δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει ικανοποιητικά ταυτοχρόνως τη διάθεση δανείων και την απαραίτητη διαθεσιμότητα των καταθέσεων. Ο Κορυζής παραδέχθηκε ότι η Εθνική Τράπεζα δεν είχε την απαιτούμενη δομή για να φέρει εις πέρας το έργο της αγροτικής χρηματοδότησης ικανοποιητικά, αλλά σύστησε η ίδρυση γεωργικής τράπεζας να αναβληθεί για το μέλλον (Καθημερινή, 25.3.1923).
Η οριστική απόφαση για τη δημιουργία ανεξάρτητης γεωργικής τράπεζας ελήφθη στις 11 Φεβρουαρίου 1928 από επιτροπή που την αποτελούσαν υπουργοί της κυβέρνησης Αλέξανδρου Ζαΐμη και τραπεζικοί παράγοντες. Το σχέδιο δημιουργίας της εκπονήθηκε σε πολλά σημεία του από τον Κορυζή και προέβλεπε δοκιμαστικά την αυτονόμηση του αγροτικού τμήματος της Εθνικής Τράπεζας και την πρόσθετη χρηματοδότησή της με κεφάλαια που θα προέρχονταν από την ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων) και μια μικρή κρατική φορολόγηση στα αγροτικά προϊόντα (Καθημερινή, 12.2.1928).
Στο στάδιο υλοποίησης της ίδρυσης της Αγροτικής Τράπεζας, η κυβέρνηση ανέθεσε στον Κορυζή να συντάξει σχετική έκθεση για το καθεστώς και τη χρηματοδοτική δραστηριότητα που όφειλε να αναπτύξει ο νέος οργανισμός. Και η ανάθεση αυτή ήταν εύλογη, γιατί ο Κορυζής είχε ασχοληθεί με το ζήτημα της αγροτικής πίστης επί 15 έτη και γνώριζε επακριβώς τις ανάγκες της αγροτικής αγοράς αλλά και τις (περιορισμένες) δυνατότητες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ο Βενιζέλος συνεργάστηκε με τον Κορυζή επί μακρόν, εξετάζοντας όλες τις πτυχές που αφορούσαν την ίδρυση και τη δραστηριότητα του νέου τραπεζικού οργανισμού. Στις 27 Ιουνίου 1929 ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (νόμος 4332/1929), έπειτα από συμφωνία του ελληνικού ∆ημοσίου με την Εθνική Τράπεζα, ενώ το καταστατικό λειτουργίας του οργανισμού συντάχθηκε από τον Κορυζή (Μακεδονία, 10.6.1929).
Όταν ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα το 1929, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρότεινε τη διοίκηση αυτής στον Κορυζή, αλλά ο τελευταίος την απέρριψε, καθώς δεν ήθελε να αφήσει τη θέση του στην Εθνική Τράπεζα (Σκριπ, 18.1.1929). Τελικά ορίστηκε πρώτος πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου, με πρώτο διοικητή τον Στέφανο ∆έλτα, που είχε επίσης συνδράμει αποφασιστικά στην ίδρυση της νέας τράπεζας. Όταν ο ∆έλτας παραιτήθηκε από διοικητής της, τον διαδέχθηκε ο Κορυζής για ένα βραχύ χρονικό διάστημα (∆εκέμβριος 1928 – Ιανουάριος 1929) μέχρι να εκλεγεί οριστικά στη θέση αυτή ο Κωνσταντίνος Γόντικας. Ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Αγροτικής Τράπεζας, ο Κορυζής ανέπτυξε δραστηριότητα στον τομέα της σιτοπαραγωγής, κανονίζοντας τους όρους για αγοραπωλησίες μεγάλων ποσοτήτων σίτου, αλλά και για τη χρησιμοποίηση εκλεκτών σπόρων ξένων ποικιλιών από τους Έλληνες αγρότες για καλύτερο καρπό και μεγαλύτερη απόδοση.
Η προσφορά του Κορυζή στη δημιουργία και την ανάπτυξη της αγροτικής πίστης στην Ελλάδα ήταν αποφασιστικής σημασίας και εκτιμήθηκε από εκπροσώπους των αγροτών αλλά και από άλλους παράγοντες της αγοράς. Σύμφωνα με τον βενιζελικό υφυπουργό Γεωργίας Αχιλλέα Παπαδάτο, σε συνεδρίαση της ολομέλειας της Γερουσίας «ο Κορυζής υπήρξεν όχι μόνο ο ιδρυτής της αγροτικής πίστεως εν Ελλάδι, αλλά και ο εμψυχωτής αυτής, ένας αληθινός ιεραπόστολος της αγροτικής ιδέας» (Μακεδονία, 24.12.1929).
Ο Κορυζής και η 4η Αυγούστου
Το έργο του στα τρία χρόνια που διετέλεσε υπουργός Υγείας.
