Ο Αλέξης Χαρίτσης, πρόεδρος της Κ.Ο. της Νέας Αριστεράς, απηύθυνε ένα δριμύ λόγο από το βήμα της Βουλής, κατά την ψήφιση του προϋπολογισμού.
«Οι σημερινοί πολίτες νιώθουν ότι είναι δεύτερης κατηγορίας, ότι είναι φτωχοί και ας μην είναι φτωχοί. Αυτό γεννά απελπισία κι απαξίωση της πολιτικής», ήταν τα λόγια του Αλέξη Χαρίτση από το βήμα της Βουλής, κατά τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό.
«Με αυτά», συνέχισε ο Αλέξης Χαρίτσης, «εμπεδώνεται η απαξίωση της πολιτικής και ο εκφασισμός της καθημερινής ζωής που γεννά βία σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας. Και μια κοινωνία που δεν πιστεύει στον εαυτό της, είναι μια κοινωνία που δεν έχει μέλλον».
«Ο προϋπολογισμός θα έπρεπε να απαντά στο πώς θα ξεφύγουμε από τις ανισότητες κι από όλα τα παραπάνω, όμως η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει την ίδια πολιτική που μας έφερε εδώ. Το μοντέλο ανάπτυξης όμως έχει αποτύχει», υπογράμμισε.
Και πρόσθεσε: «Έτσι, ενισχύονται οι ανισότητες, το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης, τα υπερκέρδη για τους λίγους, λύσεις σε σοβαρά ζητήματα δίνονται με μπαλώματα, και υπάρχει αδιαφορία για το μέλλον. Πουθενά δεν υπάρχει μέριμνα για τα τρία σημαντικά προβλήματα: Κλιματική κρίση, ανισότητες, παραγωγικό μοντέλο της χώρας».
Κλείνοντας την ομιλία του, ο Αλέξης Χαρίτσης τόνισε πως «καταψηφίζουμε τον προϋπολογισμό της Νέας Δημοκρατίας».
Ολόκληρη η ομιλία Χαρίση
«Στον προϋπολογισμό δεν συζητάμε μόνο για την επόμενη χρονιά, αλλά για το μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας.
Κοιτούσα τα τελευταία στοιχεία.
Υπάρχει ένα που είναι εξαιρετικά ανησυχητικό: το πώς νιώθουν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες. Πώς μεταφράζουν οι πολίτες στη ζωή τους τα οικονομικά μεγέθη.
Η Ελλάδα λοιπόν καταγράφει άλλη μια αρνητική πρωτιά, με σχεδόν διπλάσια διαφορά από την επόμενη χώρα, τη Βουλγαρία. Σύμφωνα με τη Eurostat, 7 στους 10 Έλληνες πολίτες νιώθουν ότι είναι φτωχοί.
Τρεις και πλέον φορές περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο. Υπάρχει πρόβλημα – ελπίζω να συμφωνούμε όλοι σε αυτό. 7 στους 10 κατοίκους της χώρας μας θεωρούν, νιώθουν, πιστεύουν ότι η προσπάθεια, η εργασία, ο κόπος τους δεν ανταμείβεται αρκετά.
Και αυτό ισχύει προφανώς. Μείωση μέσου πραγματικού μισθού κατά 8% την τελευταία τριετία.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Αφορά κάτι βαθύτερο: οι Έλληνες και οι Ελληνίδες αισθάνονται εγκλωβισμένοι σε ένα αδιέξοδο.
Βλέπουν ότι όσα και αν βγάζουν το μήνα, αυτά δεν είναι αρκετά εξαιτίας της έκρηξης της ακρίβειας.
Η νέα γενιά και τα δυναμικά στρώματα της κοινωνίας, δεν μπορούν να νοικιάσουν, πόσο μάλλον να αγοράσουν, ένα σπίτι εξαιτίας της στεγαστικής κρίσης.
Οι μορφωμένοι απόφοιτοι των πανεπιστημίων μας βλέπουν ότι οι επαγγελματικές επιλογές είναι ελάχιστες και οι αμοιβές και η ποιότητα ζωής αλλού καλύτερες.
Η οικογενειακή αποταμίευση είναι ανέφικτος στόχος, ενώ οι φόροι δεν επιστρέφουν στην κοινωνία. Οι πολίτες πληρώνουν φόρους άνισα και άδικα. Και την ίδια στιγμή δεν απολαμβάνουν τις υπηρεσίες που δικαιούνται- στην παιδεία, στην υγεία, στις δημόσιες υποδομές.
Όσο και αν προσπαθεί κανείς, η ζωή στην Ελλάδα του 2023 είναι συνδεδεμένη με την ανασφάλεια: την ανασφάλεια για την πυρκαγιά και την πλημμύρα, την απόλυση ή την εργασία δίχως δικαιώματα, τη ζωή σε μια χώρα που σε αντιμετωπίζει ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας.
Για αυτό οι άνθρωποι της χώρας μας νιώθουν, ακόμα και αν δεν είναι, φτωχοί.
Και αυτό γεννά απογοήτευση και απελπισία.
Σε μια οικονομία χαμηλής παραγωγικότητας, σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, σε μια ζωή που η προσπάθεια για την καλυτέρευσή της πέφτει στον τοίχο της ανισότητας και της αδικίας, εμπεδώνεται η απαξίωση της πολιτικής.
