Έρευνα Οικονομικού Πανεπιστημίου: Στροφή στα ελληνικά προϊόντα και στις ιδιωτικές ετικέτες

Έρευνα Οικονομικού Πανεπιστημίου: Στροφή στα ελληνικά προϊόντα και στις ιδιωτικές ετικέτες

Οι Έλληνες καταναλωτές γεμίζουν τα καλάθια τους με προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (Private Label-PL), αρκεί να διατηρηθεί η ακρίβεια στα βασικά προϊόντα, γεγονός που θα μειώσει το κόστος αγορών στο σούπερ μάρκετ. Σύμφωνα με ετήσια μελέτη του Εργαστηρίου Μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία περιελάμβανε τηλεφωνική έρευνα σε επιστημονικά τυχαίο δείγμα 1.880 νοικοκυριών τον Ιανουάριο του 2024, τα PL αποτελούν πλέον το 36% του καλαθιού από 33% πέρυσι.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Γεώργιος Μπαλτάς, ο οποίος συντόνισε την έρευνα, «είναι το υψηλότερο ποσοστό που έχουμε καταγράψει ποτέ εδώ και 19 χρόνια έρευνας στο Εργαστήριο Μάρκετινγκ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οικονομίας Το μερίδιο των κωδικών ιδιωτικής ετικέτας στο καλάθι αποτελεί πολύ περισσότερο από το 30% των κωδικών που καταλήγουν στο καλάθι του καταναλωτή, δηλαδή πάνω από 3 στα 10 προϊόντα που αγοράζονται είναι κωδικοί ιδιωτικής ετικέτας.

Παράλληλα, και τα ελληνικά προϊόντα κερδίζουν συνεχώς χώρο στο καλάθι. Σύμφωνα με τον Μπαλτά, «το αρνητικό κλίμα αυτή την περίοδο δεν είχε καμία επίδραση στις προτιμήσεις των καταναλωτών για προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ελλάδα. Αυτό δείχνει ότι η ελληνική παραγωγή δεν είναι πιο ακριβή επιλογή αγοράς και οι προτιμήσεις για αυτήν είναι σταθερές με την πάροδο του χρόνου».

Στο πλαίσιο της μελέτης, το 81% των ερωτηθέντων απάντησε ότι όταν βρίσκουν ελληνικά προϊόντα στο σούπερ μάρκετ τα προτιμούν από τα εισαγόμενα. Ωστόσο, η ερώτηση αυτή αφορά τις προθέσεις του καταναλωτή και φυσικά δεν ταυτίζεται με την τελική του επιλογή, η οποία επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες (διαθεσιμότητα, προσφορές κ.λπ.). Επιπλέον, το 66% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι καταναλωτές στρέφονται προς τα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Ελλάδα, το 89% δηλώνει ότι θέλει να αναγράφεται στη συσκευασία ότι το προϊόν κατασκευάστηκε στην Ελλάδα, το 65% πιστεύει ότι τα ελληνικά προϊόντα έχουν καλύτερες ιδιότητες ασφάλειας και ποιότητας. Το 93% πιστεύει ότι η προτίμηση στα ελληνικά προϊόντα υποστηρίζει την παραγωγή στη χώρα, το 83% πιστεύει ότι η προτίμηση στα ελληνικά προϊόντα συμβάλλει στη μείωση της ανεργίας.

Από τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται ξεκάθαρα ότι κυριαρχεί το καταναλωτικό κίνημα που υποστηρίζει το Made in Greece. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ορθολογική προσέγγιση του προβλήματος και η κατανόηση της σημασίας της υποστήριξης των εγχώριων προϊόντων για τη στήριξη της παραγωγής και των εργαζομένων. Πρόκειται για συμπεριφορές ωριμότητας και αλληλεγγύης που έχουν πλέον καθιερωθεί στην ελληνική κοινωνία.

Η πληθωριστική πίεση οδηγεί σε νέες καταναλωτικές συνήθειες

Τα αποτελέσματα της μελέτης αποκαλύπτουν την επίδραση των αυξήσεων των τιμών στα καθημερινά προϊόντα στην αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών. Όπως τονίζει ο κ. Μπαλτάς, «από τα μέσα του 2021 η επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών αυξάνεται σταθερά και οι καταναλωτές αλλάζουν τις αγοραστικές τους συνήθειες για να ανταπεξέλθουν με ακρίβεια».

Η συντριπτική πλειοψηφία (90,3%) των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες λόγω των αυξήσεων στις τιμές των σούπερ μάρκετ. Οι καταναλωτές στρέφονται σε φθηνότερες, λιγότερο συχνές αγορές και οι μισοί λένε ότι περιορίζονται στα βασικά. Σχεδόν κάθε δέκατος καταναλωτής ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά ούτε τις βασικές αγορές.