Ο Αλέξανδρος Κορυζής ανέλαβε υπουργός Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως στη δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά στις 5 Αυγούστου 1936. Στις πρώτες του ανακοινώσεις μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του, ο Μεταξάς ανέφερε τον τομέα της Υγείας ως βασική προτεραιότητα του καθεστώτος και επιφόρτισε ονομαστικά τον Κορυζή να ετοιμάσει το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και να προβεί σε όλες τις ενέργειες για την άμεση αντιμετώπιση των υγειονομικών αναγκών της χώρας (Καθημερινή, 6.8.1936).
Η επιλογή του Κορυζή ασφαλώς δεν ήταν τυχαία, καθώς ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του «Ευαγγελισμού» από το 1931, είχε γνώση της κατάστασης και των άμεσων αναγκών του τομέα της υγείας. Επίσης ο Κορυζής ήταν ευρύτερα γνωστός για τις κοινωνικές του ευαισθησίες, δεδομένου ότι είχε αφιερώσει μεγάλο μέρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας υπέρ των απόρων και των αδυνάμων της ελληνικής κοινωνίας. Πριν αναλάβει τη νέα του θέση, ο Κορυζής είχε ήδη ετοιμάσει ένα σχέδιο ριζικής αναδιάρθρωσης του τομέα της Υγείας με πρόσθετο προϋπολογισμό μισό δισ. δρχ., τον οποίο υπέβαλε στον Μεταξά τις παραμονές της κήρυξης της δικτατορίας, υποβάλλοντας συγχρόνως και σχετικό σχέδιο εξεύρεσης των πόρων. Συγκεκριμένα το σχέδιο Κορυζή προέβλεπε έσοδα 200 εκατ. δρχ. από τη φορολόγηση του καπνού, 20 εκατ. δρχ. από πρόσθετη φορολόγηση των ανώνυμων εταιρειών, 50 εκατ. δρχ. από το τέλος χαρτοσήμου, 35 εκατ. δρχ. από ταχυδρομικά τέλη και 10 εκατ. δρχ. από πρόσθετη φορολογία κερδών επιχειρήσεων.
Με την ανάληψη των καθηκόντων του στο υπουργείο, ο Κορυζής δήλωσε ότι θα παρέμενε υπουργός μόνο για δύο μήνες, καθώς δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο και η πρόθεσή του ήταν να παραμείνει εκτός της πολιτικής διαμάχης. Το σχέδιο του νέου υπουργού είχε τρεις κύριες κατευθύνσεις: α) να αυξήσει τις διαθέσιμες κλίνες των νοσοκομείων για τους φυματικούς, β) να ιδρύσει επιτροπές πολιτών σε κάθε επαρχία, που θα διαχειρίζονταν επιτόπου περιπτώσεις πολιτών που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας με παροχές κρατικών επιδομάτων και γ) να δημιουργήσει σανατόρια και νοσοκομεία στις επαρχίες όπου η παροχή περίθαλψης ήταν μηδαμινή. Το σχέδιό του, όπως είδαμε, ήταν οι απαιτούμενοι πόροι να μην επιβαρύνουν τις λαϊκές τάξεις, αλλά να προέλθουν από τα εύπορα κοινωνικά στρώματα, με αρχικό πρώτο κεφάλαιο τα κονδύλια που κάλυπταν μέχρι τότε τα έξοδα της Βουλής, η οποία πλέον δεν λειτουργούσε, καθώς και της μισθοδοσίας των βουλευτών.
Αρχικά ο Κορυζής επιθεώρησε προσωπικά όλες τις νοσοκομειακές εγκαταστάσεις του Λεκανοπεδίου για να αντιληφθεί την τρέχουσα κατάσταση, δίνοντας οδηγίες και παρέχοντας αφειδώς πιστώσεις για τη βελτίωση των εγκαταστάσεών τους. Μόνο στα νοσοκομεία Αθηνών και Πειραιά αυξήθηκαν κατά 1.180 οι διαθέσιμες κλίνες με μια συνολική δαπάνη 48 εκατ. δρχ., ενώ προγραμματίστηκε η ανέγερση του νοσοκομείου «Βασίλισσα Σοφία» και του Σισμανόγλειου (Χρυσάνθη Ταμαλίδου, Κοινωνική Πρόνοια και υγεία την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά (1936-1940), μεταπτυχιακή εργασία Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κόρινθος 2014, σ. 52). Ο Κορυζής έστρεψε την προσοχή του και στις ψυχιατρικές κλινικές, στα σανατόρια, στα νοσοκομεία λοιμωδών νοσημάτων και στα λεπροκομεία. Στις 29 Αυγούστου 1937, ο Κορυζής αποφάσισε την αποσυμφόρηση της περίφημης Σπιναλόγκας με τη δημιουργία νέου λεπροκομείου, αλλά και την ανακαίνιση όλων των εγκαταστάσεων του νησιού, παρέχοντας πίστωση 600.000 δρχ.