Είναι ένα μείγμα που γεννά τέρατα.
Το βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη: στην άνοδο της άκρας και αυταρχικής Δεξιάς, στο ρεύμα του ανορθολογισμού, στον εκφασισμό της καθημερινής ζωής- αυτόν που παράγει βία στα σχολεία, στις γειτονιές και στα γήπεδα, που εκτρέφει τη λογική της αυτοδικίας, που οπλίζει το χέρι απέναντι στον πιο αδύναμο.
Μια κοινωνία που δεν πιστεύει στον εαυτό της, είναι μια κοινωνία που έχει χάσει τη μάχη για το μέλλον.
Σε αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να απαντά ο προϋπολογισμός του 2024.
Στο πώς θα έχουμε πολιτικές που αμφισβητούν τον πυρήνα της ανισότητας, στο πώς θα σχεδιάσουμε την έξοδο της χώρας μας από την παραγωγική στασιμότητα, στο πώς θα οχυρωθούμε απέναντι στην περιβαλλοντική κρίση που μας απειλεί, και εν τέλει, στο πώς θα θωρακίσουμε τη Δημοκρατία μας από τη μοιρολατρία και τον κυνισμό του «δεν αλλάζει τίποτα και αν αλλάξει κάτι θα είναι μόνο προς το χειρότερο».
Η χώρα χρειάζεται μια νέα εποχή εθνικής και κοινωνικής αυτοπεποίθησης.
Η χώρα χρειάζεται να πιστέψει στους ανθρώπους της.
Η χώρα χρειάζεται μια άλλη πολιτική.
Η Νέα Δημοκρατία, με τον προϋπολογισμό που κατέθεσε, συνεχίζει με την ίδια συνταγή που μας έφερε εδώ.
Η πολιτική της στηρίζεται σε ένα σταθερό μείγμα: αντιμετωπίζει τις κρίσεις με μπαλώματα, ενισχύει τις ανισότητες μέσα από την συσσώρευση πλούτου σε λίγους, αναπαράγει ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται σε ευκαιριακά κέρδη και υπερκέρδη, στην φτηνή ανάπτυξη, ενώ αδιαφορεί για τους κινδύνους και τις προκλήσεις του μέλλοντος.
«Όλα πάνε καλά» μας λέει ο Πρωθυπουργός.
«Κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε» επαναλαμβάνουν οι υπουργοί του.
Κάνετε όντως ότι καλύτερο μπορείτε και τα πράγματα πάνε καλά για αυτούς που σας ενδιαφέρουν: τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα που στα χρόνια της Νέας Δημοκρατίας ζουν τις καλύτερές τους μέρες.
Το 2023 όμως δεν ήταν μια καλή χρονιά για τη χώρα.
Και αυτό θα έπρεπε να έχει σημάνει συναγερμό.
Συναγερμό για τα τρία μεγάλα θέματα της εποχής μας: την κλιματική κρίση, τις κοινωνικές ανισότητες, το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Το 2023 οι πυρκαγιές και η τεράστια καταστροφή στη Θεσσαλία ανέδειξαν το πόσο ανοχύρωτη είναι η Ελλάδα απέναντι στην κλιματική κρίση.
Το γεγονός αυτό μας φέρνει μπροστά σε ένα δύσκολο ερώτημα: θα είναι αυτή η νέα κανονικότητα;
Θα πρέπει -όπως μας λέει η κυβέρνηση- να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι η παραγωγή θα καταστρέφεται, οι άνθρωποι θα γίνονται πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα και ολόκληρες εκτάσεις θα μένουν ακατοίκητες για χρόνια;
Θα είναι η Ελλάδα του 21ου αιώνα μια χώρα με διαλυμένη αγροτική παραγωγή, ερημοποιημένη ύπαιθρο, χαμηλή αγροτοδιατροφική επάρκεια και τιμές των αγροτικών προϊόντων στα ύψη;
Το 2023 οι πληθωριστικές τάσεις έγιναν η νέα κανονικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Δεν ξεχνάμε τίποτα.
Δεν ξεχνάμε τους υπουργούς που από τα μέσα του 2021 έλεγαν ότι όσοι μιλούσαμε για το πρόβλημα ήμασταν «Κασσάνδρες».
Δεν ξεχνάμε την ενσυνείδητη επιλογή της επιδότησης με δημόσιο χρήμα των μεγάλων εταιρειών της ενέργειας και της λιανικής κατανάλωσης.
Δεν ξεχνάμε τις σκηνές με υπουργούς να διαφημίζουν super-market, την ώρα που χιλιάδες πολίτες δεν μπορούν να προμηθευτούν τα στοιχειώδη.
Την ώρα που οι όποιες αυξήσεις των μισθών -όπως αυτή των δημοσίων υπαλλήλων για την οποία θριαμβολογεί η κυβέρνηση- εξανεμίζονται την επόμενη μέρα από την έκρηξη στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης.
Την ώρα που θεωρείται λογικό το κόστος παραγωγής ενέργειας να είναι Χ ευρώ και να φτάνει η τιμή στα 4Χ ή και 5Χ ευρώ εξαιτίας ενός καρτέλ που η κυβέρνηση επιδοτεί, αλλά δεν ελέγχει.
Την ώρα που η κυβέρνηση μας λέει ότι θα πρέπει να λέμε ευχαριστώ επειδή θα έχουμε το δικαίωμα να επιλέγουμε χρώμα στο τιμολόγιο αλλά όχι την προστασία από την κερδοσκοπία στην ολιγοπωλιακή αγορά ενέργειας και καυσίμων.
