Ο Αλµπέρ Καµύ γεννήθηκε το 1913 στην Αλγερία. Από τους σηµαντικότερους Γάλλους του πνεύµατος του 20ού αιώνα, υπήρξε µυθιστοριογράφος, δοκιµιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ενώ το 1957 έλαβε το Νόµπελ Λογοτεχνίας. Τόσο ως µυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, όσο και ως ηθικολόγος και πολιτικός θεωρητικός, ο Καµύ µετά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο έγινε εκπρόσωπος της γενιάς του, όχι µόνο στη Γαλλία, αλλά και στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσµο. Τα γραπτά του, µε αναφορές –µεταξύ άλλων– στην αποξένωση του ατόµου από τον εαυτό του, στο πρόβληµα του κακού και στην οριστικότητα του θανάτου, αντανακλούσαν την αποξένωση και την απογοήτευση του µεταπολεµικού διανοουμένου, καθιερώνοντάς τον, µαζί µε τον Σαρτρ, ως έναν από τους κορυφαίους του υπαρξιακού µυθιστορήµατος. Ο Καµύ υποστήριζε ακόµα την αναγκαιότητα υπεράσπισης αξιών όπως η αλήθεια, το µέτρο και η δικαιοσύνη. Στα τελευταία του έργα σκιαγράφησε τα περιγράµµατα ενός φιλελεύθερου ουµανισµού που απέρριπτε τις δογµατικές πτυχές τόσο του χριστιανισµού όσο και του μαρξισµού. Η Καθηµερινή παρακολούθησε την πορεία του, δηµοσιεύοντας σχετικά άρθρα τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του, όσο και µετά τον θάνατό του. Ο αναγνώστης της παρούσας έκδοσης έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει εκ νέου πτυχές και σκέψεις του µεγάλου στοχαστή.
Μια μεγάλη ζωή σε τόσο λίγα χρόνια
«Σήµερα πέθανε η µαµά. Μπορεί και χτες. ∆εν ξέρω. Πήρα ένα τηλεγράφηµα από το γηροκοµείο: “Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερµά συλλυπητήρια”. Αυτό δεν σηµαίνει τίποτα. Μπορεί να ’ταν και χθες. Το γηροκοµείο είναι στο Μαρένγκο, ογδόντα χιλιόµετρα απ’ το Αλγέρι. Θα πάρω το λεωφορείο στις δύο και θα είµαι εκεί το απόγευµα. Έτσι θα µπορέσω να την ξενυχτήσω και θα επιστρέψω το επόµενο βράδυ. Ζήτησα δυο µέρες άδεια απ’ το αφεντικό µου και δεν µπόρεσε να µου τις αρνηθεί µε µια τέτοια δικαιολογία. Όµως σαν να δυσαρεστήθηκε λιγάκι».
Με αυτή την παράγραφο ξεκινά το πιο διάσηµο µυθιστόρηµα του Αλµπέρ Καµύ, ο Ξένος, που τυπώθηκε στη Γαλλία τον Μάιο του 1942 σε 4.400 αντίτυπα µόνο. Σήµερα θεωρείται λογοτεχνικό αρχέτυπο και οι πρώτες του προτάσεις έχουν γίνει συνώνυµες µε µια παράλογη ή ειρωνική κατάσταση. Όµως το 1942 ήταν ο Ζωρζ Σιµενόν και ο Σεντ Εξυπερύ οι συγγραφείς που έκαναν µεγάλες εµπορικές επιτυχίες. Πριν εκδοθεί ο Ξένος, ένας κλειστός κύκλος διανοουµένων που βρίσκονταν στη µη κατεχόµενη Γαλλία είχε διαβάσει το χειρόγραφο και αναγνώρισε την αξία του. Ουδέποτε ως τότε το αναγνωστικό κοινό δεν συνάντησε ήρωα τόσο απόλυτα ειλικρινή όσο ήταν ο Μερσώ. Στην πραγµατικότητα, η ειλικρίνειά του είναι ίσως το µοναδικό αξιόλογο προσόν του. Ο Μερσώ είναι ένας αντι-ήρωας, ένας ασήµαντος υπάλληλος που δεν πιστεύει στον Θεό, αλλά δεν µπορεί να πει ψέµατα. Θέλει µόνο να πηγαίνει σινεµά, να κολυµπάει και να κάνει έρωτα.
Όσο για τον Καµύ, δεν βρισκόταν στη Γαλλία το 1942 για να υπογράψει τα βιβλία του. Μετά από µια διετή παραµονή στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε για ένα διάστηµα µε την εφηµερίδα Paris-Soir, η δηµοσιογραφική του καριέρα είχε διακοπεί πάλι. Το ίδιο συνέβη νωρίτερα στην Αλγερία. Μεταξύ 1937 και 1939, ο Καµύ έγραφε κριτικές βιβλίων και δοκίµια για την Algier-Republicain, µια αριστερή εφηµερίδα της πατρίδας του. Αργότερα ανέλαβε τη σύνταξη του Soir-Republicain, αλλά για λίγο. Άσκησε αυστηρή κριτική στη γαλλική αποικιακή κυβέρνηση και σύντοµα απολύθηκε. Έτσι το 1940 εγκατέλειψε την πατρίδα του την Αλγερία, για να ζήσει στο Παρίσι. Έφυγε όµως µετά την εισβολή των Γερµανών και επέστρεψε για άλλη µία φορά στη Βόρεια Αφρική. Εκεί ξαναπαντρεύτηκε –ο πρώτος του γάµος έγινε σε νεαρότατη ηλικία– και παράλληλα άρχισε να διδάσκει σε ιδιωτικό σχολείο του Οράν. Συνέχισε να γράφει και γέµισε αρκετά τετράδια µε σκίτσα και πολλές εκδοχές του Ξένου και του Μύθου του Σίσυφου. Επίσης δούλευε ιδέες για ένα επόµενο µυθιστόρηµα, την Πανούκλα.
