Ιανουάριος του 1972. Ο Χένρι Κίσινγκερ σκεπτικός κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου στον Λευκό Οίκο. Ηταν ο ισχυρότερος υπουργός Εξωτερικών και διαμόρφωσε την αμερικανική Ιστορία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η διπλωματική του κληρονομιά εξακολουθεί να επηρεάζει τις
σχέσεις της Ουάσιγκτον με τη Ρωσία, την Κίνα και τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Πέθανε στο Κονέκτικατ συμπληρώνοντας έναν αιώνα ζωής και ακόμη και την επαύριον του θανάτου του εξακολουθεί να προκαλεί δέος και μίσος ως μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της πολιτικής σκηνής. Αλλοι ήθελαν να παραπεμφθεί για εγκλήματα πολέμου κι άλλοι τον θεωρούσαν δεξιοτέχνη της Realpolitik, άξιο συνεχιστή του Μέτερνιχ, τον οποίο μελέτησε.
Ο διαμορφωτής της διπλωματίας των ΗΠΑ
Του Ντέιβιντ Σάνγκερ
Σε ηλικία 100 ετών πέθανε την Τετάρτη στο Κονέκτικατ ο Χένρι Κίσινγκερ, ο πανεπιστημιακός που εξελίχθηκε σε διπλωμάτη για να σχεδιάσει το άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα, να μεσολαβήσει για την απεμπλοκή από το Βιετνάμ, χρησιμοποιώντας την επιτηδειότητα και τη φιλοδοξία του προκειμένου να αναμορφώσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και ποδοπατώντας ενίοτε τις δημοκρατικές αξίες στη διαδρομή του. Ελάχιστοι διπλωμάτες εξασφάλισαν τόσους επαίνους, αλλά και τόσο μίσος, όσο ο Κίσινγκερ. Θεωρούμενος ως ο ισχυρότερος υπουργός Εξωτερικών της μεταπολεμικής περιόδου, υπήρξε εναλλάξ ένας ακραίος ρεαλιστής, ο οποίος αναμόρφωσε την αμερικανική διπλωματία για τη νέα εποχή, παραβιάζοντας ταυτόχρονα τις αρχές της δημοκρατίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, εφόσον θεωρούσε ότι αυτό θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του έθνους. Συμβούλευσε 12 προέδρους, ενώ μεταμόρφωσε τις διεθνείς σχέσεις με την ακαδημαϊκή του κατανόηση της διπλωματικής ιστορίας, με την αστείρευτη φιλοδοξία του, αλλά και τις βαθιές του ανασφάλειες και την έντονη βαυαρική προφορά του. Εισήλθε στον Λευκό Οίκο του Νίξον το 1969, σε κρίσιμη περίοδο της αμερικανικής Ιστορίας, ως σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, ενώ μετά τον διορισμό του ως υπουργού Εξωτερικών το 1973, διατήρησε και τους δύο τίτλους, σπανιότατο γεγονός.
Οι μυστικές διαβουλεύσεις του Κίσινγκερ με την κομμουνιστική Κίνα οδήγησαν στο πιο σημαντικό διπλωματικό επίτευγμα της προεδρίας Νίξον. Παρότι η προσέγγιση με το Πεκίνο αποσκοπούσε στην απομόνωση της ΕΣΣΔ, χάραξε τον δρόμο για ομαλοποίηση των σχέσεων της Ουάσιγκτον με τη χώρα, που αναδείχθηκε στη δεύτερη υπερδύναμη του πλανήτη, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα στη διεθνή σκακιέρα, οι επιπτώσεις των οποίων γίνονται σήμερα ιδιαίτερα αισθητές.
Καχύποπτος
Για δεκαετίες ο Κίσινγκερ παρέμεινε ο κύριος εκπρόσωπος της καχυποψίας απέναντι στην Κίνα, καλώντας τον Λευκό Οίκο σε επιφυλακή και διαχείριση της κινεζικής οικονομικής, στρατιωτικής και τεχνολογικής πρόκλησης. Ηταν ο μόνος Αμερικανός αξιωματούχος ο οποίος διαπραγματεύθηκε με κάθε ηγέτη της Κίνας, από τον Μάο μέχρι τον Σι Τζινπίνγκ. Τον Ιούλιο, σε ηλικία 100 ετών, συνάντησε τον πρόεδρο Σι στο Πεκίνο, όπου έγινε δεκτός με τιμές αρχηγού κράτους, παρά την όξυνση των σινοαμερικανικών σχέσεων.
