Η Ελλάδα αντιμετωπίζει νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες και τη δυνατότητα μείωσης των φόρων και αύξησης των κοινωνικών δαπανών
Καθώς η Ευρώπη εισάγει νέους, πιο ευέλικτους κανόνες για τις κρατικές δαπάνες – και παρόλο που η Ελλάδα θα δει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2024 – ένα πράγμα είναι απαραίτητο: η βελτίωση των δεικτών οικονομικής ποιότητας.
Μεταξύ αυτών και η κατάργηση του κορσέ των φόρων, που είναι αναλογικά υψηλότεροι από τον μέσο μισθό στην Ελλάδα. Πάνω από όλα, ωστόσο, είναι απαραίτητο να αυξηθούν οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια και να ενισχυθούν τα όπλα κατά της δημογραφίας.
Μια γέννηση, δύο θάνατοι
Οι αριθμοί αντικατοπτρίζουν την τραγωδία: για κάθε γέννηση, υπάρχουν δύο θάνατοι. Κάτι που σβήνει την αχτίδα αισιοδοξίας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Γιατί η δημογραφία έχει τρομακτικό αντίκτυπο στην εργασία, την παραγωγή, την ασφάλιση και την κατανάλωση. Ας σημειωθεί ότι η αύξηση των κοινωνικών δαπανών είναι -όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- κοινωνικό αίτημα.
Σύμφωνα με τους νέους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, οι επενδύσεις στην άμυνα, δηλαδή σε εξοπλιστικά προγράμματα, θα αναγνωρίζονται. Από την άλλη πλευρά, τόσο οι υφιστάμενοι όσο και οι νέοι κανόνες ορίζουν ότι οι χώρες θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να θέτουν στόχους για το δημοσιονομικό έλλειμμα που είναι πιο φιλόδοξοι από το ανώτατο όριο του 3% που ορίζεται στη Συνθήκη.
Παρά την πανηγυρική διάθεση επίτευξης πλεονασμάτων στον φετινό κρατικό προϋπολογισμό, άλλο ένα αρνητικό ισοζύγιο ελλοχεύει στο σκοτάδι. Πρόκειται για τη γέννηση και το φαινόμενο αυξάνεται.
Οι κανονισμοί παρέχουν την ευκαιρία να αυξηθούν οι κρατικές δαπάνες για την ενίσχυση της κοινωνίας και της οικογένειας, για παράδειγμα μέσω φορολογικών περικοπών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει εισαχθεί η δυνατότητα οι αμυντικές δαπάνες να μην περιλαμβάνονται ή να μην εντάσσονται στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Περισσότερα χρήματα για την άμυνα, λιγότερα για την οικογένεια
Από την έρευνα του ινστιτούτου diaNEOSis που παρουσιάστηκε τον Απρίλιο: Το «What Greeks Think» δείχνει ότι η μεγαλύτερη απειλή που βλέπουν οι Έλληνες για τη χώρα μας είναι η «δημογραφία». Ακολουθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η οικονομική κατάσταση.
Ωστόσο, μια ακτινογραφία δεδομένων για το 2024 δείχνει ότι η κυβέρνηση προβλέπει δαπάνες 2,1 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αφορά παρεμβάσεις για την οικογένεια (όπως επιδόματα, φοροαπαλλαγές κ.λπ.). Αν και τα κονδύλια είναι αυξημένα σε σχέση με το 2023 (1,5 δισ. ευρώ), είναι χαμηλότερα σε σύγκριση, για παράδειγμα, με τις αμυντικές δαπάνες.
Ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2024 κατέγραψε νέα αύξηση κονδυλίων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων και συνολικών αμυντικών δαπανών, με τον αναμενόμενο προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να ανέρχεται στα 6,1 δισ. ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 2,6 δισ. ευρώ αφορούν προγράμματα υλικού.
Τα έξοδα πάνε στις συντάξεις
Οι περισσότερες κρατικές δαπάνες στις χώρες της ζώνης του ευρώ αφορούν την κοινωνική πολιτική, αλλά η σύνθεσή τους διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στην Ελλάδα, από το σύνολο του 57,4% του ΑΕΠ στις κρατικές δαπάνες, το 31,7% πηγαίνει σε κοινωνικές δαπάνες, εκ των οποίων το 20,6% είναι συντάξεις και επιδόματα.
