Ανθεκτική η ελληνική οικονομία στις διεθνείς προκλήσεις – Εκτιμήσεις τραπεζών για το νέο έτος

Η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στις ευρωπαϊκές και διεθνείς προκλήσεις της χρονιάς που πέρασε και οι θετικές προοπτικές για τη νέα χρονιά κυριαρχούν στις οικονομικές αναλύσεις των τραπεζών που θα δουν το φως της δημοσιότητας

«Το 2023 χαρακτηρίστηκε από μεγάλη αβεβαιότητα και δυσμενείς εξελίξεις στη γεωπολιτική κατάσταση στο διεθνές περιβάλλον. Οι δύο συγκρούσεις που μαίνεται στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, δηλαδή εντός και γύρω από την Ευρώπη, έχουν αυξήσει σημαντικά τους κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία ήδη δείχνει σημάδια επιβράδυνσης ενόψει της πτώσης αλλά υψηλού πληθωρισμού και της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα, καταγράφοντας το πρώτο εννεάμηνο του 2023 έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης (2,2%) μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με μελέτη του Economist, η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2023 αποδεικνύεται από την πρώτη θέση που κατέλαβε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μεταξύ 35 χωρών όσον αφορά τη βελτίωση των επιδόσεων σε πέντε οικονομικούς και χρηματοοικονομικούς δείκτες, «οικονομικούς αναλυτές της Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας παρουσιάζοντας τις οικονομικές εξελίξεις

Οι σημαντικότερες τάσεις που εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομία πέρυσι και ποιες θα είναι οι προκλήσεις την επόμενη χρονιά.

Σύμφωνα με το Τμήμα Οικονομικών Σπουδών της Alpha Bank, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Καπόπουλο (Επικεφαλής Οικονομολόγο), οι σημαντικότερες τάσεις της ελληνικής οικονομίας το 2023 και οι προκλήσεις για τη νέα χρονιά είναι:

Ισχυρότερη φάση του οικονομικού κύκλου στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη: Οι υψηλότεροι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που έχουν καταγραφεί από το 2019 -με εξαίρεση το πρώτο έτος της πανδημίας- αναμένεται να συνεχιστούν στην ελληνική οικονομία σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ και οι δύο το 2023 και το 2024. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ της χώρας μας το 2023 θα αυξηθεί κατά περίπου 2,2% έναντι μόλις 0,6% στην ευρωζώνη, ενώ για το 2024 διεθνείς και εθνικοί οργανισμοί προβλέπουν αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 2%. -2 ,9% έναντι 1,2% στην ευρωζώνη.

Τάση ενίσχυσης των επενδύσεων στο αναπτυξιακό μείγμα: Ανά πάσα στιγμή, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασιζόταν στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αντιπροσώπευε πάνω από τα 2/3 του ΑΕΠ της χώρας. Οι επενδύσεις, που έφτασαν στο αποκορύφωμά τους τη διετία 2007-2008, κατέγραψαν σημαντική πτώση τα επόμενα χρόνια τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα επενδυτικό κενό. Σημειώθηκε εντυπωσιακή βελτίωση κατά τη διετία 2021-2022, ενώ τα μέχρι στιγμής στοιχεία για το 2023 δείχνουν τάση αλλαγής της αναπτυξιακής δομής. Συγκεκριμένα, το πρώτο εννιάμηνο του έτους, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 7,4%, συμβάλλοντας τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη και πλησιάζοντας το ήμισυ της αύξησης του ΑΕΠ. Παράλληλα, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ της χώρας αυξήθηκε στο 14,5%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2011, αλλά πολύ μακριά από τα επίπεδα πριν από την οικονομική κρίση (2007: 23,2%). Η συμβολή των επενδύσεων στην οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα τρία χρόνια μετά την ανάκαμψη της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα, τη σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων -που πιθανότατα θα ξεκινήσει πριν από τα μέσα του 2024- και την πρόσφατη εξασφάλιση πρόσθετων πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RAF). Η συνολική χρηματοδότηση της ΤΑΑ (επιχορηγήσεις και δάνεια) αναμένεται να φτάσει τα 36 δισ. ευρώ έως το 2026 και, σε συνδυασμό με τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, θα αποτελέσουν βασικούς πυλώνες των προσπαθειών για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας, την κάλυψη μέρους του επενδυτικού κενού και την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας.

Εξαιρετικά αποτελέσματα στον τουρισμό: Το έτος 2023 αποτελεί, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, ορόσημο για τον ελληνικό τουρισμό, ξεπερνώντας το ιστορικά υψηλό αποτέλεσμα του 2019 σε αφίξεις και εισπράξεις, παρά τις αμφιβολίες που υπήρχαν στην αρχή του έτους, κυρίως λόγω της εξασθένησης εισόδημα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών λόγω της πληθωριστικής πίεσης. Ειδικότερα, το πρώτο δεκάμηνο του έτους οι αφίξεις και οι εισπράξεις από διεθνή ταξίδια (συμπεριλαμβανομένων των κρουαζιέρων) ανήλθαν σε 30,9 εκατ. και 19,6 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας τα αντίστοιχα αποτελέσματα του 2019 κατά 4,1% και 11,6%, αντίστοιχα. Παράλληλα, θετική είναι και η κατάσταση τον Νοέμβριο, καθώς η επιβατική κίνηση εξωτερικού στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών και στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας ξεπέρασε τα αντίστοιχα αποτελέσματα το 2019. Η επιρροή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία έχει πολλαπλή σημασία, διότι μεταξύ άλλων , Κατά τα άλλα, τόνωση τόσο των εξαγωγών υπηρεσιών – αναστέλλοντας τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – όσο και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η κατανομή των τουριστικών ροών σε περισσότερες περιοχές, η υλοποίηση νέων έργων υποδομής και η κάλυψη ελλείψεων προσωπικού στα ξενοδοχεία της χώρας θέτουν ορισμένες προκλήσεις που μπορούν ήδη να βελτιώσουν περαιτέρω το τουριστικό προϊόν της χώρας, ενισχύοντάς το, υποσχόμενες προοπτικές.