Προσείλκυσε την ΕΣΣΔ σε διάλογο, ο οποίος έγινε γνωστός ως ύφεση, οδηγώντας στις πρώτες μεγάλες συνθήκες περιορισμού των πυρηνικών όπλων. Η αεικίνητη διπλωματία του (shuttle diplomacy) αποκαθήλωσε τη Μόσχα ως κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή, χωρίς ωστόσο να επιτύχει να διαπραγματευθεί ευρύτερη ειρήνη στην περιοχή.Υστερα από συναντήσεις τριών ετών στο Παρίσι, διαπραγματεύθηκε τις ειρηνευτικές συμφωνίες που έδωσαν τέλος στον πόλεμο του Βιετνάμ, επίτευγμα για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης το 1973. Ο Κίσινγκερ έκανε λόγο για «ειρήνη με τιμή», αλλά ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ενώ οι επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι η ίδια συμφωνία θα μπορούσε να έχει υπογραφεί χρόνια νωρίτερα, προλαμβάνοντας χιλιάδες θανάτους.
Μέσα σε δύο χρόνια, οι δυνάμεις του Ανόι είχαν κυριεύσει τον, υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ, Νότο. Για τους επικριτές του, η κομμουνιστική νίκη χαρακτηρίσθηκε αναπόφευκτη κατάληξη κυνικού σχεδίου, το οποίο αποσκοπούσε να προσφέρει διπλωματική ανάπαυλα για τις ΗΠΑ. Σε σημειώσεις του στο περιθώριο εγγράφων του σε ένα από τα μυστικά ταξίδια του στην Κίνα το 1971, ο Κίσινγκερ έγραψε: «Χρειαζόμαστε μια αξιοπρεπή ανάπαυλα», αποδεικνύοντας ότι ήθελε απλώς να καθυστερήσει την πτώση της Σαϊγκόν.
Ο κυνισμός τού επέτρεπε να αντιμετωπίζει με μακιαβελικό τρόπο μικρότερα κράτη, τα οποία θεωρούσε πιόνια στο παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων. Ο Κίσινγκερ ήταν ο αρχιτέκτονας των προσπαθειών ανατροπής του δημοκρατικά εκλεγμένου πρόεδρου της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε, ενώ κατηγορήθηκε ότι παραβίασε τη διε-θνή νομοθεσία με τον εντατικό βομβαρδισμό της Καμπότζης το 1969-70, σε έναν ακήρυχτο πόλεμο εναντίον ουδέτερης χώρας.
Στόχος του ήταν να εκδιώξει το κομμουνιστικό αντάρτικο των Βιετκόνγκ από τις βάσεις που διατηρούσε στο εσωτερικό της Καμπότζης. Οι βομβαρδισμοί ήταν όμως μαζικοί, καθώς ο Κίσινγκερ είχε ενημερώσει τους επικεφαλής της αεροπορίας να «χτυπούν καθετί που πετάει και καθετί που κινείται». Τουλάχιστον 50.000 άμαχοι σκοτώθηκαν. Οταν ο υποστηριζόμενος από τις ΗΠΑ στρατός του Πακιστάν διεξήγαγε πόλεμο εξόντωσης στο Ανατολικό Πακιστάν –σημερινό Μπαγκλαντές– το 1971, ο Κίσινγκερ με τον Νίξον αγνόησαν τις εκκλήσεις του Αμερικανού προξένου να δοθεί τέλος στη σφαγή. Αντιθέτως, οι εξαγωγές όπλων προς το Πακιστάν συνεχίστηκαν. Ο Λευκός Οίκος είχε άλλωστε άλλες προτεραιότητες, που ήταν η στήριξη προς τον Πακιστανό πρόεδρο, αναγκαίο διαμεσολαβητή μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Ανατολικό Πακιστάν και 10 εκατομμύρια αναζήτησαν καταφύγιο στην Ινδία.
Θεωρήθηκε ο ισχυρότερος υπουργός Εξωτερικών μεταπολεμικά και έγραψε την ιστορία του Ψυχρού Πολέμου.
Το 1975 ο Κίσινγκερ και ο πρόεδρος Φορντ ενέκριναν μυστικά την εισβολή του ινδονησιακού στρατού στην πρώην πορτογαλική αποικία του Ανατολικού Τιμόρ. Ο Κίσινγκερ είπε στον πρόεδρο Σουχάρτο της Ινδονησίας κατά τη διάρκεια συνάντησής τους: «Θα ήταν καλύτερα η εισβολή να αρχίσει αφού έχουμε γυρίσει στις ΗΠΑ». Περισσότεροι από 100.000 κάτοικοι του Τιμόρ σκοτώθηκαν ή πέθαναν από την πείνα. Ο Κίσινγκερ απέρριψε τις επικρίσεις λέγοντας ότι οι κατήγοροί του δεν αντιμετώπιζαν τα διλήμματα που αντιμετώπιζε αυτός.
