Προοπτικές ανάπτυξης και επενδύσεων σε Ελληνική αγορά ακινήτων, παρά τη σημαντική επιδείνωση του διεθνούς κλίματος στον κλάδο. Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έρευνα Αναδυόμενες τάσεις στα ακίνηταοργανώθηκε από PwC για λογαριασμό του Ινστιτούτο Αστικής Γης (ULI)η αγορά της Αθήνας διατηρεί τη θέση της στην παγκόσμια κατάταξη (23η στις 30 αγορές) με βάση τις εκτιμήσεις ειδικών του κλάδου για τις προοπτικές της το 2024. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα κάθε αγοράς στην τελική κατάταξη καθορίζεται και από το μέγεθός της και η θέση Αθήνα κρίνεται ικανοποιητική.
Στέλεχος του κλάδου των ακινήτων που συμμετείχε στη φετινή μελέτη τονίζει ότι «η ελληνική αγορά αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από την υπόλοιπη Ευρώπη, αναπληρώνοντας τις απώλειες μετά από μια μακρά περίοδο οικονομικής κρίσης». Από την άλλη, υπάρχουν ειδικοί που εκφράζουν τις ανησυχίες τους για τις ακραίες κλιματικές συνθήκες που έπληξαν την Αθήνα το 2023 (πυρκαγιές, κύμα καύσωνα κ.λπ.).
Οπως Στην «Κ» αναφέρει ο κ. Τάσος Κοτζαναστάσης.Εκτελεστικό μέλος της παγκόσμιας επιτροπής διαχείρισης της ULI, «οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς για το 2024 παραμένουν σταθερές. Ωστόσο, καλό θα ήταν να μην έχουμε ιδιαίτερες προσδοκίες τουλάχιστον για τους επόμενους 12 μήνες γιατί η ρευστότητα είναι πολύ χαμηλή, κάτι που αντανακλάται και στον χαμηλότερο όγκο καταγεγραμμένων συναλλαγών».
Βέβαια, παρά το μικρό της μέγεθος, η ελληνική αγορά επηρεάζεται και από την αρνητική διεθνή συγκυρία. Σύμφωνα με τη φετινή μελέτη της PwC, οι μεγαλύτερες προκλήσεις είναι η αύξηση των επιτοκίων, η ραγδαία αύξηση του κόστους κατασκευής, ο υψηλός πληθωρισμός και η τεράστια πρόκληση της προσαρμογής της αγοράς ακινήτων στις απαιτήσεις των πολιτικών ESG όσον αφορά το περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα. «Η επόμενη χρονιά θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολη γιατί εκτός από τις προκλήσεις προσαρμογής σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και υψηλών κατασκευαστικών δαπανών, προστέθηκε και ένας γεωπολιτικός παράγοντας», σημειώνει ο κ. Κοτζαναστάσης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι τομείς που -σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- θα έχουν το μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον δεν είναι οι «παραδοσιακοί» κλάδοι, δηλαδή τα κτίρια γραφείων ή τα εμπορικά κέντρα/καταστήματα. Αντίθετα, η μεγαλύτερη ζήτηση είναι σε κατηγορίες όπως σπίτια, φοιτητικές κατοικίες, κέντρα υποβοηθούμενης μεταφοράς και φροντίδας/διαμονής ηλικιωμένων, καθώς και logistics, που συνεχίζουν να διατηρούν τη δυναμική τους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ωστόσο, αν και οι προοπτικές για το 2024 γενικά αξιολογούνται αρνητικά, το θετικό είναι η έλλειψη υπερπροσφοράς ακινήτων, που υπήρχε μεταξύ άλλων, κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης που έπληξε την παγκόσμια οικονομία το 2008-2009. Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των ακινήτων που θα διατεθούν στην αγορά λόγω της οικονομικής πίεσης των (ταλαιπωρημένων) ιδιοκτητών τους θα είναι περιορισμένος. Από την άλλη, αρνητικός παράγοντας για περισσότερες συμφωνίες είναι το γεγονός ότι οι τιμές πώλησης δεν έχουν ακόμη διορθωθεί προς τα κάτω, όπως αναμένουν όλοι οι ειδικοί του κλάδου.