Όταν κυκλοφόρησε ο Ξένος και στη συνέχεια ο Μύθος του Σίσυφου, ο Καµύ καθιερώθηκε ως συγγραφέας διεθνούς σηµασίας. Ήταν περίπου 30 χρόνων και µε το µαχητικό, αντισυµβατικό πνεύµα του άρχισε να αποκτά τη φήµη ενός σηµαντικού διανοουµένου της Αριστεράς. Στα επόµενα χρόνια, αυτός, ο γιος ενός φτωχού εργάτη, ο οποίος γεννήθηκε το 1913 στη γαλλική Αλγερία και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη φτώχεια, έµελλε να γίνει ένας από τους επιδραστικότερους φιλοσόφους του 20ού αιώνα.
Η οικογένεια του Καµύ ζούσε σε ένα σπίτι δύο δωµατίων µε χωµάτινο πάτωµα. Ο πατέρας σκοτώθηκε πολεµώντας στον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, η µητέρα ήταν συχνά άρρωστη, σχεδόν κωφή, και πάλευε να µεγαλώσει τα δύο της παιδιά. Το σχολείο ήταν η σωτηρία του νεαρού Αλµπέρ, καθώς στο σπίτι υπήρχε µόνο θλίψη. Απολάµβανε τη σχολική δουλειά µε ενθουσιασµό. Οι δάσκαλοί του τον αναγνώρισαν ως µαθητή µε εξαιρετικές ικανότητες, ιδιαίτερα στη συγγραφή και την ερµηνεία της λογοτεχνίας. Όταν ένας από τους δασκάλους του έµαθε για τη φτώχεια του, έµεινε έκπληκτος που ένας τόσο λαµπρός µαθητής ζούσε σε τόσο δύσκολες συνθήκες. Το κοφτερό µυαλό του του χάρισε µια υποτροφία για να σπουδάσει στο Πανεπιστήµιο του Αλγερίου. Εκεί ολοκλήρωσε και το µεταπτυχιακό του στη φιλοσοφία. ∆ιέπρεψε όµως και στο ποδόσφαιρο, το οποίο θεωρούσε µία από τις µεγαλύτερες χαρές της ζωής του.
Ήταν περίπου 30 χρόνων και με το μαχητικό, αντισυμβατικό πνεύμα του άρχισε να αποκτά τη φήμη ενός σημαντικού διανοουμένου της Αριστεράς.
Αλλά χρειάστηκε να το εγκαταλείψει. Το 1930, ενώ ήταν φοιτητής φιλοσοφίας, προσβλήθηκε από φυµατίωση κι έδωσε µάχη µε µια ασθένεια που θα τον ταλαιπωρούσε περιοδικά για πολλά χρόνια. Στη συνέχεια, µετά την ανάρρωσή του, αναγκάστηκε να συντηρηθεί για αρκετά χρόνια δουλεύοντας ως µετεωρολόγος, αστυνοµικός και πωλητής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παντρεύτηκε, χώρισε και επίσης εντάχθηκε και αποχώρησε από το Κοµµουνιστικό Κόµµα. Το 1935, έναν χρόνο πριν πάρει το πτυχίο του από το πανεπιστήµιο, ίδρυσε το «Θέατρο των Εργατών», µια οµάδα που δηµιουργήθηκε για να παρουσιάσει έργα για τον εργαζόµενο λαό του Αλγερίου. Πριν τελειώσει το θεατρικό του εγχείρηµα το 1939, ο Καµύ δηµοσίευσε το έργο L’Envers et L’Endroit, δοκίµια που πραγµατεύονται τη σχέση του ανθρώπου µε τον θάνατο. Ωστόσο, υπάρχει µια αισιοδοξία σε αυτά τα δοκίµια. Εδώ υποστηρίζει για πρώτη φορά τη θαρραλέα εξέγερση για να αντιµετωπίσουµε τον εαυτό µας και τον κόσµο και να αρχίσουµε να δηµιουργούµε έναν πολιτισµό που θα µας σώσει από µια µηδενιστική καταστροφή.