Το 2023 όμως ήταν και η χρονιά που η κυβέρνηση της ΝΔ ενίσχυσε ακόμα περισσότερο αυτό που αποτελεί το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε: το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης.
Ανάπτυξη υπάρχει, μας λέει η κυβέρνηση. Μια ανάπτυξη που, ακόμα και με ονομαστικούς όρους, επιβραδύνεται επικίνδυνα στα τελευταία τρίμηνα, απαντώ εγώ.
Αλλά το μεγάλο ερώτημα είναι τι είδους ανάπτυξη έχουμε.
Η ανάπτυξη δεν είναι μια αφηρημένη λέξη.
Το περιεχόμενο της έχει σημασία.
Ποιο είναι λοιπόν το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης;
Ένα μοντέλο κρατικοδίαιτου καπιταλισμού που το μόνο ζητούμενο είναι η συσσώρευση αντιπαραγωγικού πλούτου και η αναζήτηση του εύκολου κέρδους σε βάρος των πολλών.
Το 2023 η ελληνική ανάπτυξη -αυτή για την οποία πανηγυρίζει η Νέα Δημοκρατία- εξαντλείται σε τρεις κλάδους: τουρισμός, κατασκευές και το real estate.
Οι ίδιοι τομείς της οικονομίας που άκμαζαν δηλαδή και πριν από το 2008 με τα γνωστά αποτελέσματα: την εποχή της κρίσης και των Μνημονίων.
Κλιματική κρίση, κοινωνικές ανισότητες, παρωχημένο μοντέλο ανάπτυξης.
Αυτό θα είναι το αναπόδραστο μέλλον μας από εδώ και πέρα;
Ναι, μας απαντά ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης.
Και αυτό το ναι, είναι αποτέλεσμα μιας ισχυρής πεποίθησης ότι το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρεμβαίνει στον παραγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας.
Και αυτό το ναι, είναι αποτέλεσμα μιας ιδεολογικές εμμονής ότι το κράτος δεν έχει να κάνει κάτι για το στρατηγικό αναπροσανατολισμό της οικονομίας, δεν χρειάζεται να αναζητά τα market gaps, τις γεωπολιτικές ευκαιρίες στις διεθνείς αγορές και κυρίως δεν έχει την ευθύνη της οργάνωσης της χώρας απέναντι στις μελλοντικές προκλήσεις.
Σύμφωνα με την σημερινή κυβέρνηση, η αγορά πάντα ξέρει καλύτερα από εμάς.
Η Νέα Δημοκρατία παίρνει ως δεδομένο ότι ο κόσμος που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός.
Και ότι η πολιτική εξαντλείται στη διαχείρισή του.
Μια διαχείριση που στηρίζεται στην πριμοδότηση του πλούτου των λίγων, στον παρασιτισμό και στην διαπλοκή.
Με συγκεκριμένα ανταλλάγματα.
Μια ολιγαρχία που λιβανίζει την κυβέρνηση από το πρωί μέχρι το βράδυ και θολώνει την εικόνα της πραγματικότητας ώστε η κοινωνία να μη βλέπει, να μην ξέρει και να μη συζητά.
Μια ολιγαρχία που μας καλεί όλους να κάνουμε υπομονή-μια υπομονή που διαψεύδεται διαρκώς- ότι έτσι και μόνο έτσι κάποια ψίχουλα από αυτόν τον πλούτο θα διανεμηθούν στους πολλούς.
Είναι μια συνταγή που παγκοσμίως έχει δείξει τα όριά της.
Γιατί αδιαφορεί για τα πραγματικά δεδομένα.
Γιατί κλείνει τα μάτια της στη μεγάλη αλήθεια: ότι το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης ΔΕΝ δουλεύει.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συμπληρώνει πέντε χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας.
Πέντε χρόνια οικονομικής πολιτικής κοινωνικής μεροληψίας υπέρ ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.
Το είδαμε στην εποχή της πανδημίας όταν σπατάλησε τη δυνατότητα της χαλάρωσης του Συμφώνου Σταθερότητας για να πετάξει δημόσιο χρήμα από το παράθυρο, με κύριους αποδέκτες ορισμένα ολιγοπωλιακά συμφέροντα.
Το είδαμε στο τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύτηκε την χαλάρωση του πλαισίου για τις δημόσιες προμήθειες και τα δημόσια έργα ως εργαλείο εκτίναξης των απευθείας αναθέσεων.
Το βλέπουμε στις πολιτικές με τις οποίες μετατρέπει την πληθωριστική κρίση σε μηχανισμό επιδότησης των εταιρειών ενέργειας, αλυσίδων Supermarket, κάθε είδους μεσαζόντων και μεγάλων πολυεθνικών.
Το βλέπουμε στην πολιτική της στη φορολογία.
Η κυβέρνηση σήμερα πανηγυρίζει για την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων (από 48,1 δισεκατομμύρια ευρώ σε 62,9 δισεκατομμύρια ευρώ).
Από που όμως προκύπτει αυτή η «επιτυχία»;
Τα 7 δισεκατομμύρια προέρχονται από τον ΦΠΑ.
