Η αναγνώριση του Κινήματος Εθνικής Αντίστασης και των αντιστασιακών ομάδων συνολικά ήρθε μόλις τον Αύγουστο του 1982 με την ψήφιση του Νόμου 1285/1982, αλλά το έδαφος προετοιμάστηκε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Το μονόπλευρο πολιτικό και μετεμφυλιακό κράτος, που αναγνώριζε μόνο τις μη ημιαντιστασιακές οργανώσεις (αρ. 971/1949), δέχτηκε το πρώτο δυνατό χτύπημα με τον ν. 59/1974, που νομιμοποίησε το ΚΚΕ. Ένα δημοκρατικό πολίτευμα ξεκίνησε και λειτουργεί κανονικά με τη συμμετοχή κομμάτων από όλο το πολιτικό φάσμα στην πολιτική ζωή. Οι πολίτες έχουν συνηθίσει να συνυπάρχουν με υποστηρικτές κομμάτων με εντελώς αντίθετη πολιτική κατεύθυνση. Παρόλα αυτά, η οδυνηρή εμπειρία του εμφυλίου εμπόδισε ακόμη την αναγνώριση του Κινήματος Εθνικής Αντίστασης στο σύνολό της και, ειδικότερα, την αναγνώριση της πιο μαζικής αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΑΜ.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε με το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου να έρχονται στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1981 με το εντυπωσιακό 48%. Χάρη στη ριζοσπαστική ομιλία του («Αλλαγή»), που απευθυνόταν και σε μεγάλο μέρος αριστερών πολιτών, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης ήταν πλέον νόμιμη. Δεν έχει μεγάλη σημασία αν αυτή η αναγνώριση, λίγους μόλις μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ, σχετιζόταν με την επικείμενη συνεργασία με τα αριστερά κόμματα στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 1982 ή με την προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου να μεσολαβήσει ακόμη πιο έντονα στον χώρο του εξουσία. Αριστερά. . Μάλιστα, ο Ανδρέας Παπανδρέου το είχε ήδη ανακοινώσει τόσο στην προεκλογική περίοδο του 1981 όσο και στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Αυτό που ήταν σημαντικό ήταν ότι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ήταν πλέον έτοιμη να δεχτεί την αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, αφήνοντας πίσω τα τραύματα του εμφυλίου.
Ανδρ. Παπανδρέου αναφέρθηκε στον εξέχοντα ρόλο του ΕΑΜ, αλλά και στον ρόλο άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, 5/42, ΠΕΑΝ.
«Ήταν όλοι αγόρια»
Η συζήτηση για το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης έγινε στο Sejm στις 17 Αυγούστου 1982. Η ημερομηνία δεν είναι τυχαία. Συμπληρώθηκαν τριάντα όγδοα χρόνια από το μπλόκο της Κοκκίνης. Εισηγητής της γνωμοδότησης είναι ο υπουργός Εσωτερικών Γιώργος Γεννηματάς. Ωστόσο, πρώτος μίλησε ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, προφανώς για να τονίσει τη σημασία του νομοσχεδίου. Αφού αναφέρθηκε στον αποκλεισμό της Κοκκίνης και την εκτέλεση 138 πατριωτών, ο Παπανδρέου παρουσίασε το Κίνημα Εθνικής Αντίστασης ως συνέχεια των γεγονότων της 28ης Οκτωβρίου, μιλώντας για τον αγώνα για «εθνική απελευθέρωση» και «εθνική άμυνα»: «Ήταν μια συνολική αγώνα για την εθνική απελευθέρωση του 1941-1944, που «με το ίδιο πάθος και την ίδια αγάπη για την ελευθερία και την πατρίδα συνέχισαν τον αγώνα για την εθνική άμυνα το 1940-1941». Στην ομιλία του τόνισε τον σημαντικό ρόλο του ΕΑΜ: «Σήμερα μπορούμε επιτέλους να θυμηθούμε με σεβασμό, τιμή και συγκίνηση το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, το οποίο ακολούθησε η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, η ΕΠΟΝ, ο Στρατός του Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο ΕΛΑΣ». Παράλληλα, όμως, έκανε την εξής ενωτική παρατήρηση στην ομιλία του, αναφερόμενος σε άλλες αντιστασιακές οργανώσεις: «Όταν τις θυμόμαστε, δεν σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε τον ρόλο του ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, 5/42, ΠΕΑΝ, αλλά και κάθε ανοργάνωτου και αυθόρμητου Έλληνα πολίτη.» . Όσο για τις συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, τις αντιπαραθέτει με κατάλληλες αναφορές στην επανάσταση του 1821: «Δεν υπήρχαν και τότε διαχωρισμοί και στρεβλώσεις; Πόσες φορές δεν έχει διωχθεί ο Μακρυγιάννης; Ο τυφλός Νικηταράς οδηγήθηκε στη φυλακή. Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας σύρθηκαν σε δίκες και φυλακές. (…) Ο Καραϊσκάκης κατηγορήθηκε ως προδότης. Ωστόσο, το έθνος ξεπέρασε τους διαχωρισμούς του».