Αδιαφορία για μικρά κράτη
Οι μεγαλύτερες αποτυχίες του Κίσινγκερ αφορούν την αδιαφορία του για τους δημοκρατικούς αγώνες μικρότερων κρατών. Είναι αξιοπερίεργο πως ένας πρόσφυγας των ναζί, όπως ο Κίνσινγκερ, έμοιαζε να αδιαφορεί για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κυβερνήσεις σε Αφρική, Λατινική Αμερική, Ινδονησία και αλλού. Ο Κίσινγκερ ενδιαφερόταν περισσότερο να διατηρήσει χώρες στην αντικομμουνιστική σφαίρα επιρροής, παρά για την καταπίεση των πολιτών τους.
Τις ιδεολογικές του απόψεις διαμόρφωσε ο Κίσινγκερ στο Χάρβαρντ. Ως υποψήφιος διδάκτωρ, ο μετέπειτα ΥΠΕΞ ανέλαβε να διδάξει σεμινάριο διεθνών σχέσεων σε προπτυχιακούς φοιτητές. Στις διαλέξεις του συμμετείχαν μετέπειτα ηγέτες, όπως ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Γιασουχίρο Νακασόνε, ο πάλαι ποτέ πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ και ο «πατέρας» της σύγχρονης Μαλαισίας Μαχατίρ Μοχάμαντ.
Με την οικονομική στήριξη του Ford Foundation, τα σεμινάρια εξασφάλισαν τα προς το ζην για τον Κίσινγκερ και την οικογένειά του, επιτρέποντάς του να υποστηρίξει τη διατριβή του. Θέμα της ήταν η διπλωματία του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών Μέτερνιχ και του Βρετανού ομολόγου του, λόρδου Κάσλερι μετά τους ναπολεόντειους πολέμους.
Η διατριβή, που αποτέλεσε τη βάση του πρώτου βιβλίου του, πρέπει να διαβαστεί σαν οδηγός της εμμονής του με την εξισορρόπηση της ισχύος μεταξύ κρατών και την καχυποψία του απέναντι σε κάθε επανάσταση. Οι Μέτερνιχ και Κάσλερι επιδίωξαν τη σταθερότητα στην Ευρώπη, την οποία πέτυχαν περιορίζοντας την επιρροή της επαναστατικής Γαλλίας, μέσα από ισορροπία δυνάμεων.
Ο Κίσινγκερ είδε στην Ιερά Συμμαχία παραλληλισμούς με τη μεγάλη διένεξη της εποχής του: την ανάσχεση της σταλινικής ΕΣΣΔ. «Υπήρξε πάντα προσηλωμένος στη Realpolitik, απαλλαγμένη από κάθε ηθική αναστολή», είπε το 2015 ο πρώην συνάδελφός του στο Χάρβαρντ, Στάνλεϊ Χόφμαν.
Ο κυνισμός του φανερώνεται σε συνομιλία του με τον Νίξον το 1973. Ο Κίσινγκερ συστήνει στον Αμερικανό πρόεδρο να μη βοηθήσει Εβραίους πολίτες της ΕΣΣΔ να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, προκειμένου να μη διαταραχθούν οι διπλωματικές επαφές με τη Μόσχα του Μπρέζνιεφ. «Ακόμη και αν οι σοβιετικές Αρχές αρχίσουν να βάζουν Εβραίους σε φούρνους αερίων, αυτό δεν θα είναι πρόβλημα των ΗΠΑ. Ισως να αποτελεί ανθρωπιστικό ζήτημα».
Αντιδράσεις για το Νομπέλ Ειρήνης εν μέσω του πολέμου στο Βιετνάμ
Του Ρον Ντεπασκουάλε
Το 1973, και ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ συνέχιζε να μαίνεται, ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν ένας από τους δύο διπλωμάτες που μοιράστηκαν το βραβείο Νομπέλ Ειρήνης, μετά τη διαπραγμάτευση των Συμφωνιών Ειρήνης του Παρισιού που έδωσαν τέλος στην αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στο Βιετνάμ. Ο Κίσινγκερ χαρακτήρισε την ειρηνευτική συμφωνία «έντιμη ειρήνη». Η αντίδραση στη βράβευσή του, όμως, υπήρξε κάθε άλλο παρά τιμητική. Πολλοί αποκάλεσαν το Νομπέλ «βραβείο πολέμου». Ο πόλεμος απείχε ακόμη πολύ από τη λήξη του, ενώ καταιγίδα διαμαρτυριών και ειρωνείας ξέσπασε γύρω από τη βράβευση του Κίσινγκερ. Οι επικριτές του τον κατηγόρησαν ότι οι ειρηνευτικές συμφωνίες αποτελούσαν μακιαβελικό σχέδιο, ενώ η υπογραφή της συνθήκης θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί χρόνια νωρίτερα.
