Χωρίς «φρένο» οι ανατιμήσεις θα συνεχιστούν ελαιόλαδο.
«Κύριος» των ανατιμήσεων, “πράσινος χρυσός”, ένα είδος πολυτέλειας… Δεν έχουν τέλος οι ετικέτες που περιγράφουν τη δραματική κατάσταση στην αγορά του ελαιολάδου τα τελευταία χρόνια. Οι καταναλωτές είναι απογοητευμένοι από τη συνεχή «αύξηση» των τιμών και τα τελευταία οικονομικά στοιχεία δείχνουν ότι κάθε χρόνο είναι… καλύτερα.
ΕΙΔΙΚΑ, λίτρο ελαιόλαδο σύμφωνα με την έκθεση που συνέταξε ΑΝΟΙΞΕ.
Πριν από δύο χρόνια μπορούσες να το αγοράσεις με 8,50 ευρώ το λίτρο και το 2020 ήταν δέκα ευρώ φθηνότερο ή 4,12 ευρώ. Στη χώρα μας ο πληθωρισμός των τροφίμων συνεχίζει να παραμένει υψηλός, με το πετρέλαιο να παίρνει τη θλιβερή πρωτιά, με άνοδο έως και 67% στη διάρκεια του έτους.
Στο ίδιο μήκος κύματος, τιμή κατασκευαστή είναι 10 ευρώ – 12 ευρώ/κιλό, και η λιανική τιμή είναι 9,5 ευρώ – 17 ευρώ/κιλό. Χάρη σε αυτό, οι καταναλωτές το χρησιμοποιούν στη διατροφή τους μαζί με… σταγονόμετρο. Παράλληλα, αναγκάζονται να αναζητήσουν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις όπως ηλιέλαιο και καλαμποκέλαιο, αν και υπάρχουν και εκείνοι που ανακατεύουν είδη ελαίων για να εξοικονομήσουν χρήματα.
«Κεφάλαια» που προκαλούν «άλμα» στο κόστος και σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά
ο Έλληνες παραγωγοί και οι παρασκευαστές αναμένουν μείωση της παραγωγής έως και 43%. Προκαλείται από ξηρασίαπου επηρέασε όλες τις μεσογειακές χώρες και προκάλεσε ακαρπία.
Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο, μετά την Ιταλία και την Ισπανία. Σε ελληνικό έδαφος πάνω 132 εκατομμύρια ελαιόδεντρα, εκ των οποίων τα «κανονικά» χρόνια παράγονται περίπου 300.000 τόνοι ελαιόλαδου ετησίως, εκ των οποίων το 82% ανήκει στην κατηγορία «εξαιρετικά παρθένο». Περίπου το ήμισυ της ετήσιας παραγωγής του ελληνικού ελαιολάδου εξάγεται σε τοπικές χώρες Ευρωπαϊκή Ένωση.