Τη χρονιά της έκδοσης του Ξένου, ο Καµύ αποφάσισε να επιστρέψει στη Γαλλία και να µπει στη Γαλλική Αντίσταση. Έγινε µέλος µιας οργάνωσης γνωστής ως Combat και διηύθυνε την οµώνυµη παράνοµη εφηµερίδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση του Παρισιού το 1944, συνέχισε να επιµελείται την εφηµερίδα για τέσσερα χρόνια, ενώ εξέδιδε συλλογές µε τα δοκίµιά του. Τα έργα του Η παρεξήγηση και ο Καλιγούλας παρουσιάστηκαν εκείνη τη χρονιά, ενώ το 1945 περιόδευσε στις Ηνωµένες Πολιτείες δίνοντας διαλέξεις. Η Πανούκλα δηµοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1947 και αµέσως αναγνωρίστηκε ως σηµαντικό λογοτεχνικό έργο. Οι κριτικοί και το κοινό συµφώνησαν απόλυτα στους επαίνους τους γι’ αυτό το µελαγχολικό χρονικό. Οι µεταπολεµικοί αναγνώστες ένιωσαν βαθιά ευγνώµονες σε αυτόν τον συγγραφέα που κατέγραψε πιστά, και όχι µελοδραµατικά, τα βάσανα και τη δυστυχία της εξορίας.
Το 1949, όταν επέστρεψε στη Γαλλία από µια περιοδεία στη Νότια Αµερική, ο Καµύ αρρώστησε και µπήκε σε σχεδόν πλήρη αποµόνωση, δηµοσιεύοντας µόνο περιστασιακά συλλογές κυρίως πολιτικών δοκιµίων. Το 1951, αφού ανέρρωσε, δηµοσίευσε µια εκτενή µελέτη για τη µεταφυσική, ιστορική και καλλιτεχνική εξέγερση, τον Επαναστατηµένο άνθρωπο. Ήταν ένα αµφιλεγόµενο βιβλίο και έγινε η αιτία για τη διακοπή της φιλίας του µε τον Ζαν Πολ Σαρτρ. Το 1957 ο Αλµπερ Καµύ τιµήθηκε µε το Νόµπελ Λογοτεχνίας και µόλις τρία χρόνια αργότερα, στις 4 Ιανουαρίου 1960, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχηµα. Ήταν 46 ετών. Ο φίλος του και εκδότης Μισέλ Γκαλιµάρ οδηγούσε εκείνη την ηµέρα ένα εντυπωσιακό µαύρο Facel-Vega, αλλά ξαφνικά και ίσως λόγω του πάγου έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο προσέκρουσε µε µεγάλη ταχύτητα πάνω σε ένα δέντρο, παίρνοντας και τη δική του ζωή.
Ο Καµύ είχε ήδη γράψει και πει ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο από το να πεθαίνει κανείς σε τροχαίο δυστύχηµα· εξίσου παράλογο µε την ίδια τη ζωή. Στα πολλά πολλά κείµενα που δηµοσιεύτηκαν µετά τον πρόωρο θάνατό του, οι γράφοντες δεν παρέλειψαν να παρατηρήσουν ότι υπήρχαν αναλογίες µεταξύ της φιλοσοφικής του σκέψης –η έλλειψη λογικής διέπει την ανθρώπινη ζωή, υποστήριζε– και του αδόκητου τέλους του. Ο χωρίς νόηµα θάνατός του, παρατήρησαν κάποιοι δοκιµιογράφοι, έγινε ο βασικότερος υπερασπιστής του λογοτεχνικού του έργου.
Μάρω Βασιλειάδου
Μέσα στο μίσος, βρήκα ότι υπήρχε, μέσα μου, μια ακατανίκητηαγάπη. Μέσα στα δάκρυα, βρήκα ότι
υπήρχε, μέσα μου, ένα ακατανίκητο χαμόγελο. Μέσα στο χάος, ανακάλυψα ότι υπήρχε, μέσα μου, μια ακατανίκητη ηρεμία.
[…] Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα ότι υπήρχε, μέσα μου, ένα ακατανίκητο καλοκαίρι. Και αυτό
με κάνει χαρούμενο. Γιατί λέει ότι, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά ο κόσμος πάει εναντίον μου, μέσα μου υπάρχει κάτι πιο δυνατό – κάτι καλύτερο, που το απωθεί αμέσως.
