Η Μονάδα Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας της Eurobank δημοσίευσε μελέτη με τίτλο «Πυλώνας Υποδομής: Επενδύσεις Υποδομής – Ανασυγκρότηση και Διεύρυνση του Παραγωγικού Δυναμικού της Ελληνικής Οικονομίας».
Οι συγγραφείς της μελέτης είναι ο Dr. hab. Θεόδωρος Σταματίου, ανώτερος οικονομολόγος και Ph.D. Στυλιανός Γώγος, Ερευνητής Οικονομολόγος.
Από τα πρώτα μεγάλα έργα υποδομής στην Ελλάδα το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, μέχρι τα 20 χρόνια οικονομικής ανασυγκρότησης και επέκτασης τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών στις δεκαετίες 1990 και 2000, οι επενδύσεις σε υποδομές έπαιξαν δυναμικό ρόλο στην ανάπτυξη. της ελληνικής οικονομίας. Η εμπειρία δείχνει ότι οι επενδύσεις σε υποδομές αποφέρουν τεράστια οφέλη στην οικονομία και αποτελούν απαραίτητη – αν και όχι επαρκή – προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός διαρκούς και βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης.
Όπως δείχνει η βιβλιογραφία, το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των επενδύσεων σε υποδομές στην οικονομία είναι σαφώς μεγαλύτερο μακροπρόθεσμα παρά βραχυπρόθεσμα. Το συσσωρευμένο κεφάλαιο παράγει κυρίως παραγωγή με την πάροδο του χρόνου, αλλά δημιουργεί επίσης οικονομίες κλίμακας και πεδίου για άλλες δραστηριότητες.
Το αποτέλεσμα αυτό είναι σημαντικό από τη σκοπιά των σημερινών αναγκών της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων (production possibilities frontier). Κατά την υλοποίηση έργων υποδομής, προκύπτουν οφέλη με τη μορφή αυξημένης ζήτησης και απασχόλησης σε βιομηχανίες που σχετίζονται άμεσα και έμμεσα με κατασκευαστικές δραστηριότητες. Ωστόσο, καθυστερήσεις και ελαττώματα στην υλοποίηση του έργου μπορεί να οδηγήσουν σε μικρότερο ή ακόμη και αρνητικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.
Οι επενδύσεις σε υποδομές ενισχύουν το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, οδηγούν στη διάδοση και ενσωμάτωση τεχνολογιών αιχμής στον παραγωγικό ιστό, δημιουργούν οφέλη για τις περιφέρειες, προστατεύουν την οικονομία και την κοινωνία από μεγάλες και απρόβλεπτες κρίσεις (σε ενέργεια, τρόφιμα, φάρμακα και στρατιωτικούς εξοπλισμού), να ενισχύσουν τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα της χώρας και τελικά να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των πολιτών τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο.
Μόλις ολοκληρωθούν και διατεθούν στο κοινό, τα έργα υποδομής απαιτούν πόρους για τη συντήρησή τους και μερικές φορές την αναβάθμισή τους στο μέλλον. Αυτό διασφαλίζει τη σωστή λειτουργία τους. Εάν αυτές οι επενδύσεις δεν πραγματοποιηθούν ή είναι ανεπαρκείς, τα έργα υποδομής θα λήξουν και θα καταστούν απαρχαιωμένα, καθιστώντας τη χρήση τους δαπανηρή και αναποτελεσματική. Επιπλέον, όταν οι καθυστερήσεις υλοποίησης έργων επαναλαμβάνονται συχνά ή όταν τα έργα χαρακτηρίζονται σταθερά από χαμηλή ποιότητα εκτέλεσης, καλλιεργούνται προσδοκίες ότι αυτό θα συμβεί και στο μέλλον, με αποτέλεσμα να υπάρχει αβεβαιότητα για τα αναμενόμενα οφέλη από τη χρήση της υποδομής.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι οι πόροι που διατέθηκαν σε υποδομές κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους μειώθηκαν ή παρέμειναν σταθεροί σε ορισμένους τομείς, μειώνοντας τους κεφαλαιουχικούς πόρους της οικονομίας και το δυνητικό προϊόν. Εξαιρουμένων των επενδύσεων από τον θεσμικό τομέα των νοικοκυριών (κυρίως κατασκευή κατοικιών) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, η μείωση του παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2011–2023 ανήλθε σε 40,2 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές, εκ των οποίων το 24,0% (9,6 δισ. ευρώ) προήλθε από θεσμικός τομέας τομέας της γενικής κυβέρνησης. Δεδομένου ότι η μερίδα του λέοντος των κρατικών επενδύσεων είναι σε έργα υποδομής, αυτή η μείωση του δημόσιου κεφαλαίου αντανακλά κυρίως τη συρρίκνωση του κεφαλαίου υποδομής, η οποία είναι πηγή αρνητικών εξωτερικών επιπτώσεων.
Με βάση την αριθμητική άσκηση υπολογίζονται τα εξής:
Επιπλέον, στη μεταπανδημική περίοδο, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επακόλουθη ενεργειακή κρίση, το κόστος κατασκευής σε υλικά αυξήθηκε σημαντικά. Παρά την έλλειψη αναλυτικών στοιχείων για το κόστος κατασκευής υποδομής, εφαρμόζοντας κατά προσέγγιση τον δείκτη κόστους της ΕΛΣΤΑΤ για την ανέγερση νέων κτιρίων κατοικιών, σωρευτική αύξηση το δ' τρίμηνο του 2023 σε σύγκριση με το δ' τρίμηνο 2019 κατά 21,0% (σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο 2019 κατά 25,9%). υλικά και 12,9% εργασία).
Η εμπειρική ανάλυση των επενδύσεων σε κατασκευές μη κατοικιών στην Ελλάδα δείχνει σημαντικές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες σχέσεις μεταξύ των επενδύσεων και επιλεγμένων μακροοικονομικών μεταβλητών. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις σχετίζονται θετικά με τις κατασκευαστικές επενδύσεις, ενώ η διαφορά απόδοσης των ομολόγων σχετίζεται αρνητικά, υποδηλώνοντας τη σημασία της εξωτερικής χρηματοδότησης και του κινδύνου χώρας. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης και η αλληλεπίδρασή τους με τις άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν μικρό αλλά στατιστικά σημαντικό αντίκτυπο, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη για συνεκτική οικονομική πολιτική. Η ανάλυση δείχνει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και συνεχή παρακολούθηση των μακροοικονομικών συνθηκών που επηρεάζουν τις επενδύσεις στον τομέα αυτό.
Η επισκόπηση των επιλογών χρηματοδότησης της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027 δείχνει έντονη εστίαση στις επενδύσεις σε υποδομές και αστική ανάπτυξη, με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και την πρωτοβουλία NGEU να διαδραματίζουν βασικό ρόλο. Οι πρωτοβουλίες της ΕΕ ενισχύουν την οικονομική σταθερότητα και την ψηφιακή ανάπτυξη, με την Ελλάδα να αποκομίζει σημαντικά οφέλη για την ανάπτυξή της. Η συμβολή του τραπεζικού συστήματος στις προσπάθειες οικονομικής ανάκαμψης της χώρας υπήρξε σημαντική και αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα, είτε ανεξάρτητα είτε ως συμπληρωματικό εργαλείο των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών πρωτοβουλιών που προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη.