Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγών, Εμπορίας Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT-HELLAS, οι εισαγωγές οπωροκηπευτικών στη χώρα μας αυξήθηκαν κατά 36,96% τον Μάρτιο του 2024, φτάνοντας τους 103.890 τόνους έναντι 75.856 τον ίδιο μήνα. του 2023
«Πρωταθλητής» των εισαγωγών είναι οι πατάτες με 67.753 τόνους (+83%) έναντι 36.999 τόνων τον Μάρτιο πέρυσι.
Ακολουθούν τα μήλα με 3.375 τόνους (207%) έναντι 1.098 τόνους, οι ντομάτες 316 τόνοι (507%) έναντι 52 τόνων και τα πορτοκάλια, των οποίων οι εισαγωγές τον Μάρτιο ανήλθαν σε 572 τόνους έναντι 86 τόνων πέρυσι.
Σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2024, εκτιμάται ότι οι εισαγωγές συνέχισαν με αυξημένο ρυθμό, φτάνοντας τους 232.854 τόνους οπωροκηπευτικών έναντι 183.158 τόνων την αντίστοιχη περίοδο του 2023, που αυξήθηκαν κατά 27,13%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου, τα κύρια εισαγόμενα προϊόντα είναι:
«Η εισαγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών δείχνει τη συνεχή αύξηση του ξένου ανταγωνισμού τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες κοινοτικές αγορές», δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου, Γιώργος Πολυχρονάκης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2023, οι εισαγωγές στην Κοινότητα από τρίτες χώρες αυξήθηκαν σε όγκο και αξία σε σύγκριση με το 2022, φτάνοντας τους 11,9 εκατομμύρια τόνους φρούτων και 2,369 εκατομμύρια τόνους λαχανικών.
Οι κύριες χώρες προμηθευτές είναι η Κόστα Ρίκα, ο Ισημερινός, η Αίγυπτος, η Νότια Αφρική, το Μαρόκο κ.λπ.
Να σημειωθεί ότι το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών της ΕΕ στα φρούτα είναι αρνητικό κατά 8,853 δισ. ευρώ και στα λαχανικά κατά 1,169 δισ. ευρώ.
«Είναι απαραίτητο τα φρούτα και τα λαχανικά από τρίτες χώρες να πληρούν τα ίδια ποιοτικά πρότυπα με αυτά που απαιτούνται από τους παραγωγούς της ΕΕ, να διασφαλίζουν ίσες συνθήκες εργασίας και την ίδια χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων», είπε, δηλώνοντας ότι οι ελληνικές αρχές πρέπει να διενεργούν «αυστηρούς ελέγχους». να διασφαλίζει την τήρηση των εμπορικών προδιαγραφών ποιότητας και την απουσία υπολειμμάτων φυτοφαρμάκων σε προϊόντα που εισάγονται στην ελληνική αγορά, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν ελληνοποιούνται.