Για την αντιμετώπιση της ελονοσίας, μόνο για έργα ύδρευσης και αποχέτευσης σε όλη την Ελλάδα καταβλήθηκαν 14 εκατ. δρχ. σε όλη τη δικτατορική τετραετία, ενώ ο Κορυζής κατάρτισε λεπτομερές πρόγραμμα καταπολέμησης της νόσου (Καθημερινή, 19.1.1939). Για την αντιμετώπιση της φυματίωσης, που ήταν η σημαντικότερη μολυσματική νόσος της εποχής και ταλάνιζε τον πληθυσμό, που είχε 200.000 φυματικούς, ο Κορυζής διέθεσε ποσά για την ίδρυση σανατορίων σε όλη την Ελλάδα, ενώ αύξησε τη χωρητικότητα του «Σωτηρία» κατά 700 κλίνες (Ταμαλίδου, ό.π., σελ. 57). Όσον αφορά τους φαρμακοποιούς, νέος νόμος καθόριζε ότι ήταν αναγκαστικό πλέον να είναι απόφοιτοι φαρμακευτικής σχολής, ενώ απαγορεύτηκαν αυστηρά οι διαφημίσεις φαρμάκων που οδηγούσαν σε εξαπάτηση τους καταναλωτές.
Από την πρώτη στιγμή ο Κορυζής εργάστηκε με σύστημα, ταχύτητα και σχέδιο για την ανακούφιση των απόρων και των ανέργων, δραστηριότητα που κίνησε το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια της ελληνικής κοινωνίας (Καθημερινή, 14.12.1936, άρθρο Γεωργίου Βλάχου: «Τα παιδιά»). Στο πλαίσιο αυτό, ο Κορυζής έδωσε μεγάλη προσοχή στην αναβάθμιση των κρατικών συσσιτίων για τους απόρους και τους ανέργους. Στις 3 Φεβρουαρίου 1937 ο Κορυζής «κήρυξε τον πόλεμο» στις παράγκες των προσφύγων, αναγγέλλοντας την κατασκευή 1.500 νέων κατοικιών, αλλά και την πρόθεση να δοθούν νέες οικίες σε 22.000 πρόσφυγες που ακόμη έμεναν σε παράγκες στα περίχωρα των Αθηνών.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής, ο Κορυζής στράφηκε στην προστασία της μητρότητας και των παιδιών, ιδρύοντας 24 νέους βρεφονηπιακούς σταθμούς σε όλη την Ελλάδα, αλλά και με μια γενναία επένδυση για τη δημιουργία εγκαταστάσεων παιδικών κατασκηνώσεων στη Βούλα και στην Παλλήνη, όπου θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν επιπλέον 5.000 παιδιά (Ταμαλίδου, ό.π., σελ. 74). Με την «ιματιοθήκη μαθητού», που ήταν προσωπική πρωτοβουλία του Κορυζή, το κράτος προμήθευσε, σε πάνω από 13.000 άπορους μαθητές, παπούτσια, κάλτσες και άλλα είδη ρουχισμού (Καθημερινή, 24.6.1938).
Είναι πάντως αναμφίβολο ότι ο Κορυζής ένιωθε άβολα που δεν λειτουργούσε το κοινοβούλιο και έτσι δεν υπήρχε έλεγχος της αντιπολίτευσης, κάτι που δήλωσε αρκετές φορές δημοσίως (π.χ. Καθημερινή, 9.8.1936). Αν και σεβόταν και θαύμαζε απεριόριστα τον Ιωάννη Μεταξά, ο Κορυζής δεν ήταν υπέρ της δικτατορίας, την οποία θεωρούσε προσωρινή λύση. Παρέμεινε στη θέση του επί τρία χρόνια, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στην υγεία και στην περίθαλψη των Ελλήνων πολιτών, αλλά παραιτήθηκε στις 12 Ιουλίου 1939, και η παραίτησή του έγινε δεκτή από τον Μεταξά, ενώ το έργο του απέσπασε τη δημόσια ευαρέσκεια του βασιλιά Γεωργίου. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη ∆ροσοπούλου, στις 9 Αυγούστου 1939, η γενική συνέλευση των μετόχων της Εθνικής Τράπεζας τον εξέλεξε παμψηφεί διοικητή της.
Το δεύτερο «ΟΧΙ»
Πρωθυπουργός σε πολεμικές συνθήκες και με αιφνιδιασμό της κοινής γνώμης.