Αλμπέρ Καμύ
Η χθεσινή διάλεξις του κ. Αλμπέρ Καμύ
∆εν είναι κοινοτοπία αν ειπώ ότι σπανίως το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να ακούση οµιλία σαν τη χθεσινή του κ. Αλµπέρ Καµύ. Είναι η αλήθεια. Η ποιότης του λόγου, ο τόνος, η άνεσις και η πληρότης εις τον χειρισµόν του θεάµατος, όλα προσέδιδαν εις την οµιλίαν µίαν λαµπρότητα εξαιρετικήν. Ο συγγραφεύς της «Πανούκλας» (ελληνική µετάφρασις της οποίας κυκλοφορεί κατ’ αυτάς) και του «Καλιγούλα» ωµίλησε περί του «Σύγχρονου θεάτρου», δηλαδή συγκεκριµένως περί της συγχρόνου γαλλικής δραµατουργίας, όπου εκδηλώνεται η προσπάθεια ανευρέσεως µιας νέας µορφής «τραγωδίας», η οποία να εκφράζει την τραγικότητα του σηµερινού ανθρώπου. Ο οµιλητής καθώρισε πρώτον τα ιδιάζοντα γνωρίσµατα της αρχαίας τραγωδίας, τα στοιχεία που κατά την γνώµην του της δίδουν την εντελώς ιδιαιτέραν και ανεπανάληπτον µέχρι σήµερον µορφήν. Εις την ελληνικήν λοιπόν τραγωδίαν δύο αντίθετοι δυνάµεις έρχονται εις σύγκρουσιν και αι δυνάµεις αυταί είναι κατά κανόνα το λογικόν και το µυστήριον, το άτοµον και η «τάξις» που κυβερνά τον κόσµον και την οποίαν µόνον τυφλός ηµπορεί να σκεφθή να διασαλεύση. ∆ιά τούτο, είπεν κ. Καµύ, εγκλήµατα και εγκληµατίαι δεν υπάρχουν εις την ελληνικήν τραγωδίαν, υπάρχουν µόνον τυφλοί, που δεν θέλουν να υποταχθούν εις το µυστήριον, αλλά επιχειρούν να υπερβούν το ανθρώπινον µέτρον. Τυπικός εκπρόσωπος της ανταρσίας αυτής –της ύβρεως– είναι ο Προµηθεύς. Άλλο γνώρισµα, κατά τον κ. Καµύ, της ελληνικής τραγωδίας είναι ότι όλοι οι ήρωες δικαιώνονται, ενώ εις το νεώτερον δράµα και εις το µελόδραµα, που είναι µια παραλλαγή του, ένας δικαιώνεται µόνον. Ο κ. Καµύ πιστεύει ότι εις τον Σοφοκλή αι αντίρροποι τραγικαί δυνάµεις εκδηλώνονται µε τον πληρέστερον τρόπον, διά τούτο και υπερέχει των άλλων τραγικών, ενώ αντιθέτως ο Ευριπίδης υπολείπεται διότι µε αυτόν αρχίζει να µεταφέρωνται εις την τραγικήν σκηνήν τα ατοµικά δράµατα, αρχίζει δηλαδή η παρακµή.
Είκοσι αιώνες χωρίζουν την αρχαίαν τραγωδίαν από το ελισαβετιανόν δράµα και από την σχεδόν σύγχρονον γαλλικήν τραγωδίαν, όπως και από το επίσης σύγχρονον σχεδόν ισπανικόν δράµα, και καθ’ όλους αυτούς τους αιώνας η τραγωδία εσιώπησε. Κατά της τάξεως, την οποίαν εγκαθίδρυσε ο Χριστιανισµός, δεν ήτο δυνατό να εννοηθή ανταρσία. Ήτο µία θεία τάξις που δεν δέχεται παρά µόνον την υποταγήν.
∆ιά τούτο και τα µεσσαιωνικά µυστήρια είναι µία µορφή δράµατος, δεν είναι όµως µορφή τραγωδίας. Αυτήν, είπεν ο οµιλητής, οι σύγχρονοι δραµατικοί συγγραφείς προσπαθούν να επανεύρουν, συγγραφείς που έχουν πλήρη συνείδησιν της αποστολής των και οι οποίοι, µε τον Κοπώ, τον ιδρυτήν του «Βιε Κολοµπιέ» επί κεφαλής, ηγωνίσθησαν και αγωνίζονται να επαναφέρουν το θέατρον εις το υψηλόν ηθικόν και καλλιτεχνικόν του κλίµα. Η τραγική ουσία υπάρχει, είπεν ο κ. Καµύ, διά την δηµιουργίαν ενός νέου τύπου τραγωδίας. Είναι όλαι αι δραµατικαί αντιθέτως, εν µέσω των οποίων κλυδωνίζεται και σπαράσσεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Πρέπει όµως να δηµιουργηθή και ο αντάξιος τραγικός λόγος, το νέον τραγικόν ύφος, ύφος ιερατικόν και οικείον, ποιητικόν αλλά και δυνάµενον να αποδώση συγχρόνως όλας τας αποχρώσεις του σηµερινού ανθρώπου. Οι σύγχρονοι δραµατογράφοι, ο Κλωντέλ, ο Ζιροντού, ο Κοκτώ, ο Ζιντ, ο Μοντερλάν, εδηµιούργησαν, καθείς µε τον τρόπον του, ένα τραγικόν ύφος, ενώ όµως δανείζονται τους µύθους των και από την ελληνικήν τραγωδίαν, δεν διατηρούν εις τα έργα των τον υψηλόν και αµιγώς ηρωικόν τόνον της ελληνικής τραγωδίας, αλλά αναµιγνύουν µε αυτόν τόνους οικείους, ειρωνείαν και χιούµορ, και πολλήν «fantaisie». Χαρακτηριστικά από της απόψεως αυτής ήσαν τα τεµάχια του «Οιδίποδος» του Ζιντ και «Ο Τρωικός πόλεµος δεν θα γίνη» του Ζιροντού, τα οποία ανέγνωσεν ο διαπρεπής συγγραφεύς. Ο κ. Καµύ εδιάβασεν επίσης τεµάχια από τον «Μεσηµεριανόν Κλήρον» και την «Πόλιν» του Κλωντέλ –την οποίαν πρόκειται, καθώς µου έλεγεν ο κ. Βιλάρ, να αναβιβάση το «Εθνικόν Θέατρον»– και από τον «Maître de Santiago» του Μοντερλάν.
