του Τάσου Δασόπουλου
Στην τελική τους φάση μπαίνουν οι διαπραγματεύσεις για το νέο τετραετές πρόγραμμα της Ελλάδας έως το 2027, το οποίο θα οριστικοποιήσει τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους και την οικονομική πολιτική.
Ξεκινώντας από τα περιθώρια αύξησης των δαπανών για τα επόμενα χρόνια που ανακοινώθηκαν την Παρασκευή 21 του μήνα, η Κομισιόν θα θέσει ουσιαστικά τα όρια της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης μέχρι το τέλος της δεύτερης θητείας.
Το πρώτο που ξεκαθάρισε με κάθε ευκαιρία ο Πρωθυπουργός είναι ότι έχει λήξει η επιδότηση και η αναστολή εφαρμογής της ρήτρας συνολικής εφαρμογής, η οποία ενεργοποιήθηκε σε σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού και διατηρήθηκε κατά την ενεργειακή κρίση. Τώρα, με την αποκατάσταση των δημοσιονομικών κανόνων, η οικονομική πολιτική θα αφεθεί στις φορολογικές περικοπές – εάν υπάρχει περιθώριο – στους κοινοτικούς πόρους που έχει εξασφαλίσει και θα εξασφαλίσει η Ελλάδα στο μέλλον και σε δύσκολες θεσμικές παρεμβάσεις των οποίων η αποτελεσματικότητα θα εξαρτηθεί από το χρονοδιάγραμμα και ποιότητα με την οποία εφαρμόζονται.
Πρώτες επενδύσεις
Το πρόγραμμα της Ελλάδας, εκτός από τον στόχο της μείωσης του χρέους κάτω από το 130% του ΑΕΠ το 2024-2027, θα περιλαμβάνει επίσης ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που θα στηρίξουν τον ρυθμό ανάπτυξης, που με τη σειρά του θα στηρίξει τη σύγκλιση του εισοδήματος με τον μέσο όρο της ΕΕ. Ο στόχος αυτός υπερβαίνει τους προεκλογικούς στόχους με την υπόθεση κατώτατου μισθού 950 ευρώ και μέσου μισθού 1.500 ευρώ.
Οι επενδύσεις που ετοιμάζονται να ενταχθούν στο τετραετές πρόγραμμα αφορούν έργα πράσινου μετασχηματισμού που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανασυγκρότησης και το ΕΣΠΑ (συνολικά 14 δισ. ευρώ). Θα υπάρξει επίσης πρόβλεψη για κάλυψη μέρους των επιπλέον 30 δισ. ευρώ που χρειάζεται η Ελλάδα για την επίτευξη των ευρωπαϊκών στόχων για το 2030 με εθνικούς πόρους ή συνδυασμό δημόσιων, ιδιωτικών και κοινοτικών πόρων, αφού – όπως φαίνεται – η ιδέα για μια δεύτερη Ανάπτυξη. Το Ταμείο επικεντρώνεται κυρίως σε πράσινες επενδύσεις.
Το δεύτερο πακέτο, αξίας 10-15 δισ. ευρώ, θα καλύψει την ολοκλήρωση βαρέων υποδομών για την Ελλάδα, που θα καλύπτουν οδικούς άξονες, έργα αντιπλημμυρικής προστασίας και άλλα, και θα αγγίξει και την ενίσχυση της πολιτικής προστασίας.
Στο σημείο αυτό το υπουργείο Επενδύσεων συγκεντρώνει ένα πακέτο επενδύσεων που είτε πρέπει να είναι ώριμες είτε να έχουν σαφές χρονοδιάγραμμα ωρίμανσης πριν την ένταξή τους στο πρόγραμμα. Κάποια από αυτά θα αφορούν έργα που δεν θα ολοκληρωθούν μέσα στους επόμενους 24,5 μήνες, οπότε και τελειώνει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ανάγλυφα
Όσον αφορά τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, τα πρώτα δείγματα δηλώσεων ανώτερων κυβερνητικών στελεχών προκάλεσαν σαφή εντύπωση.
Το πρώτο μέρος θα επικεντρωθεί σε στοχευμένες και «σίγουρες» παρεμβάσεις στον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, όπως περαιτέρω μειώσεις στα ασφάλιστρα. Προς αυτή την κατεύθυνση, η επικείμενη μείωση αναμένεται να είναι μεγαλύτερη από το συνολικό 1% που έχει ήδη ανακοινωθεί, με το ήμισυ της μείωσης να εφαρμόζεται το 2025 και το άλλο μισό το 2027.
Παράλληλα, προβλέπεται μείωση του κόστους ζωής κατά 30% έως το 2027, που θα προκύψει και πάλι από πλεόνασμα εισοδήματος, αυτή τη φορά και από μείωση της φοροδιαφυγής.
Ανάμεσα στις παρεμβάσεις που θα συνεχιστούν θα είναι και τα στεγαστικά προγράμματα, γιατί οι διαθέσιμοι πόροι είναι σχετικά μικροί σε κάθε περίπτωση και το πρόβλημα μεγάλο.
Μετά το Επιμελητήριό μου Ι, αξίας 1 δισεκατομμυρίου ευρώ, θα έρθει το Επιμελητήριο ΙΙ μου, το οποίο θα διανείμει 2 δισεκατομμύρια ευρώ, και πιθανώς το Επιμελητήριο ΙΙΙ μου, εάν οι ανάγκες παραμείνουν μεγάλες.
Τέλος, οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις θα περιλαμβάνουν την αποκατάσταση του ανταγωνισμού στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών για τον μετριασμό των επιπτώσεων της ακρίβειας, τη βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα και ιδίως του συστήματος δικαιοσύνης, μια πιο αποτελεσματική αγορά εργασίας, πιο βιώσιμη ασφάλιση και μια πιο ελεύθερη και πιο λειτουργικό επιχειρηματικό περιβάλλον.