Σύμφωνα με τους υπεύθυνους του κλάδου των σούπερ μάρκετ, οι αυξήσεις των τιμών θα συνεχιστούν, αλλά με βραδύτερους ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο
Οι καταναλωτές θα δουν αυξήσεις τιμών για τα προϊόντα καλαθιού οικιακής χρήσης καθώς οι αυξήσεις τιμών συνεχίζονται αδιάκοπα μέχρι το 2024, όταν θα υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις τιμών έως και 5,7% στα σούπερ μάρκετ, καθώς τα νοικοκυριά αγωνίζονται να βρουν ακόμη πιο οικονομικές λύσεις.
Το λένε εκπρόσωποι του κλάδου επανεκτίμηση Ωστόσο, θα συνεχίσουν με βραδύτερους ρυθμούς σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος», όπως αναφέρει το Circana, που παρουσιάστηκε στο 14ο Συνέδριο του Ινστιτούτου Έρευνας Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), αυξήσεις τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετγια τα προϊόντα FMCG θα αυξηθεί στο 4,5% το νέο έτος από 7,3% το 2023.
Sta τροφή, αντιπροσωπεύοντας το 75% του καλαθιού, η ανατίμηση εκτιμάται ότι θα είναι 4,6% από 7,3% το 2023, ενώ τα είδη υγιεινής και προσωπικής φροντίδας αναμένεται να αυξηθούν στο 4% από 7,2%. Για προϊόντα οικιακής χρήσης, όπως απορρυπαντικά, προϊόντα καθαρισμού κ.λπ., οι τιμές αναμένεται να αυξηθούν έως και 5,7% έναντι 9,2% το 2023.
Η παραγωγή πέφτει, οι τιμές αυξάνονται
Επομένως, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, εκτιμάται ότι περιστροφή σούπερ μάρκετ όσον αφορά Προϊόντα FMCG θα αυξηθεί κατά 4,8% με τη δυναμική των πωλήσεων να ξεπερνά το 5,1% των τροφίμων, το 4,5% των προϊόντων οικιακής χρήσης και το 3,2% των προϊόντων προσωπικής υγιεινής και φροντίδας.
Το εντυπωσιακό είναι ότι οι καταναλωτές, σύμφωνα με τον Ελεύθερο Τύπο, το 92% πιστεύουν ότι το άλμα των τιμών είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπία, Το 48% πιστεύει ότι αυτό οφείλεται στο ενεργειακό κόστος και το 37% στον υψηλό ΦΠΑ.
Η έρευνά του ΙΕΛΚΑ αναφέρει ότι 7 στους 10 πολίτες πιστεύουν ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας μας είναι το χαμηλό εισόδημα και κατά συνέπεια οι υψηλές τιμές των προϊόντων.
Όταν ρωτήθηκε ποια κατηγορία αγαθών υπάρχει περισσότερο ενοχοποιητικός στον προϋπολογισμό, το 58% των καταναλωτών απάντησε στα τρόφιμα, το 30% στα ενεργειακά προϊόντα και το 10% στα καύσιμα και τις μεταφορές.