Συµπεραίνων ο κ. Καµύ είπεν ότι το σύγχρονον γαλλικόν θέατρον, το πλέον αξιόλογον της εποχής µας, δεν είναι ακόµη, εις ό,τι αφορά την νέαν µορφήν της τραγωδίας, πραγµατοποίησις, είναι ελπίς, ωραία υπόσχεσις που διά να µεταβληθή εις καρπόν, εκτός από άλλους παράγοντας, θα χρειασθή και ένας µεγαλοφυής ποιητής.
Τέλος, συµπληρώνων την ανάγνωσιν κειµένων σύγχρονων Γάλλων δραµατικών ποιητών, ο κ. Καµύ ανέγνωσε περικοπάς από τας «Ευµενίδας» του Αισχύλου, κατά µετάφρασιν του Κλωντέλ.
Κλέων Παράσχος, Η Καθηµερινή, 30 Απριλίου 1955
Η κατάρρευσις ενός μύθου
Αργά κάποια Κυριακή απόγευµα, δύο ηµέρες αφ’ ότου του είχαν αναγγείλει την απονοµή του βραβείου Νοµπέλ, ο Αλµπέρ Καµύ µε δέχθηκε στο σπίτι του. Είχαµε επίτηδες διαλέξει αυτή την ώρα για να µπορέση να παρακολουθήση, όπως συνήθως, την ποδοσφαιρική συνάντηση στο στάδιο Κολόµπ (κάποτε ήταν τερµατοφύλακας στην οµάδα «Αλγερία»). Καθήσαµε στο δωµάτιο όπου συνήθως εργάζεται. Είναι ένα δωµάτιο γυµνό, γεµάτο βιβλία, µε ένα µακρύ τραπέζι και µε µια εταζέρα, όπου επάνω της είναι τοποθετηµένες οι σκηνογραφίες του θεατρικού του έργου «Καλιγούλας», που παίχθηκε πέρυσι τον Ιούνιο στο Φεστιβάλ της Ανζέρ, καθώς και της µεταφράσεώς του του έργου του Λόπε ντε Βέγκα «Ο ιππότης του Ολµέδο». Φυσικά, είχα προετοιµάσει τις ερωτήσεις που θα του υπέβαλλα κι ενώ σηµείωνα τις απαντήσεις του, ο Καµύ εβάδιζε επάνω-κάτω µέσα στο δωµάτιο.
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Είναι φανερό ότι δεν έχει καµµία σχέση µε το αξίωµα «η Τέχνη για την Τέχνη». Το ίδιο όµως συµβαίνει και µε την αρχή της «ενεργού αναµίξεως», που τελευταία έγινε τόσο πολύ της µόδας. «Ανάµιξις», µε την σηµερινή σηµασία που απέκτησε ο όρος, σηµαίνει το να θέση κανείς την τέχνη του εις την υπηρεσίαν διαφόρων πολιτικών πεποιθήσεων. Μου φαίνεται ότι υπάρχει κάτι το σηµαντικώτερο από ό,τι πράγµατι χαρακτηρίζει το έργο σας. Θα µπορούσαµε να ειπούµε ότι αυτό το κάτι είναι ο τρόπος µε τον οποίο το έργο σας προσαρµόζεται στην σηµερινή εποχή; Και αν είναι, πώς θα µπορούσαµε να προσδιορίσουµε αυτήν την προσαρµογή στην εποχή µας;
ΚΑΜΥ: «Προσαρµογή στην εποχή», να µια φραστική διατύπωσις που θα µπορούσαµε να υιοθετήσωµε. Αλλ’ αυτό, στην πραγµατικότητα, ταιριάζει σε ολόκληρη τη λογοτεχνία. Κάθε συγγραφεύς προσπαθεί να δώση µορφή και σχήµα στα πάθη της εποχής του. Σήµερα, ο κόσµος συνταράσσεται από µεγάλα πάθη, από το πάθος της αγνότητος και από το πάθος της ελευθερίας. Άλλοτε η αγάπη ήταν η αιτία του θανάτου ατόµων. Σήµερα, τα συλλογικά πάθη µάς απειλούν µε τον κίνδυνο µιας ολοκληρωτικής καταστροφής. Σήµερα, όπως και άλλοτε, η τέχνη αγωνίζεται για να απαθανατίση µια ζωντανή εικόνα των παθών και των δυστυχιών µας.
»Ίσως σήµερα το έργο της να είναι πιο δύσκολο. Μπορεί να ερωτεύεται κανείς κάθε τόσο, αλλά δεν είναι δυνατόν να ασχολήται ενεργώς µε την πολιτική, παρά µόνο τις ώρες που δεν έχει να κάµη τίποτε άλλο. Έτσι, ο σηµερινός καλλιτέχνης κινδυνεύει να γίνη ανεδαφικός, εάν µείνη στον χρυσελεφάντινο πύργο του ή να πάψη να είναι γόνιµος εάν ασχολήται συνεχώς µε την πολιτική. Νοµίζω ότι ένας συγγραφεύς δεν θα έπρεπε να αγνοή κανένα από τα µεγάλα προβλήµατα της εποχής του, και να παίρνη µια θέση όποτε µπορεί ή όποτε ξέρει να κάµη κάτι τέτοιο. Επίσης, όµως, θα έπρεπε να διατηρή, ή τουλάχιστον να ξαναβρίσκη, κατά διαστήµατα, µια ωρισµένη απόσταση όσον αφορά την ιστορία µας. Κάθε έργο προϋποτίθεται ότι πρέπει να περιέχη ένα ποσοστό πραγµατικότητος και ο δηµιουργός που του δίνει µορφή πρέπει να το έχη αυτό υπ’ όψιν. Έτσι, ο καλλιτέχνης, ενώ πρέπει να συµµετέχη στις δυστυχίες της εποχής του, πρέπει ταυτόχρονα να ξέρη και να τηρή µια απόσταση από αυτές, για να τις εξετάζη και να τους δίνη µορφή.