Όσον αφορά τη γνώμη των καταναλωτών σχετικά με το ποιος ευθύνεται περισσότερο για τις υπερβολικές αυξήσεις τιμών στα καταναλωτικά προϊόντα, μεταξύ των πολυεθνικών βιομηχανιών, των ελληνικών βιομηχανιών, των μεγάλων αλυσίδων λιανικής και των μικρών τοπικών καταστημάτων, η πλειοψηφία των καταναλωτών επέλεξε πολυεθνικές εταιρείες (68%), ενώ πολύ κάτω και στη δεύτερη θέση βρέθηκαν οι μεγάλες αλυσίδες (24,2%). Ένα πολύ μικρό ποσοστό (6,9%) επέλεξε εγχώριους παραγωγούς και πολύ λίγοι (0,9%) επέλεξαν μικρά καταστήματα.

Η μελέτη μέτρησε το ποσό των δαπανών κατά τη διάρκεια κάθε αγοράς. Η μέση δαπάνη των σούπερ μάρκετ υπολογίζεται στα 70 ευρώ, σημειώνοντας αξιοσημείωτη αύξηση 14,7% από 61 ευρώ πέρυσι. Η αύξηση των δαπανών ανά επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ αντανακλά την αύξηση του κόστους των προϊόντων που προκαλεί ο πληθωρισμός. Η μέση μηνιαία δαπάνη λοιπόν υπολογίζεται σε 370 ευρώ, αντίστοιχη αύξηση από 324 ευρώ πέρυσι. Το 75% των καταναλωτών ξοδεύει έως και 450€ το μήνα. Η αύξηση των δαπανών οφείλεται κυρίως στις αυξήσεις των τιμών, οι οποίες στον συγκεκριμένο κλάδο είναι πολύ υψηλότερες από τον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή.

Όσον αφορά τον αριθμό των σούπερ μάρκετ που χρησιμοποιούν, μόνο το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ψωνίζει σταθερά σε ένα σούπερ μάρκετ, με το 42% να μοιράζει τα ψώνια του σε πολλά. Το 93,2% των ερωτηθέντων ψωνίζει το πολύ σε 3 διαφορετικά καταστήματα. Η συχνότητα των αγορών στις αλυσίδες σουπερμάρκετ είναι κατά μέσο όρο 6 φορές το μήνα και παραμένει σταθερή σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Οι περισσότεροι καταναλωτές λένε ότι ψωνίζουν τέσσερις φορές το μήνα. Το 86% των ερωτηθέντων ψωνίζει έως και 8 φορές το μήνα.

Το 89,4% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι έχει αποφασίσει εκ των προτέρων ποια προϊόντα θα αγοράσει πριν πάει σε ένα σταθερό ή διαδικτυακό σούπερ μάρκετ. Ειδικότερα, γίνονται αυξανόμενες προσπάθειες για την εξάλειψη των παρορμητικών αγορών και τον σχεδιασμό αγοραστικών αποφάσεων για την καλύτερη διαχείριση του διαθέσιμου εισοδήματος σε πληθωριστικές συνθήκες. Σχετικά με τη μάρκα κάθε προκαθορισμένου προϊόντος εμφανίζεται 50,5%.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερωτηθέντες δήλωσαν τη σημασία που αποδίδουν στα βασικά κριτήρια επιλογής προϊόντων όταν ψωνίζουν. Τα πιο σημαντικά κριτήρια για την επιλογή των προϊόντων είναι η ποιότητα, η τιμή, η προσφορά και η ελληνική προέλευση. Τα κριτήρια αυτά κατατάσσονται σταθερά στις 4 πρώτες θέσεις στην ετήσια έρευνα του εργαστηρίου μάρκετινγκ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Όσον αφορά τη σημασία που αποδίδουν οι καταναλωτές σε συγκεκριμένα κριτήρια για την επιλογή ενός καταστήματος σούπερ μάρκετ, η μελέτη έδειξε ότι η ποιότητα των αγαθών, οι τιμές, η προσφορά και η εύκολη πρόσβαση είναι τα πιο σημαντικά κατά την επιλογή καταστήματος από έναν καταναλωτή.

Όσον αφορά το «καλάθι του νοικοκυριού», οι καταναλωτές διχάζονται. Το 53,5% των καταναλωτών πιστεύει ότι είναι ένα χρήσιμο μέτρο και το 52,8% αγοράζει προϊόντα που βρίσκονται στο «καλάθι του νοικοκυριού». Ωστόσο, η αποδοχή του από κάθε δεύτερο καταναλωτή περίπου δείχνει, όπως προκύπτει από έρευνες, ότι δεν πρόκειται για μια ασήμαντη δραστηριότητα και η εφαρμογή της προκαλεί το ενδιαφέρον μεγάλου μέρους της αγοραστικής κοινωνίας.

ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΗ ΠΗΓΗ