Από τον καθημερινό φόρο που πληρώνουν οι πολίτες κάθε φορά που βάζουν ένα προϊόν στο καλάθι του super-market, κάθε φορά που γεμίζουν το ρεζερβουάρ της βενζίνης, κάθε φορά που φροντίζουν το σπίτι τους να είναι ζεστό.
Τον οριζόντιο φόρο που πληρώνουμε όλοι μας, αλλά επιβαρύνει δυσανάλογα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των φορολογικών εσόδων οφείλεται στη μετατροπή του πληθωρισμού σε έμμεσο φόρο υπέρ των ισχυρών και σε βάρος της κοινωνίας.
Και την ίδια στιγμή, τη στιγμή που η οριζόντια φορολογία των πολιτών εκτινάσσεται, η κυβέρνηση όντως μειώνει τους φόρους. Μερικές φορές κιόλας τους εξαφανίζει. Φτάνει αυτοί που θα έπρεπε να τους πληρώσουν να είναι πλούσιοι και ισχυροί ή να συνδέονται με επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα.
Θυμόμαστε όλοι πώς αντιμετώπισε η κυβέρνηση τη φορολόγηση των μερισμάτων από τις μετοχές.
Θυμόμαστε όλοι το πώς αδιαφόρησε για την φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας που θησαυρίζουν σε βάρος της κοινωνίας.
Θυμόμαστε όλοι τις χαριστικές ρυθμίσεις για τους πλούσιους στο φόρο κληρονομιάς και στο φόρο για τις γονικές παροχές.
Θυμόμαστε όλοι τον διαρκώς αναβαλλόμενο φόρο στις τράπεζες.
Ας σταματήσει λοιπόν επιτέλους η καραμέλα της ανάπτυξης.
Και ας δούμε την αλήθεια κατάματα.
Πρώτο δεδομένο: Η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά απόκλισης από την Ευρώπη. Από μια Ευρώπη μάλιστα που υπολείπεται ολοένα και περισσότερο σε παραγωγικότητα και υποχωρεί στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Η ελληνική οικονομία έχασε κατά τη διάρκεια της κρίσης το ¼ του παραγωγικού της δυναμικού, ενώ μόλις πρόσφατα ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, μετά βίας, ξεπέρασε τις αποσβέσεις. Για να το πω απλά και κατανοητά: μόλις και μετά βίας καταφέρνουμε να αντικαθιστούμε τα μηχανήματα που χαλούν και είναι για πέταμα, δεν συζητάμε καν για ουσιαστική αναβάθμιση του παραγωγικού δυναμικού μας. Είναι λόγος αυτός για πανηγυρισμούς;
Δεύτερο δεδομένο: Η Νέα Δημοκρατία επιλέγει για την Ελλάδα ένα μοντέλο «φτηνής» ανάπτυξης που στηρίζεται στους χαμηλούς μισθούς.
Επιλογή που έχει καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνία αλλά και για την οικονομία.
Γιατί οδηγεί σε έξοδο από τη χώρα το πιο μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό της πατρίδας μας.
Γιατί οδηγεί σε επενδύσεις μόνο σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Γιατί οδηγεί στην καθυστερημένη ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στον παραγωγικό ιστό.
Γιατί οδηγεί στο να ανθίζουν παρασιτικές δραστηριότητες που αναζητούν το εύκολο βραχυπρόθεσμο κέρδος.
Τρίτο δεδομένο: Έχουμε χάσει χρόνο για το ραντεβού μας με στρατηγικές επιλογές που αφορούν το μέλλον της χώρας.
Για την ενεργειακή μετάβαση, τις ψηφιακές υποδομές, τον στόχο της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας.
Έχουμε χάσει χρόνο για την απολύτως επείγουσα προτεραιότητα της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου.
Πάρτε για παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης. Δεν είναι μόνο οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση του που οδηγούν στη μη διάχυση των πόρων του στην ελληνική οικονομία. Μόλις 8% είναι η πραγματική απορρόφηση των κονδυλίων που έχει στη διάθεσή της η χώρα
Το πρόβλημα όμως ξεκινά από το ίδιο το περιεχόμενο του κυβερνητικού σχεδίου Ελλάδα 2.0.
Η κυβέρνηση για δύο χρόνια μάζευε εν κρυπτώ προτάσεις από μεμονωμένους ιδιώτες, χωρίς δημόσια διαβούλευση ή δημοκρατική λογοδοσία, και όταν αυτό ολοκληρώθηκε παρουσίασε τις προτεραιότητες τους ως εθνικές προτεραιότητες.
Έχοντας μηδαμινές προβλέψεις για την ανθεκτικότητα των υποδομών απέναντι στις συνέπειες της κλιματικής κρίσεις.
Έχοντας ελάχιστες μέριμνες για την μεταποίηση και τεχνολογικές δραστηριότητες με ισχυρή προστιθέμενη αξία.
Έχοντας ελάχιστες μέριμνες για την επιτάχυνση της στροφής σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων ρύπων.
Έχοντας ελάχιστες μέριμνες για την διατήρηση του συμπεριληπτικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και την βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Έχοντας υποβιβάσει το κράτος στο ρόλο του διαιτητή μεταξύ επιχειρηματικών συμφερόντων.
Έτσι χάνουμε πολύτιμο χρόνο σε μια συνθήκη πολλαπλών κρίσεων και μετασχηματισμών.