»Έργον του σηµερινού καλλιτέχνου είναι η διπλή αυτή “κίνησις” που αναµφίβολα έχει ως συνέπεια µια επικίνδυνη ένταση. Ίσως αυτό να σηµαίνη ότι πολύ σύντοµα, στο προσεχές µέλλον, δεν θα υπάρχουν πια καλλιτέχναι. Είναι ζήτηµα χρόνου, εποχής, επιδεξιότητος και τύχης. Όπως και να έχουν τα πράγµατα, αυτή θα έπρεπε να είναι η θέσις του καλλιτέχνου. Το τι συµβαίνει όµως στην πραγµατικότητα, αυτό είναι άλλο ζήτηµα.
»Η πραγµατικότης της εποχής µας δεν είναι και τόσο ευχάριστη. Κατά την γνώµη µου, ο σηµερινός καλλιτέχνης βαδίζει στα τυφλά, ψηλαφώντας για να βρη τον δρόµο του, όπως ακριβώς και ο τυχαίος άνθρωπος, ανίκανος να κάµη µια αφαίρεση του εαυτού του από τις δυστυχίες του κόσµου και όµως αναζητώντας µε πάθος την µοναξιά και τη σιωπή. Ονειρεύεται δικαιοσύνη κι’ όµως ο ίδιος είναι πηγή αδικιών, σαν να σέρνεται πίσω από ένα άρµα, µεγαλύτερο από τον ίδιον, και διατηρεί την εντύπωση ότι είναι εκείνος που το οδηγεί. Σ’ αυτήν την θλιβερή κατάσταση, ο καλλιτέχνης µπορεί να βοηθήση τον εαυτό του µόνο µέσω των άλλων και µε τον ίδιο τρόπο που και οι άλλοι βοηθούν τον εαυτό τους: Με την ευχαρίστηση, τη λήθη, τη φιλία και τον θαυµασµό. Και όπως οι άλλοι, θα βοηθήση τον εαυτό του µε την ελπίδα.
»Όσον αφορά τον εαυτό του, πάντοτε αντλούσα ελπίδα από την λέξη “γονιµότητα” και από την ιδέα, φυσικά, που εκφράζει η λέξις. Όπως και πολλοί άνθρωποι, έτσι και εγώ σήµερα έχω βαρεθή τις επικρίσεις, την µικρότητα, την µοχθηρία – τον µηδενισµό µε µία λέξη. Αλλά εκείνο που πράγµατι αξίζει να καταδικασθή, πρέπει να καταδικασθή σύντοµα, αλλά µε σταθερότητα. Εις το κάτω κάτω της γραφής, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είµαι ένας καλλιτέχνης, διότι ακόµη και ένα έργο τέχνης που βασίζεται σε µιαν άρνηση, εξακολουθεί να επιβεβαιώνη κάτι και να ψάλλη έναν ύµνο στην αξιοθρήνητη, αλλά και τόσο υπέροχη ύπαρξή µας».
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Ένας άνθρωπος που µιλά όπως σεις, δεν µιλά µόνον για τον εαυτόν του. Κατ’ ανάγκην µιλά και για λογαριασµό άλλων και για κάποια συγκεκριµένη αιτία. Σεις µιλάτε εξ ονόµατος και διά λογαριασµόν ανθρώπων, που πιστεύουν σε ωρισµένες αξίες. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι;
ΚΑΜΥ: «Πρώτα-πρώτα, αισθάνοµαι τον εαυτό µου απόλυτα ταυτισµένο µε τον συνηθισµένο άνθρωπο. Αύριο, ο κόσµος είναι πιθανόν να τιναχθή στον αέρα… Σ’ αυτήν την απειλή που κρέµεται επάνω από τα κεφάλια µας υπάρχει ένα δίδαγµα αλήθειας. Με µια δυνατότητα όπως κι’ αυτή, το κάθε τι –ιεραρχίες, τίτλοι, τιµές και αξιώµατα– αποκτούν την πραγµατική τους σηµασία: ∆εν είναι τίποτε άλλο παρά καπνός. Και η µόνη βεβαιότης που µας αποµένει, είναι η γυµνή δυστυχία, κοινή σε όλους µας, µια βεβαιότης που έχει ταυτόχρονα ρίζες στην πιο πεισµατική ελπίδα.
