Ο επώδυνος χρηματιστηριακός κύκλος που διήρκεσε πάνω από 13 χρόνια έληξε με την επιστροφή στο χρηματιστήριο τον Απρίλιο του 2011.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς ξεπέρασε το επίπεδο των 100 δισ. ευρώ, που είχε «δει» από τις αρχές Νοεμβρίου του 2009, όταν ο δείκτης βρισκόταν στα επίπεδα των 2.400 μονάδων.
Ταυτόχρονα, η μέση ημερήσια συναλλακτική δραστηριότητα έχει αυξηθεί σε επίπεδα πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers πριν από περισσότερα από 15 χρόνια. Η μέση ημερήσια αξία συναλλαγής το πρώτο τρίμηνο του 2024 ήταν 146.046 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 32% σε σύγκριση με το 2023.
Από την αρχή του έτους, το ελληνικό χρηματιστήριο (από το κλείσιμο της Πέμπτης) σημειώνει κέρδη 14,24% και κατατάσσεται τέταρτο στην παγκόσμια κατάταξη του χρηματιστηρίου. Ο γενικός δείκτης προέρχεται από πολύμηνη άνοδο, καθώς η αγορά καταγράφει αυξήσεις 34% από τις 9 Οκτωβρίου και 1.105 μονάδες.
Οι αυξήσεις 14% που καταγράφονται από τις αρχές του 2024 από τον Γενικό Δείκτη Τιμών επιβεβαιώνουν τη δυναμική της ανάπτυξης στο χρηματιστήριο και ο στόχος των 1.500 μονάδων είναι πολύ κοντά στην πρώτη φάση και ο επόμενος στόχος, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι ότι η κίνηση της αγοράς ξεπερνά το επίπεδο των 1.600 μονάδων, δηλαδή το επίπεδο που «καταγράφει» το Χρηματιστήριο Αθηνών από τα τέλη Μαρτίου 2011 (1.611 τεμάχια).
Ορισμένοι εγχώριοι αναλυτές έχουν θέσει δυνητικό στόχο 1.670-1.690 μονάδων, σύμφωνα με τη μακροπρόθεσμη τεχνική εικόνα της αγοράς, δηλαδή τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν η αγορά λίγο πριν χάσει την επενδυτική της αξιολόγηση.
Η Ελλάδα έχασε την επενδυτική της βαθμολογία στις 27 Απριλίου 2010, όταν η Standard & Poor's ήταν η πρώτη που την υποβάθμισε σε «σκουπίδια». Ο γενικός δείκτης κατέγραψε εκείνη την ημέρα 1.696,68 μονάδες, που σημαίνει πτώση 6%. Φυσικά, είχε προηγηθεί μια σταθερή πτώση από τις 2.327 μονάδες που βρισκόταν η αγορά στις αρχές του 2010, καθώς το φάσμα της βοήθειας προς την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο, μέχρι τις 23 Απριλίου και την προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στην ιστορία της ισχυρής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική οικονομία έχει, τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια, έναν «ελεύθερο διάδρομο» ανάπτυξης σε συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει μεγάλη κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή ή άλλες απρόβλεπτες αρνητικές εξελίξεις στο ταραγμένο γεωπολιτικό περιβάλλον. Αυτό είναι το συμπέρασμα όλων των εκθέσεων και των εκτιμήσεων που δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's, ξένους επενδυτικούς οίκους και ελληνικά ινστιτούτα. Η ελληνική οικονομία θα είναι επίσης από τις πρώτες στην ΕΕ το 2024.
Επιστρέφει το 2024
Το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη 2,1% φέτος και 1,9% το 2025, το ΙΟΒΕ «βλέπει» τον φετινό ρυθμό ανάπτυξης 2,1%, ενώ η S&P εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με μέσο ρυθμό 2,4% την πενταετία περίοδο 2024-2027. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η ελληνική οικονομία παραμένει ανθεκτική και αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2% φέτος και 2,5% το 2025.
Στην ορμή που δημιουργείται από την ανάκαμψη του επενδυτικού βαθμού. Η πρόσφατη είσοδος της Ελλάδας στις αγορές με 30ετή ομόλογα επιβεβαίωσε μια ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης στα ελληνικά ομόλογα, προσφέροντας 33 δισ. ευρώ, με επιτόκιο καθορισμένο σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας και άμεσα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επιτόκια άλλων χωρών της ευρωζώνης. Η έξοδος του κράτους στις αγορές τον περασμένο Ιανουάριο προσέλκυσε υψηλές προσφορές ύψους 35 δισ., δηλαδή σε σχεδόν δύο μήνες μόνο τα ελληνικά ομόλογα προσέλκυσαν 68 δισ. ευρώ και αν προσθέσουμε προσφορές και για άλλα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, είμαστε έξω. Τους τελευταίους μήνες μιλάμε για πάνω από 100 δισ. ευρώ.
Η υψηλή κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών υποστηρίζει τις αποτιμήσεις των μετοχών. Τα αποτελέσματα των εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών δείχνουν έκρηξη κερδοφορίας και χρηματιστηριακοί αναλυτές εκτιμούν ότι θα επιτύχουν την υψηλότερη κερδοφορία σε 16 χρόνια, από το 2007, όταν τα κέρδη ανήλθαν στα 11,3 δισ. ευρώ.
Το 2023, τα κέρδη των εισηγμένων εταιρειών αναμένεται να υπερβούν τα 10,4 δισεκατομμύρια ευρώ που επιτεύχθηκε το 2022 και τα οικονομικά κέρδη – πάνω από 4 δισεκατομμύρια ευρώ, τα υψηλότερα από το 2008 (4,49 δισεκατομμύρια ευρώ) και το 2007 (5,42 δισεκατομμύρια ευρώ).