Δεδομένου του επείγοντος, προωθούνται νέα μέτρα για την αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος.
Αφενός, η επίμονη πληθωριστική πίεση κατατρώει το εισόδημα των νοικοκυριών με παιδιά, αφετέρου οι δημογραφικοί δείκτες «φωνάζουν» ότι οι νέοι διστάζουν να δημιουργήσουν οικογένεια, ενώ όσοι έχουν κάνει οικογένεια δεν θέλουν ή μπορούν να αυξήσουν τον αριθμό των παιδιών τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το «πακέτο», που ανακοίνωσαν σήμερα από κοινού ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κ. Χατζηδάκης και ο αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Σ. Ζαχαράκης, περιλαμβάνει την ενίσχυση των υφιστάμενων οικογενειακών επιδομάτων (επίδομα γέννησης και επίδομα παιδιού). , ενώ θα επιταχυνθούν τα προγράμματα στέγασης που απευθύνονται κυρίως σε νέους, καθώς και προγράμματα που σχετίζονται με τον οικογενειακό προγραμματισμό και την επανένταξη των μητέρων στην αγορά εργασίας («Νταντά της γειτονιάς», βρεφονηπιακοί σταθμοί σε επιχειρήσεις).
Υπάρχει επίσης σαφής πρόθεση να «τρέξουν» προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης νέων, όπως αυτό που ξεκινά σήμερα και στοχεύει στην κατάρτιση 10.000 ανέργων ηλικίας 29-45 ετών και στη δημιουργία 7.500 νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ενώ το συνολικό ποσοστό ανεργίας είναι κάτω από 10%, είναι 21,8% στους νέους 20-24 ετών και 19,9% στους νέους 25-29 ετών. Όσον αφορά την ανεργία των γυναικών, αυτή παραμένει πάνω από 14%.
Τα στατιστικά στοιχεία της φορολογικής δήλωσης είναι αρκετά ενδεικτικά. Από τα 6,6 εκατομμύρια φορολογουμένους, τα 3,95 εκατομμύρια δεν έχουν σύζυγο και άλλα 1,3 εκατομμύρια έχουν σύζυγο αλλά όχι παιδιά. Από τα περίπου 1,3 εκατομμύρια εναπομείναντες φορολογούμενους, οι 622.000 έχουν ένα παιδί και οι 575.000 έχουν δύο παιδιά. Υπάρχουν λιγότερα από 144.000 τρίτεκνα και πολύτεκνα παιδιά.
Οι δημογραφικοί δείκτες του ΟΟΣΑ είναι αποκαλυπτικοί, αν και απογοητευτικοί, και δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση όσον αφορά τη γήρανση της Ευρώπης. Αντίθετος. Το 1962 υπήρχαν κατά μέσο όρο 2,30 γεννήσεις για κάθε γυναίκα, το 1982 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 2,10 και μετά την ένταξη στην ευρωζώνη το ποσοστό γεννήσεων «έπεσε» στο 1,32! Στον ορίζοντα 40 ετών, δηλαδή μέχρι το 2062, δεν αναμένεται να ξεπεράσει το 1,5. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, μετά την Ιταλία και την Ισπανία.
Ο συνδυασμός των παραπάνω είναι «εκρηκτικός» (και) για την αγορά εργασίας και αποτυπώνεται στην αναλογία ατόμων άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζόμενους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, υπήρχαν μόνο 12,9 άτομα άνω των 65 ανά 100 εργαζόμενους. Σήμερα, υπάρχουν 39,3 άτομα άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζόμενους. Οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια είναι πραγματικά τρομερές, γιατί το 2052 αυτός ο δείκτης θα είναι 70,7, και το 2082 79,4!!!!
Πέραν των «εχθρικών» συνθηκών οικογενειακού προγραμματισμού που επιμένουν εδώ και χρόνια, προστέθηκαν τα τρία τελευταία χρόνια η αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία και η πληθωριστική κρίση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την έρευνα του οικογενειακού προϋπολογισμού της ΕΛΣΤΑΤ, κατά τη διάρκεια του έτους οι μέσες μηνιαίες δαπάνες στα νοικοκυριά ηλικίας 25-34 ετών αυξήθηκαν από 1.599 ευρώ σε 1.919 ευρώ και σε άτομα ηλικίας 35-44 ετών αυξήθηκαν από 1.837 ευρώ σε 2.114 ευρώ. Ένα παντρεμένο ζευγάρι με ένα παιδί ξοδεύει σήμερα κατά μέσο όρο 2.385 ευρώ το μήνα, δηλαδή 361 ευρώ περισσότερα ετησίως.
Ο προϋπολογισμός του 2024 περιλαμβάνει μέτρα που στοχεύουν κυρίως στη στήριξη του εισοδήματος. Το συνολικό ταμείο για οικογένειες και παιδιά ανέρχεται σε 2,106 δισ. ευρώ.