Το νέο του θανάτου του Ιωάννη Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941 συντάραξε τον στρατό στο μέτωπο, τον ελληνικό λαό, τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και την κυβέρνηση, καθώς ήρθε σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία εν μέσω πολέμου με την Ιταλία. Όταν ο υφυπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλιά στο Τατόι, τον βρήκε συγκλονισμένο και σε απορία πώς όφειλε να προχωρήσει. Ο φόβος και των δύο ήταν μήπως ο διάδοχος του Μεταξά, που εκτός απροόπτου θα προερχόταν από το υπουργικό συμβούλιο, προωθούσε τη συνθηκολόγηση με τον Άξονα, καθώς πλέον μια γερμανική επίθεση ήταν πιθανή και γίνονταν τέτοιες σκέψεις στο υπουργικό συμβούλιο. Σύμφωνα με τις ιδιόχειρες σημειώσεις του Μανιαδάκη, ο Μεταξάς, ενώ ψυχορραγούσε, του ζήτησε να προσέξει να μην περιβάλλουν τον βασιλιά οι «γνωστοί άνθρωποι» και αμαυρωθεί το έργο του έως τότε. Ο βασιλιάς όφειλε απαραίτητα να ορκίσει πρωθυπουργό κάποιον που θα έλεγε με βεβαιότητα το δεύτερο ΟΧΙ στη Γερμανία [Σπυρίδων Μαρκεζίνης, Πολιτική ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος (τόμος 4), Πάπυρος, Αθήνα 1978, σελ. 361].
Μετά από σκέψη ο Μανιαδάκης πρότεινε τον Κορυζή ως νέο πρωθυπουργό, γιατί ήταν αξιοσέβαστο πρόσωπο, αγαπούσε τον Μεταξά και θα συνέχιζε οπωσδήποτε το έργο του, ενώ οι Άγγλοι είχαν θετική εικόνα γι’ αυτόν από τις θητείες του στην Εθνική Τράπεζα και θα τον υποστήριζαν. Ο βασιλιάς είχε ήδη σκεφτεί το ενδεχόμενο και είχε προτείνει τον Κορυζή στους Άγγλους ως πιθανό πρωθυπουργό λίγο πριν από τον θάνατο του Μεταξά. Έτσι, συμφώνησε και διέταξε να τον καλέσουν στο Τατόι. Όταν ο ανυποψίαστος Κορυζής έφτασε στα θερινά ανάκτορα, συνάντησε πρώτα τον Μανιαδάκη, που τον ενημέρωσε για τον λόγο κλήσης του. Ο Κορυζής συγχύστηκε, πανικοβλήθηκε από το τρομακτικό έργο που ήθελαν να του αναθέσουν και κινήθηκε να φύγει. Ο Μανιαδάκης τον εμπόδισε και τον οδήγησε ενώπιον του βασιλιά, που εν τω μεταξύ είχε εξασφαλίσει την τελική έγκριση των Άγγλων. Η ορκωμοσία του Κορυζή έγινε αυθημερόν, ενώ ο βασιλιάς τού υποσχέθηκε την αμέριστη υποστήριξη όλων στα νέα του καθήκοντα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, σχεδόν όλοι οι υπουργοί του καθεστώτος δεν είδαν θετικά την επιλογή Κορυζή, καθώς αντιλαμβάνονταν τις βασιλικές προθέσεις και διαθέσεις εναντίον τους, αλλά δεν είχαν περιθώρια ελιγμών. Στην κυβέρνηση Κορυζή ο πρωθυπουργός, εκτός από την προεδρία της κυβέρνησης, αναλάμβανε τα υπουργεία Εξωτερικών, Παιδείας, αλλά και των Στρατιωτικών, όπως ακριβώς ο προκάτοχός του, ενώ οι σημαντικότεροι και ισχυρότεροι υπουργοί του ήταν οι Κωνσταντίνος Κοτζιάς (∆ιοίκησης Πρωτεύουσας), Θεολόγος Νικολούδης (υφυπουργός Τουρισμού) και Κωνσταντίνος Μανιαδάκης (υφυπουργός ∆ημόσιας Ασφάλειας), που είχαν διατελέσει υπουργοί σε όλη τη διάρκεια της 4ης Αυγούστου και ανήκαν στον στενό κύκλο συνεργατών του Μεταξά.
Το πρώτο διάγγελμα του Αλέξανδρου Κορυζή ήταν ένας ύμνος στο έργο και στην προσωπικότητα του Ιωάννη Μεταξά. Απηύθυνε χαιρετισμό στις ένοπλες δυνάμεις του μετώπου, ενώ διαβεβαίωνε τον ελληνικό λαό ότι θα συνέχιζε το έργο του μέχρι την τελική νίκη (ΦΕΚ 28, 29ης Ιανουαρίου 1941). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, παρέμενε γεγονός ότι ο θάνατος του Μεταξά είχε προκαλέσει αβεβαιότητα, σκεπτικισμό και φόβο για το μέλλον στις τάξεις όλων των Ελλήνων. Το νέο του διορισμού του Κορυζή στη θέση του πρωθυπουργού αναμφίβολα αιφνιδίασε και την κοινή γνώμη, καθώς ως πρόσωπο δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό και σίγουρα δεν περίμενε κανείς να λάβει τόσο υψηλό αξίωμα.
