Ο υπουργός Κωστής Χατζηδάκης δηλώνει χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα μπήκε σε νέο δρόμο και απόφασή μας είναι να συνεχίσουμε σοβαρά το έργο μας για να κάνουμε την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί ακόμα πιο ψηλά το 2024!».
Στην Ευρώπη, ωστόσο, ενδέχεται να καθυστερήσουν ακόμη και στην παράγραφο 5 βρείτε τη “χρυσή τομή”που συνέβη ξανά, αυτή τη φορά με την απόφαση του Συμβουλίου ECOFIN να αναθεωρήσει το ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, γνωστό ως Σύμφωνο Σταθερότητας.
Οι θέσεις – επιδιώξεις της ελληνικής πλευράς σε αυτούς τους πολύμηνους διαπραγματεύσεις έχουν εκπληρωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, γεγονός που κάνει το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να δηλώνει απόλυτα ικανοποιημένο, ενώ αποκτά μεγαλύτερη ευελιξία στον τρόπο υλοποίησης της πολιτικής.
Υπουργός Κωστής Χατζηδάκηςs δηλώνει χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα μπήκε σε νέο δρόμο και η απόφασή μας είναι να συνεχίσουμε σοβαρά το έργο μας για να διασφαλίσουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί ακόμα πιο ψηλά το 2024!».
Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να αισθάνεται δικαιωμένη γιατί σε ένα συν δύο βασικά σημεία πήρε αυτό που έψαχνε.
Το πρώτο είναι ότι, με βάση τους νέους κανόνες, περιορίζεται σημαντικά ετήσιο ποσοστό μείωσης του χρέους. Σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο, κάθε κράτος μέλος με χρέος πάνω από το όριο του 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να το μειώνει κάθε χρόνο κατά το 1/20 του πλεονάσματος. Αυτό σημαίνει για την Ελλάδα ότι αν και σήμερα η ετήσια μείωση του χρέους κυμαίνεται από 4% έως 5%, με βάση τους νέους κανόνες που θα θεσπιστούν από το 2025, η απαίτηση για τη μέση ετήσια μείωση του χρέους θα πέσει στο 1%. Τα τελευταία τρία χρόνια, η Ελλάδα μείωσε τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά αρκετές μονάδες ετησίως.
Παράλληλα, τα δύο επιπλέον σημεία της απόφασης σχετικά με την Ελλάδα είναι τα εξής:
* Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος έχει επενδύσεις στην άμυνα υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή αυξήσει σημαντικά τις επενδύσεις του στην άμυνα, εισάγεται η δυνατότητα να μην λαμβάνεται υπόψη αυτή η δαπάνη όταν εξετάζεται ή δεν σέβεται ένα μέλος ενός κράτους που υπόκειται σε υπερβολικό διαδικασία ελλείμματος. Οι αμυντικές επενδύσεις είναι η μόνη κατηγορία δαπανών για την οποία έχει θεσπιστεί ρητά αυτή η διάταξη.
* Διασφαλίζεται ότι η συμπερίληψη των τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος, που έχει προγραμματιστεί για το 2033, δεν θα ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της εξέλιξης του ελληνικού δημόσιου χρέους σε σχέση με την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων.
Ας δούμε αναλυτικά τι προβλέπει η σύμβαση:
1. Ειδική μεταχείριση για αμυντικές επενδύσεις
Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες προβλέπουν ότι σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων ελλείμματος και χρέους, θα λαμβάνεται υπόψη εάν αυτό οφείλεται σε υψηλές δαπάνες για αμυντικές επενδύσεις. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι μια τέτοια δυνατότητα εισάγεται σε ένα κράτος μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις στην άμυνα σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ή αυξάνει σημαντικά την επένδυσή του στην άμυνα, το κόστος αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τη συμπερίληψη ενός κράτους μέλους στη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Έτσι, για πρώτη φορά, οι αμυντικές επενδύσεις ενδέχεται να λειτουργήσουν ως κατηγορία δαπανών που θα εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του (υπερβολικού) ελλείμματος. Οι αμυντικές επενδύσεις είναι η μόνη κατηγορία δαπανών για την οποία έχει θεσπιστεί ρητά αυτή η διάταξη.
2. Σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους
Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς, κάθε κράτος μέλος με χρέος που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει το χρέος του κάθε χρόνο κατά το 1/20 του πλεονάσματος. Πρακτικά αυτό σημαίνει για την Ελλάδα ετήσια μείωση του χρέους κατά 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τους νέους κανόνες, η απαιτούμενη μείωση του χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους μέλους, ενώ το ελάχιστο όριο για τις υπερχρεωμένες χώρες (>90% του ΑΕΠ), όπως η Ελλάδα, είναι μέση ετήσια μείωση χρέους κατά 1%. . Σημειώνεται ότι την τελευταία τριετία (2021-2023), η Ελλάδα μειώνει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κατά αρκετές μονάδες ετησίως. Για κράτη με χρέος μεταξύ 60% και 90%, ο ελάχιστος μέσος όρος απαιτούμενος συντελεστής μείωσης είναι 0,5%. Με την κατάργηση του κανόνα του 1/20 θα μειωθούν λοιπόν σημαντικά οι απαιτήσεις για τη μείωση του δημόσιου χρέους τα επόμενα χρόνια.
