Άρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Προστιθέμενη αξίας: ο μεγάλος απών

Είναι στατιστικά σαφές και άμεσα αντιληπτό ότι η Ελλάδα έχει πολύ μικρό ποσοστό προστιθέμενης αξίας σε πολλούς παραγωγικούς τομείς. Τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2022 κατατάσσουν την Ελλάδα στην 56η όσον αφορά την προστιθέμενη αξία στη βιομηχανία (Ισπανία 14η, Τουρκία 15η), 52η στη γεωργία (Τουρκία 9η, Ισπανία 23η), 45η στις υπηρεσίες (Ισπανία 11η ., Τουρκία 16.) και 50η στη χειροτεχνία (Τουρκία). 13., Ισπανία 14.). Ακόμη και εντός της Ευρώπης, η κατάταξη της Ελλάδας ως προς την προστιθέμενη αξία στους τέσσερις μεταποιητικούς κλάδους που προαναφέρθηκαν κυμαίνεται μεταξύ 18ης και 23ης θέσης. Τα νούμερα αυτά, αν και συγκεντρωτικά και στατιστικά αμφισβητήσιμα, δεν είναι ενθαρρυντικά όσον αφορά το εύρος και την ποιότητα της παραγωγικής διαδικασίας στην Ελλάδα.

Τα παραδείγματα είναι πάντα χρήσιμα για τη μετατροπή των εννοιών σε προτάσεις με νόημα. Το ελληνικό ελαιόλαδο, εκτός από φέτος, το πουλούσε ο παραγωγός (χύμα) 3-4 ευρώ το λίτρο. Έφτασε στον καταναλωτή σε διπλάσια τιμή λόγω του κόστους μεταφοράς και μιας αλυσίδας μεταγενέστερων μεταπωλήσεων που με την πάροδο του χρόνου, όπως και με πολλά άλλα αγροτικά προϊόντα, καθιέρωσαν ένα καθεστώς καθαρού κέρδους. Σε αντίθεση με εμάς, οι Ιταλοί φημίζονται για την επέκταση της αλυσίδας παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος. Είναι αφιερωμένα στην εμφιάλωση υψηλής ποιότητας για τη διεθνή αγορά, προωθώντας το ελαιόλαδο ως γκουρμέ συστατικό. Η τιμή του τελικού προϊόντος είναι πολλαπλάσια από την τιμή του κατασκευαστή, όχι λόγω του κύκλου των μεσαζόντων, όπως στην Ελλάδα, αλλά λόγω της προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται. Αναρωτηθήκαμε επίσης ποια είναι η τελική τιμή των μη διατροφικών προϊόντων με βάση το ελαιόλαδο, όπως σαμπουάν, καλλυντικά, κρέμες χεριών, ακόμη και φαρμακευτικά ή βιταμινούχα προϊόντα; Γαλλικές και άλλες ξένες εταιρείες το κάνουν αυτό με μεγάλη επιτυχία, προσθέτοντας πολλά επίπεδα στην αλυσίδα προστιθέμενης αξίας. Έχουμε παρόμοια παραδείγματα στην Ελλάδα; Φυσικά. Είναι ένα προϊόν μαστίχας του οποίου η καλλιέργεια είναι γεωγραφικά μοναδική, αλλά ως πρωτογενές προϊόν χρησιμοποιείται στην ανάπτυξη και παραγωγή διαφόρων άλλων πολύτιμων, υψηλής ποιότητας καταναλωτικών αγαθών. Φυσικά, υπάρχουν περισσότερα παραδείγματα, αλλά είναι λίγα.