Η δημοσιότητα είχε αρχίσει να στρέφεται πάνω στην παράνομη εκστρατεία εναέριων βομβαρδισμών της Καμπότζης από αμερικανικά αεροσκάφη, μετά τις αποκαλύψεις του δημοσιογράφου Σίμορ Χερς το καλοκαίρι του 1973. Μόλις δύο ημέρες μετά την υπογραφή των Συμφωνιών του Παρισιού, ο καθηγητής Τζον Σάνες, μέλος της νορβηγικής ακαδημίας Νομπέλ, πρότεινε τον Κίσινγκερ και τον Βιετναμέζο ομόλογό του, Λε Ντουκ Το, για το βραβείο Ειρήνης.
Σε ανταπόκρισή τους από το Οσλο στις 17 Οκτωβρίου 1973, οι Times έγραφαν ότι «το βραβείο προκάλεσε μεγάλη έκπληξη εδώ στη Νορβηγία, με παρατηρητές να εκτιμούν ότι αυτή θα ήταν η πλέον αμφιλεγόμενη βράβευση στην ιστορία του θεσμού που χρονολογείται από το 1901». Η επιτροπή βράβευσης αιτιολόγησε την απόφασή της λέγοντας ότι οι Συμφωνίες του Παρισιού «προκάλεσαν κύμα χαράς και ελπίδας για ειρήνη σε όλο τον κόσμο. Ελπίζουμε ότι όλες οι πλευρές της διένεξης θα νιώσουν την ηθική ευθύνη και θα συμφωνήσουν σε μόνιμη ειρήνη για τον λαό της Ινδοκίνας».
Ρεπορτάζ των Times για την επιλογή έγραφε: «Οι κακές γλώσσες στο Οσλο λένε ότι οι αναγνώστες θα κάνουν καλά να μην πετάξουν τα κόμικς τους, γιατί το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας θα απονεμηθεί του χρόνου στον Ουόλτ Ντίσνεϊ». Δύο από τα μέλη της επιτροπής παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Οι επικριτές του Κίσινγκερ τον κατηγόρησαν ότι οι ειρηνευτικές συμφωνίες αποτελούσαν μακιαβελικό σχέδιο, ενώ η υπογραφή της συνθήκης θα μπορούσε να έχει πραγματοποιηθεί χρόνια νωρίτερα.
«Η επιτροπή είχε επιλέξει 47 υποψηφίους για το βραβείο – μεταξύ τους ο πρόεδρος Νίξον και ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος Τίτο. Πολλοί εδώ πίστευαν ότι το βραβείο θα κατέληγε στον αρχιεπίσκοπο της Ρεσίφε της Βραζιλίας, Ελντερ Καμάρα, για το σημαντικό κοινωνικό έργο του. Ο Καμάρα έχει επιλεγεί μεταξύ των υποψηφίων για τρία συνεχόμενα έτη», έγραφε η ανταπόκριση των Times.
Ο Λε Ντουκ Το αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο λέγοντας ότι η ειρήνη δεν είχε φθάσει ακόμη. Ο πόλεμος συνεχίσθηκε με αμείωτη ένταση για άλλα σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι την πτώση της Σαϊγκόν. Ο Κίσινγκερ δεν ταξίδεψε εντέλει στο Οσλο για να παραλάβει το βραβείο του, ενώ μετά την πτώση της Σαϊγκόν προσπάθησε –ανεπιτυχώς– να επιστρέψει το Νομπέλ.
Εγγραφα της επιτροπής Νομπέλ, που δημοσιοποιήθηκαν το 2023, αποκαλύπτουν ότι τα μέλη της γνώριζαν ότι ο πόλεμος δεν επρόκειτο να λήξει σύντομα. Ο καθηγητής Σάνες είχε γράψει σε επιστολή του προς τα άλλα μέλη: «Συνειδητοποιώ ότι η πραγματική πρακτική σημασία των Συμφωνιών Ειρήνης δεν θα γίνει αντιληπτή παρά μόνο μετά το πέρας μεγάλου χρονικού διαστήματος».
Μιλώντας πρόσφατα στην εφημερίδα The Guardian, ο καθηγητής Στάιν Τόνσον του Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη στο Οσλο λέει σχετικά με το σκεπτικό της επιτροπής Νομπέλ: «Παρότι έχω πολύ έντονες μνήμες των διεργασιών για τη βράβευση του Κίσινγκερ, μου προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη σήμερα ότι η επιτροπή μπόρεσε να λάβει μια τόσο κακή απόφαση».