Ακολουθεί μεταξύ άλλων: ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της ΝΔ Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, ο ΓΓ του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης, ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο πρώην αρχηγός της ΕΔΗΚ Γεώργιος Μαύρος. στάδιο. Το ΚΚΕ (Εσ.) δεν κατάφερε να εκλέξει βουλευτή στη βουλή 1981-1985. Ο Αβέροφ επέκρινε το νομοσχέδιο, υποστηρίζοντας ότι δεν αναγνωρίζει τη λαϊκή αντίσταση του ελληνικού λαού, «για την οποία συμφωνούμε», αλλά «συγχωρεί το Κομμουνιστικό Κόμμα». Το κύριο επιχείρημά του ήταν ότι η δράση του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής οδήγησε στη διχοτόμηση του έθνους και, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσε στη βάναυση κατάληψη της εξουσίας. «Θα ήμασταν ευτυχείς αν δεν γινόταν αυτή η συνομιλία», πρόσθεσε. Αν και ο Αβέροφ παραδέχτηκε ότι το νομοσχέδιο «επιδιώκει την ενότητα με καλή πίστη», η Νέα Δημοκρατία αποχώρησε από τη συζήτηση στο κοινοβούλιο. Τότε ήταν που μίλησε ο Ανδρέας Παπανδρέου και είπε: «Πρέπει να σας διαβεβαιώσω ότι με τις σημερινές σας ενέργειες βάλατε σίγουρα τη Νέα Δημοκρατία στο χρονοδιάγραμμα της ιστορίας». Ο Χαρίλαος Φλωράκης χαρακτήρισε την αναγνώριση του Κινήματος Εθνικής Αντίστασης «πράξη ύψιστης εθνικής σημασίας» και επιτέθηκε στη Νέα Δημοκρατία χαρακτηρίζοντάς το κόμμα της άρχουσας τάξης που δεν αντιστάθηκε στον κατακτητή αλλά συνεργάστηκε μαζί του.
Έτσι, αν και διάφορα κόμματα επιχείρησαν να μονοπωλήσουν τον «εθνικισμό» (προσοχή, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου με στόχο την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας!), καταλυτική ήταν η θέση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, του μοναδικού βουλευτή της ΝΔ. που δεν έφυγε από τη βουλή. Κανελλόπουλος τόνισε ότι η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης αποτελεί φυσική συνέχεια της νομιμοποίησης του ΚΚΕ και τόνισε ότι σκοπός του νόμου δεν είναι να σβήσει τον εμφύλιο από την ιστορία, αλλά να «προβάλει αυτό που αποτελεί το κοινό καλό όλων μας. .” Το κοινό καλό είναι ο αγώνας που δώσαμε». Ως εκ τούτου, ο εμφύλιος πόλεμος έπρεπε να διαχωριστεί από το κίνημα της εθνικής αντίστασης, ειδικά αφού όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις είχαν τη δική τους άποψη για τη μορφή του κράτους μετά την απελευθέρωση. Παρόμοια εμβληματική ήταν και η ομιλία του Μανώλη Γλέζου, ο οποίος τόνισε: «Δεν ζητάμε αναγνώριση του Κινήματος Εθνικής Αντίστασης για χάρη των αγωνιστών του. (…) Ζητάμε την ανανέωση του κράτους μπροστά στην εθνική μνήμη». Ωστόσο, θα ήταν λάθος να μην επισημανθεί η ενωτική ομιλία του υπουργού Εσωτερικών και του συντάκτη του νομοσχεδίου Γιώργου Γεννηματά: «Ο Ζέρβας, ο Άρης και ο Ψαρρός ήταν όλοι αγόρια».
