Γ. Στουρνάρας: Η αγορά εργασίας είναι ανθεκτική, αλλά χρειάζονται μεταρρυθμίσεις

Γ. Στουρνάρας: Η αγορά εργασίας είναι ανθεκτική, αλλά χρειάζονται μεταρρυθμίσεις

Την ανθεκτικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας τα τελευταία χρόνια, ακόμη και στην υγειονομική κρίση, σημείωσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στη σημερινή του ομιλία στο 2ο MD Forum, αν και προειδοποίησε ότι παρά τις σημαντικές βελτιώσεις, «εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές διαταραχές. ”

«Το ποσοστό ανεργίας, αν και μειώνεται σταθερά και σημαντικά τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ το ποσοστό ανεργίας μεταξύ των ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων (νέοι, γυναίκες), παρά την πτώση του, παραμένει υψηλό», ανέφερε η Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και πρόσθεσε:

«Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το φυσικό ποσοστό ανεργίας, αν και μειώνεται, παραμένει υψηλό, υποδηλώνοντας διαρθρωτικά προβλήματα. Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας συνεχίζει να μειώνεται αλλά παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ τόσο ως προς τον συνολικό αριθμό των ανέργων όσο και ως προς το φύλο, με την πλειονότητα των μακροχρόνια ανέργων να είναι γυναίκες. Καθώς η διάρκεια της ανεργίας αυξάνεται, η Οι δεξιότητες υποτιμώνται και αυξάνεται η πιθανότητα απόσυρσης από την αγορά εργασίας, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο κοινωνικού αποκλεισμού, φτώχειας και βαθύτερης ανισότητας. Η δομή της ανεργίας, ιδίως η μακροχρόνια ανεργία, υπογραμμίζει την ανάγκη να δοθεί έμφαση στη δια βίου μάθηση, στην καλύτερη αντιστοίχιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και στην περαιτέρω εφαρμογή ενεργών πολιτικών απασχόλησης προκειμένου να ενσωματωθούν και να παραμείνουν στην αγορά εργασίας.

Η μείωση της ανεργίας σχετίζεται με την αυξανόμενη σύσφιξη της αγοράς εργασίας και τις δυσκολίες για τις επιχειρήσεις να βρουν εξειδικευμένο προσωπικό που να καλύπτει τις ανάγκες τους. Η στεγανότητα στην αγορά εργασίας, η οποία αντικατοπτρίζει αν οι κενές θέσεις εργασίας υπερτερούν των ατόμων που αναζητούν εργασία, έχει αυξηθεί μετά την πανδημία, με τον τουρισμό, τη γεωργία, τη μεταποίηση και τις κατασκευές να παρουσιάζουν τις πιο στενές περιοχές.

Επιπλέον, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ ζήτησης και προσφορών εργασίας παραμένει σημαντικό, καθώς ορισμένες εταιρείες δυσκολεύονται να βρουν κατάλληλους υπαλλήλους επειδή είτε δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα είτε έχουν στραφεί σε άλλους τομείς με καλύτερες προοπτικές απασχόλησης ή ακόμη και σε άλλες χώρες (εγκέφαλος διοχετεύω).

Το ποσοστό απασχόλησης στην ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών αυξάνεται μετά την πανδημία καθώς η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει, αλλά παραμένει χαμηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Η συμμετοχή ανδρών και γυναικών, και ιδιαίτερα των νέων, στην αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι η γήρανση του πληθυσμού μπορεί να επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη και, σε πολλές περιπτώσεις, να απειλήσει τη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Η αύξηση της απασχόλησης των νέων και η επιστροφή εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης από το εξωτερικό (brain recovery) προϋποθέτει ενίσχυση της ζήτησης τους σε κλάδους και επαγγέλματα υψηλής προστιθέμενης αξίας, προσέλκυση ξένων επενδύσεων και ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντική η δραστηριότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με την ονομασία «Rebrain Greece Talent Center», που αφορά τον μηχανισμό σύνδεσης ταλαντούχων εργαζομένων που κατοικούν στην Ελλάδα και το εξωτερικό με θέσεις υψηλής εξειδίκευσης σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. .

Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επιταχυνόμενη δημογραφική γήρανση της κοινωνίας τις επόμενες δεκαετίες θα αυξήσει το μερίδιο των ηλικιωμένων στο σύνολο του πληθυσμού και θα επηρεάσει αρνητικά την αγορά εργασίας, αποτελώντας σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας. Μέχρι το 2050, το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω στο σύνολο του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να αυξηθεί από 21,1% σε 29,0% (+7,9 ποσοστιαίες μονάδες) και προβλέπεται το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) θα μειωθεί στο 57,4% (-6,5 ποσοστιαίες μονάδες), και εκτιμάται ότι το ποσοστό των νέων ηλικίας 0-14 ετών θα μειωθεί στο 13,6% (-1,4 ποσοστιαίες μονάδες). Επιπλέον, ο δείκτης εξάρτησης από τις συντάξεις θα αυξηθεί, ασκώντας πίεση στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης και στο κόστος των συντάξεων. Αυτές οι δυσμενείς δημογραφικές αλλαγές οφείλονται κυρίως στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής και στο επίμονα χαμηλό ποσοστό γονιμότητας. Η πρόβλεψη για την Ελλάδα είναι ακόμη πιο δυσοίωνη, καθώς το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (ηλικίας 15-64 ετών) αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο κατά 11,4 μονάδες έως το 2050. τοις εκατό (από 63,6% σε 52,2%).

Προτάσεις πολιτικής

Οι παραπάνω διαταραχές αποτελούν μερικές από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες απαιτούν:

Πρώτον, η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, της δυνητικής αύξησης της παραγωγής και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Αυτό θα αυξήσει τη δυνατότητα της οικονομίας να δαπανήσει περισσότερα, με έμφαση στις επενδύσεις, χωρίς να επιδεινωθεί το εξωτερικό ισοζύγιο. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση κυρίως σε τομείς που μπορούν να επηρεάσουν τη δυναμική της δυνητικής ανάπτυξης, όπως η ταχεία υλοποίηση επενδυτικών δραστηριοτήτων του ιδιωτικού τομέα, η αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων με εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, η ενίσχυση της εξωστρέφειας και της επιχειρηματικότητας. Οι αυξημένες επενδύσεις κεφαλαίου αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας καθώς και τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας, καθιστώντας την πιο ανταγωνιστική και οδηγώντας στη δημιουργία νέων, καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο, τα οφέλη από τη βελτίωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας θα φτάσουν σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη της κοινωνίας.

Δεύτερον, η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και η υποστήριξη της επιχειρηματικότητας αποτελούν βασικές στρατηγικές για την αποτελεσματική προσαρμογή της αγοράς εργασίας. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι βασικός παράγοντας για την ανάπτυξη της απασχόλησης που μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία και την πλήρωση εξειδικευμένων θέσεων εργασίας υψηλής αμοιβής, ενισχύοντας τα λεγόμενα «τρίγωνο γνώσης» (εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία). Είναι σημαντικό να υπάρχουν μεγαλύτερες διασυνδέσεις μεταξύ πανεπιστημίων και εταιρειών του ιδιωτικού τομέα για να καταστεί δυνατή η διάδοση και η εκμετάλλευση της πανεπιστημιακής έρευνας, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει ανάγκη προσαρμογής των προγραμμάτων σπουδών στην ανάπτυξη εμπορεύσιμων δεξιοτήτων για τη διευκόλυνση της επανεκπαίδευσης των αποφοίτων για την αγορά δουλειά. Σε ένα περιβάλλον ταχείας τεχνολογικής ανάπτυξης, όπου η γνώση υποτιμάται πολύ πιο γρήγορα από πριν, και η ανθρωπότητα μπορεί να αντιμετωπίσει πολύ μεγάλες ανακαλύψεις στον τομέα των κβαντικών υπολογιστών (κβαντικοί υπολογιστές) και της τεχνητής νοημοσύνης, οι επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία είναι η πιο βασική προϋπόθεση για τις επιχειρήσεις ανάπτυξη και τα πανεπιστήμια μπορούν να είναι πολύτιμη βοήθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, η ενθάρρυνση της κινητικότητας των φοιτητών στα πανεπιστήμια του εξωτερικού αυξάνει την ανταλλαγή δεξιοτήτων που σχετίζονται με τη μάθηση, τη διδασκαλία, την κατάρτιση και την εργασία και παρέχει στους φοιτητές πρόσθετους πόρους για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας.