»Στους αγώνες της σηµερινής εποχής, πάντοτε, βρέθηκα αλληλέγγυος µε τους πεισµατάρηδες εκείνους που ποτέ δεν κατώρθωσαν να απογοητευθούν από µια ωρισµένη αντίληψη περί τιµής. ∆οκίµασα και εξακολουθώ να δοκιµάζω πολλά από τα έξαλλα συναισθήµατα της εποχής µας, αλλά αντίθετα µε πολλούς άλλους, ποτέ δεν κατάφερα τον εαυτό µου να αισθανθή απέχθεια για την λέξη “τιµή”. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχω επίγνωση των ανθρωπίνων αδυναµιών µου και των αδικιών µε τις οποίες βαρύνοµαι, επειδή πάντοτε ήξερα από ένστικτο ότι η τιµή (όπως και η συµπόνια) είναι µια αρετή έξω από κάθε λογική, που εµφανίζεται όταν η δικαιοσύνη και η λογική µένουν ανίσχυρες.
»Σκοπός της τέχνης και σκοπός της ζωής κάθε ατόµου, δεν είναι δυνατόν παρά να είναι η αύξησις του συνολικού ποσού ελευθερίας και ευθύνης σε κάθε άνθρωπο χωριστά και σε ολόκληρο τον κόσµο. Κανένα µεγάλο έργο δεν θεµελιώθηκε ποτέ επάνω στο µίσος ή στην περιφρόνηση. Αντιθέτως, δεν υπάρχει ούτε ένα έργο τέχνης, πραγµατικά γνήσιο, που, σε τελευταία ανάλυση, να µην ηύξησε την εσωτερική ελευθερία του καθενός που το εγνώρισε και το αγάπησε».
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Στην ρίζα κάθε έργου τέχνης, υπάρχει πάντοτε µια εµπειρία. Μπορεί να είναι µια εµπειρία σύντοµη και βιαία, ένας κλονισµός. Ή µπορεί να είναι µια µακρά εµπειρία, συνήθως τα χρόνια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας. Στην περίπτωσή σας, αρχικώς, η εµπειρία αυτή ήταν η Μεσόγειος και η φτώχεια. Αλλά, αργότερα, παρεχώρησε την θέση της στον πόλεµο και στο κίνηµα της Αντιστάσεως. Μήπως, λοιπόν, και κατά τα τελευταία αυτά χρόνια, αποκοµίσατε κανούργιες εµπειρίες;
ΚΑΜΥ: Ναι, στην αρχή υπήρχε πολύς ήλιος και φτώχεια. Κατόπιν ήλθαν τα σπορ, που µου έδωσαν τα µόνα γνήσια µαθήµατα ηθικής που πήρα ποτέ µου. Έπειτα ήλθε ο πόλεµος και το κίνηµα της Αντιστάσεως. Εδώ θα πρέπει να αναφέρω τον πειρασµό µου να µισήσω. Φυσικά, το να βλέπης εκείνους που αγαπάς να σκοτώνονται, δεν είναι κάτι που ενθαρρύνει αισθήµατα γενναιοψυχίας. Έπρεπε να κατανικήσω αυτόν τον πειρασµόν του µίσους. Τον κατενίκησα. Και νοµίζω πως είναι µια εµπειρία που έχει κάποια σηµασία.
»Τα χρόνια µετά την απελευθέρωση ήταν για µένα σηµαδεµένα από την πείρα του ατοµικού αγώνα. Φυσικά, είχα φίλους, καλούς, γενναιόψυχους και πιστούς, που ακόµη και σήµερα, µόνο η σκέψις τους είναι αρκετή για να θερµάνη την καρδιά µου. Αλλ’ οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρω, εκείνες που είχαν για µένα την µεγαλύτερη σηµασία –να γράψω τον «Επαναστατηµένον Άνθρωπο» λ.χ.– ήταν αποφάσεις δύσκολες, από εκείνες που παίρνονται µονάχα µέσα στην µοναξιά. Το ίδιο συνέβη και µε τις αποφάσεις που πήρα αργότερα. Παράλληλα, όµως, η ιστορία γραφόταν µε µια τροµακτική ταχύτητα… Ανατολικό Βερολίνο, Πόζναν, Βουδαπέστη… Ένας κολοσσιαίος µύθος κατέρρεε. Στα µάτια του κόσµου αποκαλύφθηκε µια αλήθεια που έµενε πολύν καιρό κρυφή. Και εάν το παρόν είναι γεµάτο αίµα και το µέλλον σκοτεινό, τουλάχιστον ξέροµε ότι έχει περάσει πια η εποχή των ιδεολογιών και ότι µόνον η αντίστασις σαν αρετή και η ελευθερία σαν αξία µπορούν να αποτελέσουν ένα λόγο για να εξακολουθήσωµε να ζούµε.
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Μιλούσαµε για τον τρόπο µε τον οποίο ένα έργο τέχνης ταιριάζει, προσαρµόζεται, στην εποχή του. Αλλ’ ένα έργο τέχνης ανήκει επίσης και σε ένα ρεύµα σκέψεως, υπό µίαν έννοιαν σχεδόν γεωγραφικήν. Νοµίζω ότι θα µπορούσε κανείς να χαρακτηρίση το έργο σας, όπως και το έργο µερικών άλλων συγχρόνων συγγραφέων, ως ευρωπαϊκό. Το γνωρίζετε αυτό; Και σας φαίνεται πραγµατική αυτή η «Ευρώπη του πνεύµατος»;
Κανένα μεγάλο έργο δεν θεμελιώθηκε ποτέ επάνω στο μίσος ή στην περιφρόνηση.