Και κάθε μέρα που χάνουμε, είμαστε πιο ευάλωτοι, πιο εγκλωβισμένοι, πιο κοντά στον κίνδυνο της κλιματικής κρίσης και της όξυνσης των ανισοτήτων.
Χρειαζόμαστε μια πολιτική του κατεπείγοντος.
Χρειαζόμαστε μια ριζική αλλαγή πορείας.
Η Νέα Αριστερά εκπροσωπεί τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και το σαφές πολιτικό σχέδιο για το που πρέπει να πάει η χώρα.
Σχέδιο για την κλιματική δικαιοσύνη,
την κοινωνική δικαιοσύνη,
την επανεκκίνηση της Δημοκρατίας.
Για τη Νέα Αριστερά οι τρεις αυτοί στόχοι μεταφράζονται σε συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές και αντίστοιχες τομές στο σήμερα.
Για τη Νέα Αριστερά οι τρεις αυτοί στόχοι συγκροτούν ένα ενιαίο σχέδιο για την Ελλάδα που θέλουμε.
Για τη Νέα Αριστερά οι τρεις αυτοί στόχοι συμβαδίζουν με την ελπίδα και τη θετική προσδοκία για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλά δεν θα μείνουν όλοι ευχαριστημένοι.
Γιατί το σχέδιό μας συγκρούεται με τα συμφέροντα της αδράνειας και της κερδοσκοπίας.
Χτυπά τον πυρήνα της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς.
Εμπνέει αυτούς που παράγουν τον πλούτο.
Και αυτοί έχουν όνομα: είναι οι εργαζόμενοι του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, οι αόρατοι εργαζόμενοι της επισφάλειας, οι επιστήμονες, είναι οι αγρότες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που έχουν όραμα και σκοπό να χτίσουν και να κερδίσουν και όχι να κερδοσκοπήσουν.
Οι άνθρωποι που νιώθουν -και πολύ συχνά είναι- φτωχοί στην ίδια τους τη χώρα.
Αυτός είναι ο κοινωνικός συνασπισμός που ασφυκτιά σήμερα.
Αυτός είναι ο κοινωνικός συνασπισμός που έχει συμφέρον από τη ριζική αλλαγή πορείας της χώρας.
Σήμερα η Νέα Αριστερά καταθέτει τη δική της πρόταση για έναν προϋπολογισμό που υπηρετεί τις ζωτικές ανάγκες της χώρας.
Πρώτος Πυλώνας. Αναπτυξιακό κράτος.
Με πρώτο και κύριο στόχο ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο.
Το κύριο εργαλείο εδώ είναι το Ταμείο Ανάκαμψης. Αλλά οι κόμβοι του είναι η στροφή στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, η καταπολέμηση της ακρίβειας μέσω αποφασιστικών παρεμβάσεων και όχι μέσω επιδοτήσεων που εξανεμίζονται, , οι τολμηρές δημόσιες επενδύσεις και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα θωρακίζουν τη χώρα από τα επόμενα επεισόδια της κλιματικής και οικονομικής κρίσης.
Το Αναπτυξιακό κράτος επενδύει στους ανθρώπους της χώρας.
Και ειδικά στους νέους υψηλών δεξιοτήτων.
Εξασφαλίζει τη δανειοδότηση καινοτόμων και εξωστρεφών επιχειρήσεων, παρεμβαίνει στην αγορά εργασίας ώστε οι μισθοί να ανταποκρίνονται στα προσόντα και στον κόπο των εργαζομένων, αξιοποιεί εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους για συγκεκριμένες προτεραιότητες: υγεία, παιδεία, δημόσιες υποδομές.
Το αναπτυξιακό κράτος δεν κατεδαφίζει τη δημόσια δωρεάν παιδεία για να σηκώσει μετά τα χέρια και να πει «α, τώρα πρέπει να τη βοηθήσουμε μέσα από την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και την επιβολή διδάκτρων». Επενδύει στην ενδυνάμωση, στην αναβάθμιση, στην επέκταση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως έναν κρίσιμο κρίκο για την αναγέννηση της χώρας.
Το αναπτυξιακό κράτος εντοπίζει τις επερχόμενες κρίσεις και τις αντιμετωπίζει. Κατευθύνει κονδύλια για την ανέγερση νέων κατοικιών, θέτει φραγμούς στην ανεξέλεγκτη βραχυχρόνια μίσθωση, συνεργάζεται με την Τοπική Αυτοδιοίκηση καταπολεμώντας τις περιφερειακές ανισότητες, παίρνει -όπως είναι η τάση στο σύγχρονο κόσμο- την κατάσταση στα χέρια του σε κρίσιμους τομείς, όπως αυτός της ενέργειας.
Το αναπτυξιακό κράτος έχει ως γνώμονα η ανάπτυξη να υπηρετεί την κοινωνία. Όχι το αντίστροφο.
Θα δώσω δύο συγκεκριμένα παραδείγματα.
Πρώτο παράδειγμα
Το αναπτυξιακό κράτος μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο υπόδειγμα δημόσιας πολιτικής.
Αυτό θα έπρεπε να κάνουμε με την Θεσσαλία.
Είμαστε αντιμέτωποι με μια καταστροφή που πλήττει τις ζωές των ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα την αγροτοδιατροφική παραγωγή της χώρας.
Η Νέα Δημοκρατία μετά από διάφορα γενικόλογα, κατέφυγε στη συνταγή που ξέρει: επιδοτήσεις.