Η κατάσταση που ανέλαβε ο Κορυζής ήταν δύσκολη, καθώς η πιθανότητα γερμανικής επίθεσης διαγραφόταν καθαρά στον ορίζοντα, η δε Γιουγκοσλαβία καθώς και η Βουλγαρία διαπραγματεύονταν την ένταξή τους στον Άξονα, αλλά υπήρχε και μια σαφής απόσταση μεταξύ των ιθυνόντων Ελλάδας και Αγγλίας για τη στρατιωτική διαχείριση της κατάστασης. Τόσο ο Churchill όσο και ο Eden επιθυμούσαν να στείλουν ένα ανεπαρκές εκστρατευτικό σώμα, οι Έλληνες να συμπτυχθούν από τη Βόρειο Ήπειρο και τη γραμμή Μεταξά και να συγκεντρωθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις στη γραμμή Όλυμπος – Αλιάκμονας Βενέτικος – Ιόνιο, δημιουργώντας ένα νέο βαλκανικό μέτωπο για τον Άξονα, που θα μπορούσε να κρατηθεί και να προκαλέσει δυσχέρειες στον αντίπαλο. Η ελληνική πλευρά, όπως την εξέφραζαν οι Κορυζής και Παπάγος, δεν επιθυμούσε την παρουσία ανεπαρκών αγγλικών στρατευμάτων, που θα προκαλούσε τη γερμανική επίθεση πιο άμεσα, ενώ ο Παπάγος απέρριπτε την ιδέα να εγκαταλειφθεί το μέτωπο στη Βόρειο Ήπειρο που είχε κερδηθεί με τόσες θυσίες και αίμα, και δεν επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη γραμμή Μεταξά, αφήνοντας τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία στο έλεος των Γερμανών χωρίς αντίσταση.
Ήδη στις 8 Φεβρουαρίου 1941 ο Κορυζής, με επίσημη ανακοίνωσή του στον Άγγλο πρέσβη, επαναλάμβανε τις θέσεις του Μεταξά ότι μια πρόωρη αποστολή ανεπαρκών αγγλικών δυνάμεων θα επιτάχυνε τη γερμανική επίθεση. Στις διαπραγματεύσεις με τον Eden στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 1941, ο Κορυζής εξάρτησε τις ελληνικές αποφάσεις από τη γιουγκοσλαβική στάση, ενώ επέμεινε στην ανάγκη να μην προκληθεί η Γερμανία. Οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν στις 2 Μαρτίου και ο Κορυζής προσπάθησε να υπερασπιστεί τις ελληνικές θέσεις με επιχειρήματα αλλά και με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, κάτι που άφησε ασυγκίνητο τον Eden. Στη συνέχεια, προσπαθώντας να κάνει μια φυγή προς τα εμπρός αλλάζοντας την ατζέντα συζήτησης, ο Κορυζής δήλωσε ότι «η ψυχή της Ελλάδος είναι γενναία αλλά και ευαίσθητη», θέτοντας τρία νέα ζητήματα: α) να καταργηθεί ο διεθνής οικονομικός έλεγχος για την Ελλάδα, β) να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα, γ) να καταληφθούν τα ∆ωδεκάνησα και να δοθούν στην Ελλάδα.
Ο Eden απέφυγε να τοποθετηθεί και στα τρία ζητήματα, θεωρώντας αυτά ανεπίκαιρα, και προς στιγμήν απειλήθηκε ακόμη και με διακοπή η στρατιωτική συνεργασία των δύο χωρών. Οι Άγγλοι επιστράτευσαν τον Γεώργιο ώστε να πετύχουν τους σκοπούς τους και η ελληνική πλευρά υποχώρησε, καθώς ο Παπάγος πρόσφερε επτά ακόμη τάγματα για τη γραμμή του Αλιάκμονα. Η συμβιβαστική λύση που δόθηκε ήταν οφθαλμοφανώς εσφαλμένη, καθώς χώριζε το ελληνοαγγλικό μέτωπο σε τρία μέτωπα (Βόρειος Ήπειρος – γραμμή Αλιάκμονα – γραμμή Μεταξά), με μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους, που ήταν απίθανο να συγκρατήσουν τον εχθρό [Έκθεση αντιστράτηγου Μπακόπουλου προς ΓΕΣ, Αγώνες στην Ανατολική Μακεδονία και ∆υτική Θράκη (1940-41), ∆ΙΣ, Αθήνα 1956, σελ. 80].