Σύμφωνα με τις στατιστικές υπηρεσίες, οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης το 2021 ανήλθαν σε 48.600 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 0,9% σε σχέση με το 2020. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών αφορά δαπάνες για συνταξιοδοτικές παροχές, οι οποίες το 2021 αντιστοιχούσαν σε 52,2%. Οι συνολικές δαπάνες για την κοινωνική προστασία και παρουσίασαν μείωση 1,0% σε σύγκριση με το 2020.
Στη δεύτερη θέση, κατά φθίνουσα σειρά, βρίσκονται οι δαπάνες για επιδόματα ασθενείας, που το 2021 αντιστοιχούσαν στο 22,2% των συνολικών δαπανών, που σημαίνει αύξηση 6,7% σε σχέση με το 2020, και οι δαπάνες για επιδόματα ασθενείας που αντιστοιχούσαν στο 9,9%. που σημαίνει αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2020.
Τι εξασφαλίζει το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας;
Εάν ένα κράτος μέλος έχει υψηλότερες αμυντικές επενδύσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή αυξήσει σημαντικά τις αμυντικές του επενδύσεις, υπάρχει πιθανότητα αυτό το κόστος να μην ληφθεί υπόψη κατά τη συμπερίληψη ή μη ενός κράτους μέλους στη Διαδικασία. Ελλειμμα.
Οι αμυντικές επενδύσεις είναι η μόνη κατηγορία δαπανών για την οποία έχει θεσπιστεί ρητά αυτή η διάταξη.
Δεύτερον, η μείωση του δημόσιου χρέους θα είναι σταδιακή για να προστατευθεί η δυναμική της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, κάθε κράτος μέλος με χρέος που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει το χρέος του κάθε χρόνο κατά το 1/20 του πλεονάσματος. Πρακτικά αυτό σημαίνει για την Ελλάδα ετήσια μείωση του χρέους κατά 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, η απαιτούμενη μείωση του χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους, ενώ το ελάχιστο όριο για τις υπερχρεωμένες χώρες (>90% του ΑΕΠ), όπως η Ελλάδα, είναι μέση ετήσια μείωση χρέους κατά 1%. .
Τρίτον, έχει διασφαλιστεί ότι η συμπερίληψη των τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος, που έχει προγραμματιστεί για το 2033, δεν θα ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της εξέλιξης του ελληνικού δημόσιου χρέους στην εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων.
Μεγάλη πρόκληση
Σε συνέντευξή του στο OT, ο Γιώργος Μελέας, εθνικός εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, αναφέρει: Το μόνο ζήτημα που απαιτεί την προσοχή των χωρών του Νότου, άρα και της Ελλάδας, είναι ότι το Συμβούλιο συμφώνησε να παραμείνει αμετάβλητο στη διαδικασία υπερβολικό έλλειμμα με βάση το κριτήριο του ελλείμματος .
Από την άλλη, σύμφωνα με τον Μελέα, είναι σημαντικό η Ελλάδα να δώσει ιδιαίτερη μεταχείριση στις αμυντικές επενδύσεις, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι δεν θα λαμβάνεται υπόψη το κόστος εξοπλισμού στον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος. Επιπλέον, η σταδιακή ετήσια μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους της Ελλάδας θα μειωθεί από 4,5%-5% σε 1% (ελάχιστο). Αυτό θα ενισχύσει σημαντικά τα οικονομικά της χώρας και θα συμβάλει στην αναπτυξιακή της πολιτική, αλλά και στον αγώνα που δίνεται για την ενίσχυση των νοικοκυριών ενάντια στην ακρίβεια.
Τέλος, όπως τονίζει, το πιο σημαντικό στοιχείο της νέας συμφωνίας είναι ότι πλέον κινούμαστε προς εξατομικευμένα εθνικά σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής, στα οποία η Ελλάδα θα προτείνει το δικό της σύνολο πολιτικών (που φυσικά θα συνάδει με τους νέους κανόνες). Με βάση τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητές της και τη βάση αυτής της πρότασης, καθώς και την ανάλυσή της από την Επιτροπή, θα επιτευχθεί τελική συμφωνία.