Οι δανειακές ανάγκες του ελληνικού κράτους για το 2024 ανέρχονται σε 18,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 10 δισ. ευρώ θα καλυφθούν από ομόλογα.
Από τα υπόλοιπα 8,9 δισ. ευρώ, όπως προβλέπεται στη «Στρατηγική Χρηματοδότησης» που δημοσιεύει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους στα αγγλικά, τα 4,1 δισ. ευρώ θα προέλθουν από άλλες πηγές όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η NGEU κ.λπ. κ.λπ., 1, 6 ευρώ δισεκατομμύρια θα προέλθουν από την πώληση μετοχών και άλλων περιουσιακών στοιχείων του κράτους και 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ από μετρητά που διαθέτει το κράτος.
Η ODDIX εκτιμά ότι το λεγόμενο Το «μαξιλάρι ρευστότητας» που διαθέτει το ελληνικό δημόσιο ανέρχεται στα 30 δισ. ευρώ.
Οι δανειακές ανάγκες του κράτους περιλαμβάνουν 5,463 δισ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση ληξιπρόθεσμων ομολόγων, 4,8 δισ. ευρώ για την αποπληρωμή τόκων και λοιπών επιμέρους υποχρεώσεων, 12 δισ. ευρώ για την τελική πληρωμή τόκων συναλλαγματικών και 3,589 δισ. ευρώ για ανάγκες ρευστότητας στο συγκεκριμένες περιπτώσεις έως το 2024, με 6,9 δισ. ευρώ να αφαιρούνται από τη συνολική απαίτηση για εκτιμήσεις πρωτογενούς πλεονάσματος.
Στην ανασκόπηση του προηγούμενου έτους, ο ODDIX υπογραμμίζει τη σημαντική πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων που καταγράφηκε κατά τη διάρκεια του έτους και την υπεραπόδοσή τους σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα, στα μέσα Δεκεμβρίου 2023, το spread των 10ετών ελληνικών ομολόγων έναντι του γερμανικού ομολόγου τους υποχώρησε σε χαμηλό 26 μηνών στις 115 μονάδες βάσης, ενώ το spread έναντι των 10ετών ισπανικών ομολόγων μειώθηκε στις 20 μονάδες βάσης, ενώ Αρνητική διαφορά του αντίστοιχου ιταλικού ομολόγου καταγράφεται συνεχώς από τον Μάιο του 2023 (περίπου -50 μονάδες βάσης στα μέσα Δεκεμβρίου 2023).
Όσο για το λεγόμενο σταθερότητα του δημόσιου χρέους, ο ODDIX δείχνει ότι η Ελλάδα επωφελείται από μια ευνοϊκή δομή χρέους, καθώς πάνω από το 70% του χρέους κατέχεται από τους λεγόμενους επίσημους πιστωτές του τομέα (κράτη μέλη της ΕΕ και υπερεθνικοί φορείς).
Επιπλέον, το χρέος έχει προφίλ μακροπρόθεσμης λήξης και χαμηλά επιτόκια καθώς το 100% του χρέους είναι σταθερού επιτοκίου, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο επιτοκίου.
Επιπλέον, η ενεργή διαχείριση του χρέους της IDF κατέστησε δυνατή την προσωρινή αντιστάθμιση του χαρτοφυλακίου χρέους της Ελλάδας έναντι του κινδύνου επιτοκίου, γεγονός που θα συμβάλει περαιτέρω στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης στο μέλλον.