Την 1η Μαρτίου 1941 η Βουλγαρία προσχώρησε στον Άξονα και τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη γειτονική χώρα με κατεύθυνση προς τη μεθόριο με την Ελλάδα. Στις 9 Μαρτίου οι Ιταλοί εξαπέλυσαν την περίφημη ισχυρή «εαρινή επίθεσή» τους, που αποκρούστηκε από τους Έλληνες με μεγάλες θυσίες και απώλειες. Η γερμανική επίθεση ήταν πλέον προ των πυλών, ενώ το αγγλικό εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από δύο Μεραρχίες και μία τεθωρακισμένη Ταξιαρχία υπό τον στρατηγό Sir Henry Maitland Wilson, αποβιβάστηκε στον Πειραιά στις 10 Μαρτίου και μετακινήθηκε προς τον Βορρά.
Στις 05.00 τα ξημερώματα, το ιστορικό πρωινό της 6ης Απριλίου 1941, ο Κορυζής κοιμόταν στην οικία του, όταν ακούστηκε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα, πρίγκιπας Viktor von Erbach, συνοδευόμενος από τον ελληνομαθή στρατιωτικό ακόλουθο Clemm von Hohenberg, απαίτησε να ξυπνήσουν τον Έλληνα πρωθυπουργό, καθώς είχε να του επιδώσει βαρυσήμαντο έγγραφο. Ο Κορυζής δέχθηκε τον Erbach στο γραφείο του, όπου και του δόθηκε η κήρυξη πολέμου της Γερμανίας. Ο Erbach τον ενημέρωσε ότι ταυτόσημο έγγραφο δινόταν την ίδια στιγμή στον Έλληνα πρέσβη στη Γερμανία, ενώ τα γερμανικά στρατεύματα θα πρόσβαλλαν την ελληνική μεθόριο σε λίγες ώρες. Ο Κορυζής δεν αιφνιδιάστηκε από την επίσκεψη και απαξίωσε να διαβάσει όλο το έγγραφο ενώπιον του επισκέπτη του, καθώς άλλωστε γνώριζε το περιεχόμενό του. Αμέσως σηκώθηκε από το γραφείο του και οδήγησε τον Γερμανό πρέσβη στην έξοδο, ενώ τον διαβεβαίωσε με έντονο και σταθερό τρόπο ότι η Ελλάδα θα αμυνόταν μέχρις εσχάτων.
Το οδοιπορικό των 12 ημερών και η αυτοκτονία
Από την έναρξη της επιχείρησης «Μαρίτα» στην κίνηση που επισφράγισε την ελληνική κατάρρευση.
Τις πρώτες τρεις ημέρες των γερμανικών επιθέσεων της επιχείρησης «Μαρίτα», οι Έλληνες αντέταξαν σθεναρή άμυνα στη γραμμή των οχυρών Μεταξά, καθυστερώντας σημαντικά τη γερμανική προέλαση. Η ταχύτατη στρατιωτική κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, όμως, άνοιξε τον δρόμο στον γερμανικό στρατό ο οποίος, εισδύοντας στο κενό ανάμεσα στις αμυντικές γραμμές Άγγλων και Ελλήνων, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1941. Οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές· μέσα σε τρεις ημέρες οι Γερμανοί είχαν ολοκληρώσει την κύκλωση της ελληνικής στρατιάς στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο, ενώ γερμανικά αεροπλάνα, κατά κύματα, πόντιζαν μαγνητικές νάρκες στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, και βομβάρδιζαν ακατάπαυστα τον ελληνικό στόλο.
Στις 10 Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Φλώρινα, στις 12 Απριλίου την Καστοριά και στις 14 Απριλίου την Κοζάνη. Το μέτωπο κατέρρεε ραγδαία και η κυβέρνηση έχανε σταδιακά τον έλεγχο. Ο Κορυζής, άνθρωπος με συναίσθηση ευθύνης, διαισθανόταν πως η διαμόρφωση της κατάστασης ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αρχηγού ΓΕΝ Αλέξανδρου Σακελλαρίου, τις τραγικές εκείνες ημέρες ο Κορυζής παρουσιαζόταν κλονισμένος και σε συνεχή συναισθηματική φόρτιση. [Αλέξανδρος Σακελλαρίου, Απομνημονεύματα (τόμος Α΄), σελ. 330]. Η βαθύτατη θλίψη και σύγχυση που τον κατείχε φαίνεται και στις φωτογραφίες της εποχής.