Τρίτον, να συνεχιστεί η εφαρμογή ενεργών πολιτικών απασχόλησης που ενθαρρύνουν όχι μόνο τη συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας αλλά και τη διατήρηση των ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας. Μια τέτοια πολιτική συνδέεται με την αύξηση της κινητικότητας και της ευελιξίας του εργατικού δυναμικού, καθώς και την απόκτηση και βελτίωση προσόντων που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις της οικονομίας. Η συνέχιση της εφαρμογής αποτελεσματικών προγραμμάτων κατάρτισης για το εργατικό δυναμικό, ιδίως για τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, και η αύξηση του επιπέδου τεχνικής εκπαίδευσης θα συμβάλει στη διατήρηση των θέσεων εργασίας και στην ένταξη των ευάλωτων ομάδων στην αγορά εργασίας.

Τέταρτον, παρεμβάσεις με στόχο την ενίσχυση του εναρμονιστικού δικτύου οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, διευκόλυνση της ένταξης και διατήρηση του οικονομικά ανενεργού πληθυσμού στην αγορά εργασίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις γυναίκες και τους νέους. Τέτοιες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την παροχή κινήτρων για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, καθώς και την ενίσχυση των δομών προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας.

Πέμπτον, θεσμικές παρεμβάσεις με στόχο τη μείωση ή την επιδότηση των ασφαλίστρων, που θα μειώσουν το μη μισθολογικό κόστος και θα συμβάλει, σε συνδυασμό με τον αυξημένο έλεγχο, ιδίως σε τομείς που είναι επιρρεπείς στην εγκληματικότητα, στη μείωση της αδήλωτης και σιωπηρής εργασίας.

Έκτον, η ένταξη των μεταναστών για την κάλυψη του κρίσιμου κενού εργασίας και δεξιοτήτων στην εγχώρια αγορά εργασίας. Επί του παρόντος, υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε βασικούς οικονομικούς τομείς όπως ο τουρισμός, η αγροτική παραγωγή, η βιομηχανία και οι κατασκευές, και πολλές θέσεις εργασίας παραμένουν ακάλυπτες. Ενόψει των δημογραφικών προκλήσεων και της γήρανσης του πληθυσμού, η συζήτηση για τη συνολική θετική επίδραση της μετανάστευσης στην ελληνική οικονομία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Επιπλέον, η μετανάστευση που προκαλείται από την κλιματική κρίση μπορεί να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, καθώς η συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων θα αυξήσει δραματικά την παγκόσμια κινητικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η ευθύνη της χώρας υποδοχής για τον καθορισμό του θεσμικού πλαισίου για την εισροή μεταναστών, για την ανάπτυξη στρατηγικών και την ανάπτυξη πολιτικών για την προώθηση της ένταξής τους στην κοινωνία είναι ζωτικής σημασίας. «Απαιτούνται επίσης βελτιώσεις για να συνδεθεί πιο αποτελεσματικά η μετανάστευση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και να δημιουργηθούν κίνητρα για την προσέλκυση ειδικευμένων μεταναστών».

Η κατάσταση στην αγορά εργασίας αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται

Στουρνάρας επανέλαβε ότι η ελληνική οικονομία – παρά τις συνεχιζόμενες διεθνείς κρίσεις και την υψηλή αβεβαιότητα – αναμένεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη φέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια.

Ωστόσο, σημείωσε ότι «απαιτούνται συνεχείς προσπάθειες για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να συνεχιστεί η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία μετριάζει τον αντίκτυπο των αυξήσεων των επιτοκίων στο κόστος δανεισμού, κάτι που έχει θετική αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία».

Για την αγορά εργασίας, σημείωσε ότι «αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται μεσοπρόθεσμα, αλλά η επόμενη μεγάλη πρόκληση είναι να διατηρηθεί η ανάπτυξη σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και υψηλής αβεβαιότητας που προκύπτει από γεωπολιτικές εντάσεις. Η ανοδική τάση στην αγορά εργασίας θα υποστηριχθεί από την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» με την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και τη δημιουργία νέων, καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.

Η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων όπως, για παράδειγμα, η επιτάχυνση της δικαιοσύνης, η αποτελεσματική καταπολέμηση της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, η μείωση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, η άρση των επίμονων στρεβλώσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, θα αυξήσει την παραγωγικότητα και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, θα οδηγήσει σε υψηλότερους δυνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και βελτιωμένη κατάσταση αγορά εργασίας. Τα οφέλη της προόδου στην αγορά εργασίας θα φτάσουν σε μεγαλύτερο μερίδιο του πληθυσμού, θα μειώσουν τις ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό και θα ενισχύσουν την κοινωνική συνοχή», ανέφερε.