Καταγραφή κοινοβουλευτικής συζήτησης στον Τύπο
Οι θέσεις που εκφράστηκαν κατά τη συζήτηση στη Βουλή αποτυπώθηκαν και στον ημερήσιο τύπο. Η στάση του φιλοκυβερνητικού Τύπου ήταν προφανώς επαινετική. Το «Βήμα» είχε τον τίτλο «Η Δικαίωση Έρχεται Μετά από 38 Χρόνια», και η «Ελευθεροτυπία» – «Το θαμμένο τμήμα». Λιγότερο νηφάλιο το Έθνος, δημοσιεύοντας στο πρωτοσέλιδο του τα εξής: «Οι βρικόλακες και οι εθνομίλητοι έχασαν την τελευταία μάχη. Η δεξιά πτέρυγα είναι χαμένη». Ο «Ριζοσπάστης» έκανε λόγο για «πράξη κανονικότητας, εθνικής ενότητας» με τη «θλιβερή εξαίρεση» της ΝΔ, ενώ η «Αυγή» ήταν ακόμη πιο σκληρή, με τίτλο «Η Μεγάλη Ώρα του Έθνους» και υπότιτλο «Ο εκφραστής της ΝΔ των δυνάμεων με εκλογίκευση». .” Η ίδια «μανιχαϊστική» προσέγγιση με τον διαχωρισμό σε «πατριώτες» και μη εμφανίζεται (πλέον από την αντίθετη πλευρά) σε κάποιες φιλικές προς τη ΝΔ εφημερίδες, για παράδειγμα, η «Ακρόπολις» και η «Βραδινή» τόνισαν τη διατύπωση του Αβέρωφ. αμνηστία» για το ΚΚΕ, ενώ η «Ακρόπολις» πρόσθεσε: «Μάθημα στα σχολεία «κατορθώματα» του ΕΑΜ». Αντίθετα, η «Καθημερινή» επέκρινε την πολιτική αγριότητα που επικρατεί στη βουλή, επικρίνοντας και τη στάση της ΝΔ. Η Ελένη Βλάχου δημοσίευσε αποσπάσματα από το ημερολόγιό της από την κατοχική περίοδο, που μιλούσαν για τη γενικότερη αντίσταση του ελληνικού λαού.
Σήμερα, δεν υπάρχει σχεδόν κανένας που να μην εκτιμά τη σημασία της αναγνώρισης του Κινήματος Εθνικής Αντίστασης. Οι συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, του Δεκεμβριανού και του εμφυλίου δεν αρνούνται το γεγονός ότι στην Ελλάδα έλαβε χώρα ένα από τα πιο μαζικά κινήματα αντίστασης στην Ευρώπη. Ας είμαστε λοιπόν περήφανοι για αυτή τη θετική πλευρά, μη σβήνοντας τις κοινωνικές συγκρούσεις από την ιστορική μνήμη για να τις αποφύγουμε στο μέλλον. Αυτή ήταν (ή έπρεπε να ήταν) η σημασία της αναγνώρισης του Κινήματος Εθνικής Αντίστασης το 1982. Η αναγνώριση αυτή άφησε πολύ σημαντική κληρονομιά, γιατί μόλις επτά χρόνια αργότερα ο νόμος 1863/1989 «περί εξάλειψης των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου του 1946-1949» πέρασε (το μόνο μελανό σημείο ήταν η καταστροφή φακέλων πολιτικά διωκόμενων και, κατά συνέπεια, η απώλεια αυτού του πολύτιμου ιστορικού υλικού).
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή της Ε.Π.Α.