Στις 12 Απριλίου 1941 ο Κορυζής, σε συνέχεια επίσημου διαβήματος του βασιλιά Γεωργίου προς τον Churchill, ζήτησε την άδεια η ελληνική κυβέρνηση να μεταφερθεί στην Κύπρο, ώστε να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η αγγλική πλευρά απέρριψε με διπλωματικό τρόπο το αίτημα, τα αγγλικά στρατεύματα στο μέτωπο βρίσκονταν σε συνεχή υποχώρηση, ενώ η ελληνική στρατιά στη Βόρειο Ήπειρο πλέον έστελνε αγωνιώδεις εκκλήσεις, ζητώντας να «δοθεί λύση». Επί τέσσερις ημέρες έρχονταν αγωνιώδεις εκκλήσεις από τους σωματάρχες του ηπειρωτικού μετώπου, αλλά και από τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, για συνθηκολόγηση. Οι γερμανικές δυνάμεις όδευαν ασταμάτητες προς την Αθήνα, καθώς οι ανεπαρκείς αγγλικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να επιβραδύνουν τη γερμανική προέλαση στις 15 Απριλίου στο Λιτόχωρο.
Στις 17 Απριλίου συνθηκολόγησε η Γιουγκοσλαβία, ενώ το αγγλικό μέτωπο είχε διασπαστεί και οι αγγλικές δυνάμεις υποχωρούσαν προς τον Νότο και ήδη σχεδιαζόταν μια δεύτερη «μικρή ∆ουνκέρκη», ώστε να μην αιχμαλωτιστούν από τον προελαύνοντα εχθρό. Παρά τη θέληση της κυβέρνησης, ο Παπάγος αποφάσισε ότι το Γενικό Επιτελείο δεν θα ακολουθούσε τον βασιλιά στο εξωτερικό, αλλά για λόγους στρατιωτικής τάξης θα παρέμενε στην Αθήνα, ώστε να συμμεριστεί την τύχη του ελληνικού στρατεύματος [Πρίγκιπας Πέτρος, Ημερολόγια πολέμου 1940-1941 (τόμος Α΄), Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1997, σελ. 305-6]. Η τελευταία κυβερνητική πρωτοβουλία του Κορυζή ήταν η απόφαση της φυγής της ελληνικής κυβέρνησης από την Αθήνα στην Κρήτη μαζί με τον ελληνικό στόλο, ώστε να μην αιχμαλωτιστεί και να συνεχίσει τον αγώνα κατά του Άξονα. Ο ίδιος είχε αποφασίσει να παραμείνει πρωθυπουργός και να ακολουθήσει τον βασιλιά, και στην όλη επιχείρηση πρωταγωνιστικό ρόλο θα είχε το Ναυτικό και ο αρχηγός ΓΕΝ Αλέξανδρος Σακελλαρίου.
Αλλά η επιχείρηση αυτή παρουσίαζε πολλές δυσκολίες, επειδή εκδηλώθηκαν στασιαστικές ενέργειες στον ελληνικό στόλο, καθώς πολλοί δεν επιθυμούσαν τη συνέχιση του αγώνα, θεωρώντας αυτόν εντελώς άσκοπο. Ο Σακελλαρίου, σε συνεργασία που είχε με τον πρωθυπουργό, του συνέστησε να περιορίσει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου που θα ακολουθούσαν την ελληνική κυβέρνηση, ενώ όσοι τελικά θα επιλέγονταν δεν θα έπρεπε να συνοδεύονται από τις οικογένειές τους. Τις εισηγήσεις αυτές τις αποδέχτηκε ο Κορυζής όλες, ζήτησε δε από τον Σακελλαρίου να συνοδεύσει την κυβέρνηση στην Κρήτη, ώστε να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες και τις πολύτιμες συμβουλές του.
Τη Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου 1941, στις 11.00 το πρωί, ο αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας τηλεφώνησε στον Κορυζή ζητώντας κυβερνητικές πρωτοβουλίες ώστε να μην αιχμαλωτιστεί ο ελληνικός στρατός από τους Ιταλούς (Κωνσταντίνος Γ. Κοτζιάς, Ελλάς ο πόλεμος και δόξα της, Αθήνα 1947, σελ. 369). Ο Κορυζής απέρριψε κάθε συζήτηση για συνθηκολόγηση, και αυτό γιατί υπήρχαν ακόμη αγγλικά στρατεύματα στην Ελλάδα που πολεμούσαν υποχωρώντας και η ελληνική συνθηκολόγηση θα εκλαμβανόταν ως πισώπλατο χτύπημα.
Ακολούθησε την ίδια ημέρα υπουργικό συμβούλιο στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρεταννίας υπό δραματικές συνθήκες και με τη συμμετοχή και του βασιλιά Γεώργιου. Ο βασιλιάς ήταν εκνευρισμένος από τις εξελίξεις, αλλά και από την πρωτοβουλία του υφυπουργού Στρατιωτικών Παπαδήμα να δώσει άδειες στο ένα τρίτο των Ελλήνων στρατιωτών στις μονάδες του μετώπου ώστε αυτοί να μην αιχμαλωτιστούν. Η κίνηση αυτή επιτάχυνε την ελληνική στρατιωτική κατάρρευση, ενώ όλες οι οδικές αρτηρίες της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας είχαν γεμίσει με φάλαγγες Ελλήνων στρατιωτών που γυρνούσαν πεζή στις εστίες τους. Αυτό όμως δυσχέραινε και καθυστερούσε την υποχώρηση των αγγλικών στρατευμάτων, τα οποία κινδύνευαν με συνολική αιχμαλωσία από τον εχθρό.