Αναγκαίες, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα.
Η Θεσσαλία θα πρέπει να γίνει το υπόδειγμα του νέου παραγωγικού μοντέλου που χρειαζόμαστε.
Άμεσα λοιπόν μέτρα: κοινωνικός μισθός -όχι επιδόματα- για να μείνουν οι κάτοικοι και να μην πουλήσουν στην απελπισία τους τη γη τους και κυρίως κατάθεση ολοκληρωμένου σχεδίου που να πείθει ότι η ζωή στη Θεσσαλία δεν θα είναι μια ζωή φτώχειας και ανασφάλειας.
Σχέδιο που θα περιλαμβάνει έργα για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας της περιοχής, δημιουργία Διαχειριστικής Αρχής επιφορτισμένη με τον συντονισμό του όλου έργου, αναδιαπραγμάτευση της ΚΑΠ, αναδιάρθρωση του οικονομικού υποδείγματος στην κατεύθυνση της παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και σε νέες καλλιέργειες.
Και όλα αυτά όχι από τα «πάνω».
Το αναπτυξιακό κράτος ακούει τους πολίτες, οργανώνει τον διάλογο, σχεδιάζει μια τοποκεντρική πολιτική: μια πολιτική που απαντά στις κοινωνικές ανάγκες.
Δεύτερο παράδειγμα.
Αναπτυξιακό κράτος και χρηματοδότηση επιχειρήσεων.
Η κυβέρνηση επέλεξε να διαθέσει σχεδόν το σύνολο των δανείων ύψους 12 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης μέσω των συστημικών τραπεζών. Το αποτέλεσμα γνωστό.
Με βάση τα στοιχεία του Ινστιτούτου ΕΝΑ, σχεδόν το 86% του συνολικού ποσού των δανείων αφορά δανειοδοτήσεις μεγαλύτερες των 10 εκατ. ευρώ και αντιστοιχεί σε 63 δάνεια τα οποία έχουν λάβει μόλις 36 εταιρείες/όμιλοι.
Πέρα από την συγκέντρωση των ποσών σε λίγους, αυτό που κάνει η ΝΔ είναι να κατευθύνει τους πόρους σε επενδύσεις που έτσι κι αλλιώς θα γίνονταν καθώς οι μεγάλοι αυτοί όμιλοι έχουν και με άλλους τρόπους εξασφαλισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Πάει περίπατο δηλαδή η αρχή της προσθετικότητας, με βάση την οποία οι δημόσιοι πόροι δίνονται για να προκαλέσουν επενδύσεις που χωρίς αυτούς δεν θα γίνονταν. Στο δικό μας σχέδιο τα δανειακά κεφάλαια περνούν στην ευθύνη της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και της ΕΤΕπ ώστε αφενός να αξιοποιηθούν οι πόροι σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας αλλά και για να μειωθεί το ρίσκο και έτσι να αυξηθεί η περίμετρος των επιλέξιμων επιχειρήσεων.
Δεύτερος Πυλώνας. Κοινωνικό κράτος.
Με πρώτο και κύριο στόχο την άμβλυνση των ανισοτήτων.
Με μια φορολογική πολιτική που δεν θα συντηρεί το αντικοινωνικό φαινόμενο οι έμμεσοι φόροι να είναι υψηλότεροι από τους άμεσους.
Που δεν θα φορολογείται περισσότερο η εργασία από τα κέρδη.
Που δεν θα σηκώνουν το βάρος μόνο οι μισθωτοί εργαζόμενοι.
Μια φορολογική πολιτική δηλαδή που θα στηρίζεται σε ένα δίκαιο αναδιανεμητικό σύστημα. Όπου το νομοθετικό πλαίσιο, οι ψηφιακές δυνατότητες και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί θα οδηγούν στη φορολόγηση του υπέρμετρου πλούτου και στην εμπέδωση της βεβαιότητας ότι κάθε ευρώ που εισπράττει το κράτος επιστρέφει στους πολίτες με την παροχή υπηρεσιών που αναλογούν στις απαιτήσεις τους.
Για μια κοινωνική πολιτική που θα εστιάζει σε αυτούς που την έχουν ανάγκη και θα εξασφαλίζει ότι τα μόνιμα επιδόματα θα ανταποκρίνονται στις διακυμάνσεις των πληθωριστικών αυξήσεων.
Για την αποφασιστική ενίσχυση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας σε επίπεδα ανάλογα με την πλειοψηφία των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.
Για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τον κόσμο που εργάζεται και παράγει. Με συλλογικές διαπραγματεύσεις, πλήρη εργασιακά δικαιώματα, πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς και στα ημερομίσθια.
Για να είναι η στέγη και η θέρμανση δικαίωμα για όλους. Με επιβολή πλαφόν και έλεγχο της κερδοσκοπίας στις εταιρείες ενέργειας που οδηγούν στον εκτροχιασμό των τιμών και την πληθωριστική έκρηξη.
Για να υπάρχουν κανόνες που θα ισχύουν για όλους.
Τρίτος Πυλώνας. Πράσινη Μετάβαση.
Πριν λίγες μέρες η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα, η COP28, κατέληξε στο στόχο της απομάκρυνσης από την εποχή των ορυκτών καυσίμων.
Άκουσα ελάχιστα για αυτό το θέμα.