Επιπλέον, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες μειώνουν τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ειδικότερα, τόσο οι υφιστάμενοι όσο και οι νέοι κανόνες προβλέπουν ότι οι χώρες θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να θέτουν στόχους για το δημοσιονομικό έλλειμμα που είναι πιο φιλόδοξοι από το ανώτατο όριο του 3% που ορίζεται στη Συνθήκη. Στόχος τους είναι να διασφαλίσουν ότι ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όταν το έλλειμμα θα είναι πραγματικά υψηλότερο, τα κράτη μέλη θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Στο σημερινό πλαίσιο, υπάρχουν δύο τέτοια ανώτατα όρια, τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας υποθέτουν μέγιστο έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ και 0,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Με τις νέες ρυθμίσεις, τα παραπάνω όρια καταργούνται και αντικαθίστανται από ένα ενιαίο, λιγότερο αυστηρό ανώτατο όριο ελλείμματος, το οποίο ορίζει ότι το έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1,5% του ΑΕΠ.
3. Εθνική ιδιοκτησία και μεσοπρόθεσμος σχεδιασμός
Χάρη στο νέο σύστημα, επιστρέφουμε σε μια λιγότερο οριζόντια αρχιτεκτονική που βασίζεται σε μεμονωμένα τετραετή εθνικά σχέδια δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτά τα σχέδια θα πρέπει φυσικά να συνάδουν με κοινές αρχές που έχουν συμφωνηθεί, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκδίδει για κάθε χώρα μια τεχνική πρόταση («τεχνική τροχιά») σχετικά με την εξέλιξη της μεταβλητής που θα υπόκειται στη δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή το αρχικό ποσό των καθαρών δημόσιων δαπανών. Η πρόταση της Επιτροπής θα αποτελέσει τη βάση για συζητήσεις για τη λήψη τελικών αποφάσεων. Κάθε χώρα θα μπορεί να προτείνει τη δική της πρόταση δημοσιονομικής προσαρμογής, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζει. Αναγνωρίζεται μάλιστα ρητά ότι η πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών μπορεί να διαφέρει από αυτή που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την προϋπόθεση ότι είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Αυτή η διαδικασία είναι ανάλογη με τη διαδικασία έγκρισης εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που εφαρμόζονται στο πλαίσιο του προγράμματος NextGenEU. Αυτό αυξάνει σημαντικά την εθνική ιδιοκτησία των σχεδίων δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αναγνωρίζει επίσης τη δυνατότητα αναθεώρησης των τετραετών σχεδίων πριν από την εφαρμογή τους, είτε σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής είτε σε περίπτωση αλλαγών που εμποδίζουν την υλοποίησή τους. Αυτό αναγνωρίζει, αφενός, το δικαίωμα των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων να ενσωματώνουν τις δικές τους οικονομικές προτεραιότητες στα σχέδια προσαρμογής, με σεβασμό στο γενικό πλαίσιο των συμφωνημένων αρχών, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει ότι όταν συμβαίνουν απρόβλεπτα γεγονότα, οι χώρες δεν δεσμεύονται από ξεπερασμένα σχέδια.
4. Προστασία των υπέρ της ανάπτυξης επενδύσεων
Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες δημιουργούν περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για την πραγματοποίηση αναπτυξιακών επενδύσεων και συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, όπως ο ψηφιακός και οικολογικός μετασχηματισμός, η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η ενεργειακή ασφάλεια, η οικονομική ανθεκτικότητα, η κοινωνική συνοχή και η άμυνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποκλείονται εντελώς από τον υπολογισμό του ελλείμματος και του χρέους. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό, γιατί από κάπου θα έπρεπε να καλυφθούν αυτά τα έξοδα. Ωστόσο, οι χώρες που δεσμεύονται για μια σειρά μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων θα μπορούν να ζητήσουν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής (έως 7 αντί για 4 έτη) για να επιτύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους.
5. Ρήτρες εξαίρεσης
Το νέο πλαίσιο αναγνωρίζει ρητά τη δυνατότητα παρεκκλίσεων από τα τετραετή σχέδια προσαρμογής τόσο σε περίπτωση σοβαρής οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ («γενική ρήτρα») όσο και σε εξαιρετικές περιστάσεις πέρα από τον έλεγχο των εθνικών κυβερνήσεων με σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά τους (“ειδική ρήτρα” “). Η απόφαση θα ληφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι σε ό,τι αφορά τις ειδικές ρήτρες, υποτίθεται ότι η πρωτοβουλία για την κίνηση της διαδικασίας θα μεταφερθεί στα κράτη μέλη που υποβάλλουν κατάλληλη αίτηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (αποδείχθηκε ότι ήταν αίτημα της Ελλάδας, το οποίο έγινε δεκτό).