Άρθρο του Σπύρου Βλαχόπουλου στην «Κ»: «Πολυπαραγοντική νόσος»

Υπάρχει πρόβλημα καθυστερημένης απονομής της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής δικαιοσύνης; Η απάντηση είναι προφανώς θετική, αλλά το ερώτημα είναι πώς θα λυθεί ή τουλάχιστον θα αμβλυνθεί αυτό το πρόβλημα. Μεγάλο μέρος του κοινού πιστεύει ότι το πρόβλημα έγκειται στους ίδιους τους δικαστές, οι οποίοι αργούν να εκδώσουν αποφάσεις. Σε ένα τέτοιο θέμα, βέβαια, μέρος της ευθύνης δεν μπορεί να βαρύνει μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς. Συνολικά, το ίδρυμα ελέγχου δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά. Το ίδιο ισχύει και για τη δικαιοσύνη και τις άλλες κρατικές δομές: οι άριστοι και ευσυνείδητοι, που αποτελούν την πλειοψηφία, επιβαρύνονται από τη μειοψηφία των υπολοίπων. Και ως γνωστόν, η κοινωνία δεν αναδεικνύει τα θετικά (γιατί υπάρχουν πολλά λαμπρά παραδείγματα τέλειων και γρήγορων δικαστικών αποφάσεων), αλλά συνήθως τα αρνητικά και τα πιο «χτυπητά». Ευθύνες όμως βαραίνουν και άλλοι συνεργάτες της δικαιοσύνης, οι οποίοι, όπως και οι δικαστικοί λειτουργοί, θα πρέπει κάποια στιγμή να κάνουν αυτοκριτική. Για παράδειγμα, αν και οι δικαστές έχουν καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για την προετοιμασία της υπόθεσης, οι δικηγόροι μερικές φορές ζητούν αναβολές την τελευταία στιγμή. Συμβαίνει επίσης να χρησιμοποιούνται προφανώς αβάσιμες προσφυγές και ένδικα μέσα, καθυστερώντας έτσι την επίλυση σοβαρών υποθέσεων που πρέπει να εκδικαστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Το ΣτΕ «φρένο» στις αναβολές

Ωστόσο, τα παραπάνω είναι η κορυφή του παγόβουνου. Είναι πολύ σημαντικά, αλλά από μόνα τους δεν θα οδηγήσουν σε βελτίωση της κατάστασης εάν δεν συνοδεύονται από θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές παγιωμένων στάσεων. Πρώτον, αλλαγές στη στάση απέναντι στη δημόσια διοίκηση, η οποία συχνά εκδίδει παράνομες διοικητικές πράξεις, είτε λόγω της φοβίας της ευθύνης, είτε λόγω της υπάρχουσας πολυωνυμίας, είτε τέλος γιατί η παράλογη προσφυγή στη Δημόσια Δικαιοσύνη δεν κοστίζει τίποτα. Δεν λείπουν τα παραδείγματα όπου το κράτος χρησιμοποιεί φαινομενικά αβάσιμες προσφυγές και απολύσεις μόνο και μόνο για να αποτρέψει κρατικούς αξιωματούχους από το να κατηγορηθούν ότι δεν προστατεύουν τα κρατικά συμφέροντα ή, ακόμη χειρότερα, ότι εξυπηρετούν ιδιωτικά συμφέροντα. Στις περιπτώσεις που ένας νόμος κριθεί αντισυνταγματικός μετά από πολλά χρόνια ή και δεκαετίες, υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό, τουλάχιστον από θεσμική άποψη. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σύστημα αποτελεσματικού προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (δηλαδή πριν τεθούν σε ισχύ), με αποτέλεσμα οι νόμοι να κηρύσσονται αντισυνταγματικοί μετά από πολλά χρόνια και αφού ορισμένοι πολίτες έχουν καλή τη πίστη επικαλεστούν νόμους που ψηφίστηκαν από το Ελληνικό κοινοβούλιο. Τα υφιστάμενα συστήματα προληπτικού συνταγματικού ελέγχου (έλεγχος από το ίδιο το Κοινοβούλιο, παραπομπή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας) έχουν προ πολλού ξεπεραστεί.

Ως εκ τούτου, χαιρέτισα, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, κάθε νομοθετική πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην επιτάχυνση της εφαρμογής τους. Αρκεί να συνοδεύονται από βαθύτερες θεσμικές αλλαγές και αλλαγές νοοτροπιών.

* Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή της Ε.Π.Α.