Μετά το πέρας του υπουργικού συμβουλίου της 18ης Απριλίου, οι δύο άνδρες είχαν μια σύντομη ιδιωτική συνομιλία, κατά την οποία ο Γεώργιος πιθανώς έψεξε τον Κορυζή για το γεγονός ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχό του. Ο Κορυζής υπέβαλε την παραίτησή του στον βασιλιά και υπέδειξε να σχηματιστεί μια νέα κυβέρνηση είτε από στρατιωτικούς είτε εθνικής ενότητας. Ο Γεώργιος δεν έκανε δεκτή την παραίτηση, ζητώντας να παραμείνει στη θέση του λόγω της κρισιμότητας των στιγμών. Ο Κορυζής, αναστατωμένος, φίλησε το χέρι του βασιλιά και αναχώρησε αμέσως για την οικία του εμφανώς ταραγμένος, ενώ ο πρίγκιπας Πέτρος που τον αντίκρισε στην είσοδο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία» είδε το πρόσωπό του τραβηγμένο από την αγωνία [Πρίγκιπας Πέτρος, Ημερολόγια πολέμου 1940-1941 (τόμος Α΄), σελ. 307].
Σύμφωνα με την αφήγηση του Σακελλαρίου, ο βασιλιάς προαισθάνθηκε ότι ο Κορυζής ίσως έκανε το απονενοημένο βήμα, κάλεσε τον μυστικό του σύμβουλο Ιωάννη ∆ιάκο και τον έστειλε αμέσως στην οικία του πρωθυπουργού. Ο ∆ιάκος έφτασε σχεδόν αμέσως στην οικία Κορυζή, του άνοιξε η σύζυγος του πρωθυπουργού και έτρεξε προς το υπνοδωμάτιό του. Τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός και μετά από μικρή παύση άλλος ένας. Ο ∆ιάκος έσπασε τη θύρα και βρέθηκε μπροστά στον νεκρό Κορυζή, που μόλις είχε αυτοκτονήσει με δύο σφαίρες στην περιοχή της καρδιάς, κρατώντας στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας. Η αφήγηση του πρίγκιπα Πέτρου για την αυτοκτονία Κορυζή ήταν εκ διαμέτρου διαφορετική. Ο Γεώργιος ανήσυχος έστειλε τον διάδοχο Παύλο στην οικία του Κορυζή και αυτός τον βρήκε νεκρό στο λουτρό του έχοντας αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο κεφάλι [Πρίγκιπας Πέτρος, Ημερολόγια πολέμου 1940-1941 (τόμος Α΄), σελ. 308].
Μετά την αυτοκτονία Κορυζή, η ελληνική κυβέρνηση και το κράτος βρέθηκαν χωρίς πολιτικό ηγέτη στην πιο κρίσιμη στιγμή, με τους Γερμανούς να βρίσκονται προ των πυλών των Αθηνών.
Σε κάθε περίπτωση, η αυτοκτονία Κορυζή σφράγισε την ελληνική κατάρρευση, καθώς η ελληνική κυβέρνηση και το κράτος βρέθηκαν χωρίς πολιτικό ηγέτη στην πιο κρίσιμη στιγμή, με τους Γερμανούς να βρίσκονται προ των πυλών των Αθηνών και ενώ υπήρχε ανάγκη να παρθούν κρίσιμες αποφάσεις για τη συνέχιση του ελληνικού πολεμικού αγώνα στην Κρήτη. Η είδηση της αυτοκτονίας δεν μεταδόθηκε από τον ελληνικό Τύπο, που έκανε λόγο για «αιφνίδιο θάνατο», ώστε να μη δημιουργηθεί πανικός στην ελληνική κοινή γνώμη. Προσωρινά επικεφαλής της κυβέρνησης ανέλαβε ο ίδιος ο Γεώργιος, καθώς οι προσπάθειές του να βρει πρωθυπουργό ανάμεσα στους βενιζελικούς συνάντησαν την άρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη και του Αλέξανδρου Μαζαράκη-Αινιάν. Η κυβερνητική κρίση διευθετήθηκε οριστικά την Κυριακή του Πάσχα 20 Απριλίου 1941, με τον βενιζελικό τραπεζίτη Εμμανουήλ Τσουδερό να ορκίζεται πρωθυπουργός, έχοντας αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Ναυτικών τον Αλέξανδρο Σακελλαρίου.