Ήσυχο άγχος πριν από ένα ραντεβού

Χωρίς υπερβολικές προσδοκίες ή φόβο εκτροχιασμού των σχέσεων, στην παρούσα φάση η κυβέρνηση οδεύει προς το λεγόμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ASS) Ελλάδα – Τουρκία, που θα διεξαχθεί στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου. Αναμένεται πρόοδος σε διάφορες συμφωνίες εντός του ευρύτερου πλαισίου μιας θετικής ατζέντας (πολιτική προστασία, διέλευση συνόρων, εμπορικές συμφωνίες κ.λπ.), αλλά το πιο ενδιαφέρον ερώτημα μένει να απαντηθεί – ειδικά επειδή, εκτός από τη συνεδρίαση του ASM, θα υπάρξει να είναι επίσης το τετ-α-τετ ενός πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον πρόεδρό του Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν– αφορά τα επόμενα στάδια αυτής της ανοιχτής διαδικασίας Ελληνοτουρκικά κανάλιαπου άνοιξε μετά την κορύφωσή του ΓΙΑ ΑΥΤΟ Σε Βίλνιους τον περασμένο Ιούλιο.

Πηγές με πλήρη γνώση των επαφών που έχουν πραγματοποιηθεί τους τελευταίους μήνες σε διάφορα επίπεδα συμφωνούν ότι υπάρχει ισχυρότερη βούληση από την ελληνική πλευρά να προωθήσει τις διμερείς επαφές προς συζητήσεις που μπορούν να φέρουν λύσεις. Αντίθετα, φαίνεται να υπάρχει απροθυμία από την τουρκική πλευρά να περάσει το θέμα στην επόμενη φάση. Φυσικά, η ίδια η φύση των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν επιτρέπει εύκολες συζητήσεις, πόσο μάλλον λύσεις. Μάλιστα, μένει να καθοριστεί πόσο καιρό θα συνεχιστούν οι επαφές σε επίπεδο πολιτικών διαβουλεύσεων, στο πλαίσιο του λεγόμενου Αναπληρώτρια Υπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου ΚΑΙ Παντζάρια Aksapara.

Ελλάδα – Τουρκία: Βασικοί άξονες της συνεδρίασης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας

Τις τελευταίες ημέρες, δύο εκδηλώσεις προκάλεσαν πολύ θόρυβο στην Αθήνα σχετικά με το επερχόμενο ASS. Η πρώτη ήταν η επίσκεψη Ερντογάν στο Βερολίνο και ο τορπιλισμός όλων των πιθανοτήτων Γερμανοτουρκική συναίνεση για σημαντικά θέματα κατά τη διάρκεια κοινών δηλώσεων με την Καγκελάριο Όλαφ Σολτς. Ενώ κανείς στην ελληνική κυβέρνηση δεν θα τολμούσε να υποτιμήσει τη στάση που θα κρατήσει ο πάντα απρόβλεπτος κ. Ερντογάν, ενημερωμένες πηγές μας υπενθυμίζουν ότι η απόδοση του Τούρκου προέδρου στο Βερολίνο συνδέεται με τρεις παράγοντες: πρώτον, την προσπάθειά του να ενεργήσει ως ηγέτης που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των μουσουλμάνων σε όλο τον κόσμο, σε περίπτωση Παλαιστινίων. Δεύτερον, εκνευρίστηκε από τον γερμανικό αποκλεισμό της πώλησης μαχητικών αεροπλάνων Eurofighter (παράγεται από τετραμελή κοινοπραξία Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας) στην Τουρκία. Και τρίτον, το προηγούμενο διάστημα το Βερολίνο διαμαρτυρήθηκε έντονα κατά του Ερντογάν σχετικά με τα μηνύματα που έστελνε στην τουρκική μειονότητα στη Γερμανία. Αν και -συνολικά- η επιδείνωση των γερμανοτουρκικών σχέσεων δεν είναι ευπρόσδεκτο γεγονός για την Αθήνα, καθώς το Βερολίνο έχει λειτουργήσει συχνά ως γέφυρα με την Άγκυρα, δεν σχετίζεται με την ατμόσφαιρα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Το δεύτερο γεγονός που προκάλεσε ανησυχία σε πολλούς Αθηναίους ήταν οι δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν Για Μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη (το οποίο αποκαλείται σταθερά «τουρκικό» από Τούρκους αξιωματούχους), αλλά και «ομογενές» στα Δωδεκάνησα. Και σε αυτή την περίπτωση, οι δηλώσεις δεν αντιμετωπίστηκαν λόγω του περιεχομένου τους, αλλά πρωτίστως λόγω του χρόνου δημιουργίας τους. Επιπλέον, ήδη από τα μέσα Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια πολιτικών διαβουλεύσεων σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών και των επιτελείων τους, ο κ. Aksapar ανακοίνωσε ότι Αγκυρα δεν προτίθεται να κάνει καμία παραχώρηση για οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με τη μειονότητα στη Θράκη ή οπουδήποτε αλλού στην επικράτεια Βαλκανία. Αυτή η στάση –καθώς και ο γενικός πολιτικός κίνδυνος– ήταν ένας από τους παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για τη μετακίνηση του ASS από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Η συγκεκριμένη στάση της τουρκικής πλευράς κάνει ορισμένους να πιστεύουν ότι ο κ. Ερντογάν, ακόμη και αν μιλήσει με ήπιους τόνους, όπως προδιαθέτει και η οργάνωση ASS, θα αναφέρεται -άμεσα ή έμμεσα- σε μειονότητες.