Και είναι αυτό και μόνο ενδεικτικό το πόσο μακριά βρίσκεται η κυβέρνηση από την εποχή μας.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε τη Νέα Δημοκρατία.
Οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές.
Το κράτος, η χώρα μας, πρέπει άμεσα να προχωρήσει σε ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο κλιματικής μετάβασης – ο κλιματικός νόμος της κυβέρνησης απέχει προφανώς έτη φωτός από αυτό το στόχο.
Ένα σχέδιο με συγκεκριμένους στόχους.
Πρώτον, τον σχεδιασμό υποδομών για τη διαχείριση των οξύτατων πλημμυρικών φαινομένων και άλλων ακραίων καιρικών φαινομένων.
Δεύτερον, την στήριξη της αγροτικής παραγωγής για την αναστροφή της ερημοποίησης της υπαίθρου.
Τρίτον, την ολοκλήρωση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού που έχει παγώσει εδώ και 4 χρόνια.
Τέταρτον, ένα νέο ενεργειακό μοντέλο στηριγμένο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην αποκεντρωμένη τοπική παραγωγή των ενεργειακών κοινοτήτων.
Πέμπτον, την στροφή του ελληνικού τουρισμού προς την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την εγχώρια παραγωγή.
Έκτον, επενδύσεις στις πράσινες δημόσιες μεταφορές και στο πρασίνισμα των πόλεων.
Για να πετύχουμε όμως τους έξι αυτούς στόχους υπάρχει μία προϋπόθεση:
Η πράσινη μετάβαση να είναι κοινωνικά δίκαιη, να στηρίζεται στη συμμετοχή των πολιτών, να είναι δημοκρατικά σχεδιασμένη και να έχει ως γνώμονα τη θωράκιση της κοινωνίας- όχι των κερδών συγκεκριμένων συμφερόντων.
Πολιτική λοιπόν που απαντά στον πυρήνα των κρίσεων που μας περιβάλλουν.
Πολιτική που δεν συμβιβάζεται με την κοινωνική ανισότητα και την κλιματική κρίση.
Πολιτική που αξιοποιεί τις δυνατότητες της εποχής μας.
Πολιτική που παλεύει για κοινωνική δικαιοσύνη και κλιματική δικαιοσύνη.
Πολιτική που εμπνέει την επανεκκίνηση της Δημοκρατίας.
Αν δεν σχεδιάσουμε προϋπολογισμούς που θα απαντάνε στο αίσθημα των πολιτών ότι είναι απροστάτευτοι και καθηλωμένοι στο φόβο της φτωχοποίησης,
αν δεν προχωρήσουμε σε πολιτικές θωράκισης της κοινωνίας από την απειλή της διόγκωσης των κοινωνικών ανισοτήτων,
αν δεν κάνουμε αποφασιστικά βήματα ώστε οι απαντήσεις για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προκλήσεων να είναι υπέρ των πολλών,
η Δημοκρατία μας θα είναι ανίσχυρη.
Τον Ιούνιο του 2024 έχουμε Ευρωεκλογές.
Τον Ιούλιο του 2024 συμπληρώνονται τα 50 χρόνια ζωής της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Το λέμε από τώρα και το λέμε ξεκάθαρα.
Η Δημοκρατία μας, ΔΕΝ εμπνέει.
Υπάρχει ένα βαθύ πολιτικό πρόβλημα.
Όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά ΚΑΙ στη χώρα μας.
Όσο η Δημοκρατία δεν πείθει, δεν ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις, δεν μετατρέπεται σε καθημερινή υπόθεση, δεν υπηρετεί τους πολίτες, τότε θεριεύουν οι εχθροί της.
Το φάντασμα της άκρας δεξιάς πλανάται πάνω από την Ευρώπη.
Δείτε τη γειτονική μας Ιταλία, δείτε την κεντρική Ευρώπη, δείτε το μέλλον της Γαλλίας.
Και υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες εδώ.
Οι δεξιές κυβερνήσεις υπονομεύουν με τη στάση τους τον πυρήνα της Δημοκρατίας. Ακολουθώντας πολιτικές άδικες και μεροληπτικές υπέρ της ολιγαρχίας διαλύουν την κοινωνική συνοχή.
Μετατρέπουν την πολιτική σε ένα παιχνίδι ενίσχυσης του ισχυρού και δαιμονοποίησης του αδύναμου.
Υιοθετούν την ατζέντα της άκρας δεξιάς και μετά έκπληκτες διαπιστώνουν ότι αυτό δεν οδηγεί στην απομόνωσή της, αλλά στην άνοδό της.
Υπάρχουν ευθύνες και στη χώρα μας.
Ευθύνες που βαραίνουν πρώτα και κύρια την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Δεν μας αφορούν τα εσωκομματικά σας προβλήματα και οι ισορροπίες.
Μας αφορά όμως κάτι πιο σοβαρό: το συστηματικό χάιδεμα των πιο φοβικών ενστίκτων της ελληνικής κοινωνίας.
Δείτε για παράδειγμα την συζήτηση των τελευταίων ημερών για τους μετανάστες εργάτες γης. Αλήθεια, τώρα το θυμηθήκατε; Επί τεσσεράμιση χρόνια κάνατε τον βίο αβίωτο σε αυτούς τους ανθρώπους και τους αναγκάζατε να φύγουν για την Ιταλία και την Ισπανία.
