Το χρέος εκτιμάται ότι θα μειωθεί τουλάχιστον κατά 3,268 δισ. ευρώ σε απόλυτες τιμές τους επόμενους 12 μήνες, ενώ με την αναμενόμενη επιτάχυνση της ανάπτυξης αναμένεται να «κουρευτεί» κατά 8 μονάδες ΑΕΠ.
Παρουσιάζοντας τη στρατηγική του για το 2024 στους επενδυτές, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αποκαλύπτει τέσσερα βασικά σημεία κινήσεων που θα γίνουν τους επόμενους μήνες, με επενδυτικό βαθμό και εμπιστοσύνη στην αγορά πλέον.
Στην ατζέντα είναι και η έκδοση «πράσινων» ομολόγων, πέραν των 10 δισ. ευρώ, που αυτή τη φορά φαίνεται να ευνοούνται από το χρονοδιάγραμμα των «πράσινων» έργων που «θα υλοποιηθούν».
Ο ΟΔΔΗΞ σκοπεύει να αποπληρώσει πρόωρα το χρέος των 12 δισ. ευρώ, το οποίο θα περιλαμβάνει όχι μόνο δόσεις δανείου, αλλά και μείωση του υπολοίπου των τοκοφόρων συναλλαγματικών.
Μετά την ανάκτηση της επενδυτικής αξιολόγησης, περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο πρόσβασης στις αγορές, ανοίγει ο δρόμος για τη χρήση μέρους του «μαξιλαριού» για την αποπληρωμή του χρέους.
Υπολογίζεται ότι θα χρησιμοποιηθούν 3,589 δισ. ευρώ από τα 30 δισ. ευρώ σε ταμειακά αποθέματα, τα οποία θα επαρκούν για την κάλυψη αναγκών δανεισμού τριών ετών.
Στο πλαίσιο της χθεσινής θετικής έκθεσης της Επιτροπής για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι προβλέψεις του ODDIX δείχνουν ότι ακόμη και στο πιο συντηρητικό σενάριο, η τροχιά του χρέους παραμένει πτωτική.
Υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης (1,1-1,5% μετά το 2027), πρωτογενή πλεονάσματα στη ζώνη του 2-2,5%, χαμηλό κόστος εξωτερικής χρηματοδότησης, αλλά και χρήση σκληρού πυρήνα «μαξιλαριού», δηλαδή 15 δισ. ευρώ, υπολογίζεται ότι θα μειώσει το χρέος στο 100% πριν από το 2040 και κάτω από το όριο του 60% μετά το 2050.
Χαρακτηριστικά, οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της χώρας -που ουσιαστικά λειτουργούν ως δείκτης εξυπηρέτησης του χρέους- θα είναι κατά μέσο όρο 5,8% του ΑΕΠ το 2024-2070, δηλαδή πολύ κάτω από το όριο του 10%.
Το συγκεκριμένο προφίλ του ελληνικού χρέους ήταν και παραμένει «αντίδοτο» στον κίνδυνο αγοράς, ειδικά σε περιόδους αναταραχής. Βασικό στοιχείο είναι ο περιορισμός των δαπανών για τόκους στο 4,5% των εσόδων, ενώ στην Ιταλία υπολογίζεται στο 8%, στην Ισπανία στο 5,6% και στην Πορτογαλία στο 4,7%.
Αυτό που αναμφίβολα ξεχωρίζει είναι η εντυπωσιακή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ κατά σχεδόν 50 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2020 και 2023, χάρη στις καλές μακροοικονομικές επιδόσεις και τα χαρακτηριστικά του εκκρεμούς χρέους.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα προσέλκυσε μακροπρόθεσμους επενδυτές ακόμη και πριν ανακτήσει την επενδυτική της βαθμολογία.