Πληθωρισμός και νομισματική πολιτική: Μία από τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά το 2023 ήταν ο πληθωρισμός, ο οποίος, όπως μετράται με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), αυξήθηκε πιο μέτρια σε σύγκριση με το 2022, αλλά παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, τους πρώτους έντεκα μήνες του έτους, ο πληθωρισμός ήταν 4,2% έναντι 9,4% την ίδια περίοδο του 2022 και 5,7% του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ. Την ίδια περίοδο, ο διαρθρωτικός πληθωρισμός, εξαιρουμένων των τιμών των μη επεξεργασμένων τροφίμων και της ενέργειας, ήταν υψηλότερος (6,5%). Ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σε μια προσπάθεια αποκλιμάκωσης, διατήρησε την περιοριστική νομισματική πολιτική που ξεκίνησε το 2022, με περαιτέρω αυξήσεις στα επιτόκια. Το επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης είναι σήμερα 4,5%, σημειώνοντας αύξηση 200 μονάδων βάσης σε ετήσια βάση και 450 μονάδων βάσης σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2022. Ωστόσο, στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις της ΕΚΤ, άφησε τα επιτόκια αμετάβλητα, θεωρώντας ότι το κατάλληλο επίπεδο μπορεί να οδηγήσει για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Έχουν δημιουργηθεί μάλιστα προϋποθέσεις για σταδιακή μείωση των επιτοκίων κατά τη διάρκεια του 2024, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν πρόσθετες διαταραχές στον ενεργειακό τομέα και επομένως θεωρούμε ότι η πτώση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό είναι μόνιμη.

Εδραίωση δημοσιονομικής σταθερότητας και επιστροφή σε επίπεδα επενδυτικής βαθμίδας: Μετά την επιστροφή στο δημοσιονομικό ισοζύγιο το 2022, με την επίτευξη τουλάχιστον οριακού πρωτογενούς πλεονάσματος και σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, το 2023 αναμένεται να χαρακτηριστεί από περαιτέρω βελτίωση στα δημόσια οικονομικά. Παράγοντες όπως η αυξημένη κατανάλωση, οι ισχυρές τουριστικές επιδόσεις, η ευρεία χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής και ο πληθωρισμός αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα, συμβάλλοντας στο πρωτογενές πλεόνασμα παρά τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του έτους για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και των φυσικών καταστροφών. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται στο 1,1% του ΑΕΠ (2,6 δισ. ευρώ) το 2023, ενώ το χρέος προς το ΑΕΠ θα μειωθεί στο 160,3%, σημειώνοντας σωρευτική μείωση 46,7 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020. , εν μέρει επίσης χάρη στη σημαντική ενίσχυση του ονομαστικού ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι από το νέο έτος θα απενεργοποιηθεί η γενική διορθωτική ρήτρα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που υποχρεώνει τις ευρωπαϊκές χώρες να διατηρήσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία. Η εκτιμώμενη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων και ο αναμενόμενος θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης διασφαλίζουν περαιτέρω αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Αυτό, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους (σταθερά και χαμηλά επιτόκια, υψηλή σταθμισμένη μέση διάρκεια), ήταν, μεταξύ άλλων, βασικοί παράγοντες που επέτρεψαν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμολογίας του χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας από τους οίκους αξιολόγησης S&P και Fitch. μετά από 13 χρόνια.

Μια πρόσφατη μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας (Δεκέμβριος 2023) δείχνει ότι ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης έχει προσωρινά επιβραδυνθεί, αλλά εξακολουθεί να υπερέχει σημαντικά τη ζώνη του ευρώ παρά την πρόσθετη επιβάρυνση που προκύπτει από την αναβολή των κρατικών δαπανών και την αποδυνάμωση εξωτερική ζήτηση

Επιτάχυνση των επενδύσεων σε πάγια στοιχεία ενεργητικού που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενίσχυση της ανάκαμψης στη ζώνη του ευρώ με προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ 1,2% ετησίως το 2024, περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού -συνοδευόμενη από σταθεροποίηση ή ακόμη και μείωση των επιτοκίων- και θετική αντίκτυπο της ανάκτησης του επενδυτικού βαθμού στην ελκυστικότητα των ελληνικών ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων και των γενικών χρηματοοικονομικών συνθηκών, προμηνύουν ακόμη ισχυρότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2024, η οποία υπολογίζεται σε 2,7% ετησίως, σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας.

Από την πλευρά της, η Τράπεζα Πειραιώς, στο τελευταίο της δελτίο για τις οικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τον κόσμο, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε το τρίτο τρίμηνο του έτους με ετήσιο ρυθμό 2,1%, ενώ σε τριμηνιαία όρους σημειώθηκε οριακή ανάπτυξη κατά 0,02%. Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο κατά 6,5% σε ετήσια βάση. Η ελληνική οικονομία διατηρεί μια πιο θετική εικόνα ανάπτυξης σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους (9Μ.23: 2,2% έναντι ζώνης ευρώ: 0,6% σε ετήσια βάση). Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την περίοδο 2023-2025, η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα θα παραμείνει πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και της ΕΕ.