Αγνοούσατε τις εκκλήσεις των μεταναστευτικών οργανώσεων, αγνοούσατε τις ανακοινώσεις των αγροτικών συνεταιρισμών από όλη τη χώρα, αγνοούσατε τις παρεμβάσεις της αντιπολίτευσης.
Μόνο εγώ, ως βουλευτής Μεσσηνίας, μια περιοχή της οποίας η αγροτική παραγωγή έχει πληγεί βάναυσα από την πολιτική σας, κατέθεσα 3 κοινοβουλευτικές αναφορές και 4 ερωτήσεις για το συγκεκριμένο θέμα!
Η Νέα Αριστερά θα υπερψηφίσει την τροπολογία, παρότι έρχεται πολύ αργά και αντιμετωπίζει μόνο μερικώς το ζήτημα. Αλλά είναι ενδεικτικό που οδηγεί η προσκόλληση στις πολιτικές της αυταρχικής, σκληρής Δεξιάς που βρίσκονται πολύ μακριά από την πραγματικότητα. Και κάποια στιγμή συγκρούονται με αυτήν!
Σας βολεύει βεβαίως να επικαλείστε την πίεση της Δεξιάς της Δεξιάς. Ως άλλοθι της πολιτικής σας. Και βεβαίως επειδή δεν θέλετε να χάσετε τα ακροδεξιά ακροατήρια, παρά το δήθεν άνοιγμα προς το Κέντρο.
Και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, αυτή είναι η πολιτική σας.
Άκουσα όμως και τον αυτοαποκαλούμενο «εκσυγχρονιστή» Υπουργό Δικαιοσύνης κύριο Φλωρίδη να καταγγέλλει ότι οι ποινικοί κώδικες του 2019, ένα προϊόν μακράς επεξεργασίας, υπερασπίζονται τα δικαιώματα εγκληματιών.
Δίχως στοιχεία για αυτό. Μόνο και μόνο για να κάνει εντύπωση.
Που μας οδηγεί ο ποινικός λαϊκισμός;
Στο ίδιο σημείο που μας οδηγούν οι κυνικές δηλώσεις για το ναυάγιο στην Πύλο, η δαιμονοποίηση των προσφύγων για τις πυρκαγιές, οι συντηρητικές φωνές για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, η προκλητική αδιαφορία για το έγκλημα στη Γάζα, η υποκριτική εντέλει επίκληση της ανάγκης καταπολέμησης της άκρας δεξιάς με την παράλληλη υιοθέτηση της ατζέντας της.
Είναι ένας επικίνδυνος δρόμος.
Και αυτός ο δρόμος συναντά την κεντρική επιλογή της κυβέρνησης για την ανακύκλωση ενός μοντέλου οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης που νιώθει ικανοποιημένο από το ελάχιστο και αναπαράγει μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών και μηδαμινών προοπτικών. Μια κοινωνία αδικίας, μοιρολατρίας και κυνισμού.
Εμείς θέλουμε μια άλλη κοινωνία.
Μια Ελλάδα που δεν επενδύει σε αδιαφανείς εξοπλιστικές δαπάνες, αλλά στην Ειρήνη.
Μια Ελλάδα που δεν διαλέγει κυνικά την πλευρά των ισχυρών, αλλά τη μεριά εκείνων που έχουν δίκιο.
Μια Ελλάδα που νοιάζεται για τους ανθρώπους της.
Μια Ελλάδα συνοχής, αυτοπεποίθησης και αλληλεγγύης.
Και αυτή η κοινωνία προϋποθέτει μια πολιτική που αλλάζει προς το καλύτερο τις ζωές των ανθρώπων.
Στο σήμερα. Όχι στη Δευτέρα Παρουσία.
Πολλοί άνθρωποι σήμερα, κυρίως νέοι και νέες, θεωρούν ότι η πολιτική δεν τους αφορά.
Είναι κυρίως αυτοί που πλήττονται από τις μεγάλες κρίσεις.
Που δεν μπορούν να βρουν σπίτι.
Που δουλεύουν πολλές ώρες δίχως ανάλογη αμοιβή.
Που νιώθουν ότι οι δυνατότητές τους προσκρούουν στο τείχος της ανισότητας και του συντηρητισμού.
Εμείς για αυτούς τους ανθρώπους θέλουμε να κάνουμε πολιτική. Να κάνουμε πολιτική αλλιώς. Και να τους δείξουμε ότι η πολιτική μετράει.
Γιατί όπως έχει γράψει το τρομερό παιδί της γαλλικής ριζοσπαστικής διανόησης, ο Εντουάρ Λουί:
Σε εκείνους που τα έχουν όλα, δεν έχω δει ποτέ οικογένεια να πηγαίνει στη θάλασσα για να γιορτάσει μια πολιτική απόφαση, επειδή για κείνους η πολιτική δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα (…) Για τους κυρίαρχους η πολιτική είναι συνήθως “ζήτημα αισθητικής”: ένας τρόπος να σκέφτονται τον εαυτό τους, ένας τρόπος να βλέπουν τον κόσμο, να συγκροτούν το πρόσωπό τους. Για εμάς, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Πολιτική λοιπόν για αυτούς που δεν είναι κυρίαρχοι.
Πολιτική πάνω από όλα για τους νέους ανθρώπους.
Για να νικήσει η κοινωνία.
Για να νικήσει η Δημοκρατία.
Για να νικήσει η ζωή.