Οι ξένοι αγοραστές κατοικιών ανακαλύπτουν την άγνωστη Ελλάδα

Ο τουρισμός, η περίφημη εθνική βιομηχανία, επίσης δεν αντέχει σε αυστηρή αξιολόγηση με βάση τα παραπάνω κριτήρια. Παραμένει ένα οικοσύστημα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ωστόσο επωφελείται από τις κυβερνητικές πολιτικές με τη μορφή επιδοτήσεων, επιδοτήσεων και εύκολης πρόσβασης σε επιχειρηματικά δάνεια, συχνά με κρατική εγγύηση. Τα «βασικά» προϊόντα του ελληνικού τουρισμού είναι το τοπίο, η θάλασσα, τα νησιά, το κλίμα, η ιστορία, τα αρχαιολογικά μνημεία του τόπου και η ίσως υπερχρησιμοποιημένη έννοια της «ελληνικής φιλοξενίας». Όλα αυτά είναι γεγονότα, προφανή. Τα χρησιμοποιούμε με πολύ μικρή προστιθέμενη αξία, ειδικά στην περίπτωση των μικρών τουριστικών μονάδων. Αξίζει να εξεταστεί τι έχει κάνει η τουριστική βιομηχανία, το κράτος και φορείς που σχετίζονται με αυτήν για την ανάπτυξη του συγκοινωνιακού δικτύου και άλλων υποδομών, για την προστασία του περιβάλλοντος, την αισθητική των πόλεων, την πολεοδομική αυθαιρεσία, τη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής στους δημόσιους χώρους, την παρακολούθηση την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος, εξαλείφοντας τα αδικαιολόγητα τέλη και τη φοροδιαφυγή. Όλες αυτές οι κοινές πρακτικές (ή παραλείψεις) υποδεικνύουν μια διάβρωση της αξίας του τουριστικού προϊόντος αντί για δραστηριότητες και διαδικασίες που προσδίδουν αξία. «Όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει» σίγουρα δεν είναι μια ξεπερασμένη εκτίμηση.

Μια άλλη σοβαρή παρεξήγηση είναι η υπόθεση ότι η δημιουργία εισοδήματος είναι συνώνυμη με την έννοια της προστιθέμενης αξίας. Συγχέουμε την προστιθέμενη αξία με το γεγονός ότι η χρήση και η εκμετάλλευση των εγχώριων τουριστικών περιουσιακών στοιχείων δημιουργεί εισόδημα για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους στον τομέα της φιλοξενίας και άλλων τουριστικών υπηρεσιών. Εδώ, η χρήση αυτών των στοιχείων για δικό του όφελος συγχέεται με τη διαδικασία δημιουργίας προστιθέμενης αξίας. Στην πραγματικότητα είναι μια βολική σύγχυση. Κατ’ αρχήν, αυτό δεν διαφέρει πολύ από τις πρακτικές των ενδιάμεσων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η μόνη διαφορά είναι το προϊόν που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, είναι το ελληνικό καλοκαίρι, ο μύθος του Αιγαίου, της ιστορίας και της αρχαιότητας. Ας τονίσουμε για άλλη μια φορά ότι υπάρχουν εξαιρέσεις και είναι πάρα πολλές. Υπάρχουν τουριστικές μονάδες υψηλών προδιαγραφών που προσφέρουν σύγχρονες και ποιοτικές υπηρεσίες και το σημαντικότερο είναι ότι τα στοιχεία του γηγενούς τουρισμού που αναφέραμε παραπάνω έχουν εκσυγχρονιστεί από άποψη περιβάλλοντος, γεωγραφίας και ιστορίας. Ωστόσο, ο μέσος όρος του τουριστικού μας προϊόντος παραμένει επιεικώς μέτριος.

