Η Pizza Hut ήρθε και έφυγε, και τώρα επέστρεψε. Η Wendy's -ίσως η μοναδική με σχετικά καλά προϊόντα- ήρθαν κι έφυγαν. Το McDonald's έφτασε, αλλά παρά την πρόσφατη αύξηση του μεγέθους του, παραμένει «ψιλο» όσον αφορά τον τζίρο. Πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει – ceteris paribus – την «αποτυχία» διείσδυσης στη διεθνή συγκέντρωση στη χώρα μας;
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι διεθνείς αλυσίδες γρήγορου φαγητού ήρθαν στην Ελλάδα, πρώτα το 1989 με την πολύ επιτυχημένη Wendy's και δύο χρόνια αργότερα με τον παγκόσμιο ηγέτη σε αυτόν τον κλάδο, επίσης την αμερικανική McDonald's. Το πρώτο κατάστημα της εταιρείας στην Plac Σύνταγμα (άνοιξε στις 12 Νοεμβρίου 1991) στην αρχική περίοδο της λειτουργίας της ήταν μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων αλυσίδων πωλήσεων στον κόσμο σε τζίρο. Η συνέχεια ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά και ενδεικτική της ελληνικής διατροφικής κουλτούρας, καθώς η Wendy έφυγε (για λόγους πνευματικής ιδιοκτησίας), όπως και η Pizza Hut πολύ αργότερα (για εμπορικούς λόγους), η οποία πλέον έχει επιστρέψει, ενώ σήμερα τα McDonald's και Domino's Pizza έχουν αμελητέα μερίδια στο αγορά σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αν λάβετε υπόψη ότι, για παράδειγμα, στη Γαλλία το 2013, οι πωλήσεις φαστ φουντ, κυρίως μεγάλων αλυσίδων, ξεπέρασαν τις πωλήσεις της παραδοσιακής κουζίνας, αντίστοιχα εντυπωσιακή είναι η αποτυχία διείσδυσής τους στην ελληνική αγορά. Ειδικά σε σύγκριση με τις περισσότερες κατηγορίες ταχείας κυκλοφορίας καταναλωτικών αγαθών, όπου κυριαρχούν τα διεθνή brands. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ελληνικά Goody's είχαν την καλύτερη εμφάνιση με ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο σλόγκαν, «γρήγορα ναι, σκληρά όχι».
Η συγκεκριμένη εταιρεία γρήγορου φαγητού έχει αιχμαλωτίσει πλήρως τον «παλμό» των Ελλήνων, γιατί στη χώρα μας ένα προσεγμένο τραπέζι ήταν πάντα σημαντικό. Ακόμη και στα εξοχικά σπίτια, τουλάχιστον στα πιο πλούσια, υπήρχαν καλά – επίσημα επιτραπέζια σκεύη εκτεθειμένα σε ένα ειδικό έπιπλο, το λεγόμενο ντουλάπι, αλλά και κλινοσκεπάσματα καλής ποιότητας, τραπεζομάντιλα και λινά πετσέτες, που συνήθως αποτελούσαν μέρος της προίκας.
Όσον αφορά την ταχύτητα, είναι πιο περίπλοκο γιατί ως έθνος είμαστε τρίτοι μεταξύ όλων των χωρών του ΟΟΣΑ για τον χρόνο που αφιερώνουμε στο τραπέζι (δύο ώρες και πέντε λεπτά την ημέρα), μετά την Ιταλία και τη Γαλλία, και πρώτοι για τους άνδρες. «Για τους πενθούντες Έλληνες», γράφει ο π Ζουράρις«Το τραπέζι, δηλαδή ένα κοινό γεύμα, το ποτό μαζί με τη συζήτηση και τη διασκέδαση, ήταν το αρχέτυπο του εξανθρωπισμού της κοινωνίας τους, και επομένως ένας από τους θησαυρούς του πολιτισμού τους». Θα μπορούσες να πεις ότι το slow food είχε ήδη ανακαλυφθεί, κάπως στην Ελλάδα, απλά δεν το καταλάβαμε.
Η παρακμή των διεθνών αλυσίδων γρήγορου φαγητού οφείλεται και στη μεγάλη δύναμη του ελληνικού street food, κυρίως στο σουβλάκι και τυρί κέικδύο είδη που εμφανίστηκαν στη μαγειρική σκηνή της χώρας σχετικά πρόσφατα, στα μέσα του περασμένου αιώνα. Σύμφωνα με την Αγλαή Κρεμέζη, το σουβλάκι όπως το ξέρουμε σήμερα, τυλιγμένο σε πίτα, έφτασε έτοιμο από την Κωνσταντινούπολη. Συνεχίζει λέγοντας ότι «κάτι παρόμοιο συνέβη με το doner, το οποίο κάποιος έξυπνος ιδιοκτήτης τραπεζαρίας στις ΗΠΑ ονόμασε gyro ή «gyro» και με αυτό το όνομα εξαπλώθηκε και έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στην Αμερική». Με άλλα λόγια, η Ελλάδα κατάφερε να αποτρέψει τη διείσδυση διεθνών ομίλων catering κάνοντας rebranding δύο ανατολικών street food, εισάγοντάς τα στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία. Γενικότερα, η ελληνική κουζίνα, χάρη στον τουρισμό, τη διασπορά και την εσωτερική της δύναμη, είναι από τις πιο δημοφιλείς στον διεθνή χώρο, γιατί η χώρα μας, μαζί με την Ιταλία, την Ιαπωνία, την Τουρκία, τη Γαλλία και το Μεξικό, συγκαταλέγονται στους «καθαρούς εξαγωγείς». «Δηλαδή, ο τζίρος των ελληνικών εστιατορίων στο εξωτερικό είναι μεγαλύτερος από τον τζίρο των ξένων κουζινών στην Ελλάδα.
- Το άρθρο είναι απόσπασμα του κειμένου με τίτλο Η «Γαστρονομία στη μεταπολίτευση» περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο «Ιστορίες για τη μεταπολίτευση», που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις «Πατάκη».
Πηγή: gastronomos.gr