Αυτό που συνέβη μπροστά και πίσω από τις κάμερες στο Βερολίνο μεταξύ της Καγκελαρίου και του Προέδρου της Τουρκίας δεν προμηνύεται καλό.

Επισήμως, από το βράδυ της Παρασκευής, η κυβέρνηση και οι τουρκικές διπλωματικές αρχές στην Αθήνα δεν είχαν ακόμη λάβει επίσημη ενημέρωση για τη μετακίνηση Ερντογάν στη Θράκη. Ωστόσο, υπάρχουν πληροφορίες ότι ο κ. Ερντογάν ενδέχεται να επισκεφθεί κάποια από τα μειονοτικά χωριά κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη. Ροδόπης. Αυτό βέβαια πρέπει να δοκιμαστεί στην πράξη. Ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση είναι ότι η επικείμενη επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα καταγράφηκε ακριβώς έξι χρόνια (7 Δεκεμβρίου 2017) μετά τις επεισοδιακές δηλώσεις με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο.

Τις τελευταίες ημέρες, το FIR στην Αθήνα κατήγγειλε παραβιάσεις των κανονισμών εναέριας κυκλοφορίας από ελικόπτερα της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας (όχι μαχητικά αεροσκάφη). Υπό κανονικές συνθήκες, αυτές οι παραβιάσεις δεν αξιολογούνται καν από την ελληνική πλευρά, αλλά προφανώς την προσοχή τράβηξε η μακρά, πλήρης σιωπή στον αγωνιστικό χώρο. Μέχρι στιγμής στη θάλασσα, ακόμα και σε ασκήσεις, τηρούνται με σεβασμό όλα όσα έχουν συμφωνηθεί. Επιπλέον, όλα όσα συμφωνήθηκαν στην Άγκυρα κατά τον τελευταίο γύρο αρχίζουν σταδιακά να μπαίνουν στη θέση τους Μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (MOE).

Ο αμερικανικός παράγοντας

Στους ασταθείς παράγοντες των ελληνοτουρκικών σχέσεων περιλαμβάνονται πάντα οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες είναι εξαιρετικά προβληματικές, όπως φαίνεται από την εξέλιξη της συζήτησης για τις προμήθειες και τον εκσυγχρονισμό F 16 Τουρκική Πολεμική Αεροπορία και καθυστερήσεις στη διαδικασία ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν την υπάρχουσα γενική διπλωματική εκτίμηση ότι η Άγκυρα δεν είναι διατεθειμένη να παρεκκλίνει από τον ιδεολογικό πυρήνα του Ερντογάν και της θέσης του κόμματός του, που διαμορφώθηκε στη βάση της εθνικιστικής δωροδοκίας που ακολούθησε το αποτυχημένο πραξικόπημα την ίδια στιγμή που ο Ερντογάν φαίνεται πρόθυμος να εκμεταλλευτεί τη στασιμότητα που επικρατεί από τον περασμένο Φεβρουάριο, ενώ εκτίθεται σε άλλα ανοιχτά μέτωπα.