Αν ο Λένιν είχε κάνει την ερώτηση στο περίφημο φυλλάδιό του: “Τι θα κάνουμε;” για το μέλλον της επανάστασης και ολόκληρου του έθνους, μπορούμε ταπεινά να θέσουμε την ίδια ερώτηση σε θέματα πολύ μικρότερα και πιο ασήμαντα. Τι πρέπει να κάνουμε για να ενισχύσουμε την αλυσίδα προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία γενικότερα; Η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να επικεντρώνεται σε προγράμματα, επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των οικοσυστημάτων που είναι απαραίτητα για την προώθηση της παραγωγικής διαδικασίας στα επόμενα στάδια που δημιουργούν προστιθέμενη αξία. Θα είναι μια αλλαγή παραδείγματος εάν τα προγράμματα δημόσιας βοήθειας που χρησιμοποιούν κοινοτικά και εθνικά κεφάλαια και τραπεζικά δάνεια κατευθύνονται κυρίως στις επενδυτικές δαπάνες (CAPEX) και όχι στην κάλυψη λειτουργικών δαπανών (OPEX). Αυτό θα πρέπει να ισχύει για όλους τους τομείς παραγωγής. Είναι εύκολο να δει κανείς ότι ακόμη και μια μικρή αύξηση των δαπανών για την τεχνολογία, την παραγωγή και τη διαφοροποίηση των προϊόντων, ή ακόμα και για τη συσκευασία τους, μπορεί να αποφέρει μεγάλα οικονομικά οφέλη λόγω του γεγονότος ότι ένα «παραδοσιακό» προϊόν εισάγεται στην αγορά ως νέο. , ανοίγοντας την πόρτα σε νέες αγορές και ελκυστικές για τους καταναλωτές, νέους πελάτες με υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα.

«Όπου κι αν ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει» σίγουρα δεν είναι μια ξεπερασμένη εκτίμηση.

Ένας άλλος αποδεδειγμένος τρόπος προώθησης των διαδικασιών προστιθέμενης αξίας είναι η συμμετοχή και η συνεργασία με διεθνή, πολυεθνικά σχήματα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών τόσο στον αγροτικό όσο και στον βιομηχανικό-μεταποιητικό τομέα. Αυτό προϋποθέτει ότι οι τοπικοί παραγωγοί και οι εταιρείες πρέπει να διεκδικήσουν το μερίδιό τους στον ηπειρωτικό ή ακόμα και στον παγκόσμιο καταμερισμό της παραγωγής, όπως θα έλεγε ο Μαρξ. Μια τέτοια συμμετοχή φέρνει πολλά οφέλη. Συμβάλλει στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ανοίγει ξένες αγορές και συνδυάζει προϊόντα με διεθνούς φήμης brands. Επιπλέον, τέτοιες συνεργασίες συμβάλλουν στον συστημικό μετασχηματισμό στις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης και διαχείρισης σε λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες όπως η δική μας.

Παρεμπιπτόντως, αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι η συχνά χρησιμοποιούμενη υπερβολική ρητορική ότι η Ελλάδα «μπορεί να γίνει ηγέτης» σε διάφορους τομείς είναι περιττή και παραπλανητική. Οι ηγέτες όλων των προϊόντων στην αγορά υπάρχουν εδώ και δεκαετίες. Έχουν δημιουργήσει διεθνώς αναγνωρισμένα προϊόντα με δεκαετίες έρευνας για τα προϊόντα και τη συμπεριφορά των καταναλωτών, αναπτύσσοντας στρατηγικές μάρκετινγκ και επενδύοντας στη δημιουργία επωνυμίας.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν εάν η Ελλάδα θέλει να αλλάξει τη στατική παραγωγική της βάση και να περάσει σε ένα πιο σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο, υιοθετώντας την αρχή της προστιθέμενης αξίας; Θα πρέπει να προετοιμάσει και να σχεδιάσει πολιτικές που έχουν υιοθετήσει από καιρό άλλες προηγμένες οικονομίες, λαμβάνοντας υπόψη την εγχώρια παραγωγή και τις δυνατότητες μετάλλαξης της, όχι μόνο σε επίπεδο προϊόντος αλλά και σε επίπεδο υπηρεσιών. Αξίζει να κατανοήσουμε τη δήλωση του George Bernard Shaw ότι «η μίμηση είναι η πιο ειλικρινής μορφή μάθησης». Υπάρχει πάντα μια εναλλακτική για να παραμείνουμε «αυθεντικοί» και να συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε τόσο καιρό. Είναι και αυτό μια επιλογή.

Ο κ. Γιώργος Στούμπος ήταν καθηγητής πολιτικής οικονομίας και διευθυντής της Τράπεζας της Ελλάδος.