ΚΑΜΥ: «Ναι, έχω απόλυτη επίγνωση της Ευρώπης αυτής, και µάλιστα την βλέπω σαν ένα προοίµιο του πολιτικού µας µέλλοντος. Αλλ’ είµαι απολύτως βέβαιος και πεπεισµένος ότι αισθάνοµαι πολύ Γάλλος. Είµαι τόσον πολύ προσκεκολληµένος σ’ αυτήν την Αλγερινή επαρχία µου, όσο θα µπορούσε να είναι και οιοσδήποτε άλλος, αλλά διαισθάνοµαι ότι µπορώ να προσαρµοσθώ ανετώτατα στην γαλλική παράδοση. Αυτό µε εδίδαξε, τόσο άκοπα, όσο µαθαίνοµε και να αναπνέωµε, ότι η αγάπη ενός ανθρώπου για την πατρίδα του µπορεί να επεκταθή σε µια µεγαλύτερη γεωγραφική έκταση, χωρίς να χαθή. Σε τελευταίαν ανάλυση, αισθάνοµαι Ευρωπαίος ακριβώς γιατί αγαπώ τη χώρα µου. Πάρετε π.χ. τον Ορτέγκα υ Γκασσέτ. Είναι ίσως, µετά τον Νίτσε, ο µεγαλύτερος από τους Ευρωπαίους συγγραφείς. Και όµως θα ήταν δύσκολο να είναι περισσότερο Ισπανός. Όσον αφορά τον Σιλόνε, ο οποίος απευθύνεται σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, ο λόγος για τον οποίον τον αισθάνοµαι το κοντά µου βρίσκεται στο ότι παράλληλα είναι απίστευτα ριζωµένος όχι µόνο στην εθνική του παράδοση, αλλά και στην παράδοση της επαρχίας από την οποία κατάγεται.
»Ενότης, αλλά και τοπικαί διαφοραί –και ποτέ το ένα δίχως το άλλο– κάπως έτσι περίπου δεν φανταζόµαστε την Ευρώπη; Η Ευρώπη έδωσε µε τις αντιθέσεις της και πλούτισε την παράδοσή της από τις διαφορές αυτές. ∆ηµιούργησε έναν πολιτισµό από τον οποίο εξαρτάται ολόκληρος ο κόσµος όσο και εάν τον απορρίπτη. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν πιστεύω σε µια Ευρώπη ενωµένη κάτω από την πίεση µιας ιδεολογίας ή µιας λατρείας της τεχνικής που θα παρέβλεπαν τις διαφορές αυτές, όπως επίσης δεν πιστεύω σε µια Ευρώπη εγκαταλελειµµένη µόνον στις διαφορές της, µε άλλους λόγους, στην αναρχία των εθνοτήτων που βρίσκονται σε συνεχή µεταξύ τους διαµάχη. Αν η Ευρώπη δεν καταστραφή από πόλεµο, θα ενωθή. Και σ’ αυτήν θα ενωθή και η Ρωσία µε τον δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα. Ο κ. Κρουστσέφ δεν είναι αρκετός για να µε κάνη να λησµονήσω τι µας συνδέει µε τον Τολστόυ, τον Ντοστογιέφσκι και τον λαό τους. Αλλά το µέλλον µας απειλείται µε πόλεµο. Και πάλιν είµαστε υποχρεωµένοι να αντιµετωπίσωµε µια πρόκληση. Είναι µια από τις ελάχιστες προκλήσεις που αξίζει να αντιµετωπίση κανείς».
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Είσαστε ένας Γάλλος συγγραφεύς από την Αλγερία. Όταν σας απένειµαν το βραβείο Νοµπέλ, το τονίσατε αυτό ιδιαιτέρως. Λέγοντας, όµως, ότι είσθε Γάλλος από την Αλγερία, ασφαλώς θα εννοείτε ότι βρίσκεσθε σε αντίθεση µε τους µη γαλλικής καταγωγής Αλγερινούς. Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και µε ποιο τρόπο θα µπορούσε να ταιριάξη µε την Ευρώπη του πνεύµατος, στην οποία, όπως είπατε, ανήκετε συνειδητά;
ΚΑΜΥ: «Ο ρόλος µου στην Αλγερία ουδέποτε στάθηκε και ούτε θα γίνη ποτέ τέτοιος ώστε να συντελέση στην διχόνοια, αλλά στην ενότητα, όσο τουλάχιστον µου επιτρέπουν τα µέσα που διαθέτω. Νιώθω ότι µια συµπόνια µε ενώνει µε όλους εκείνους που σήµερα υποφέρουν εξ αιτίας των ατυχιών της πατρίδος µου. Αλλά µόνος µου δεν µπορώ να ξαναχτίσω ό,τι τόσοι και τόσοι προσπαθούν να καταστρέψουν. Έκαµα ό,τι µπορούσα. Θα ξαναρχίσω µόλις δοθή µια ευκαιρία να συντελέσω στην ανοικοδόµηση µιας Αλγερίας ελεύθερης από το µίσος και από τα πάθη των πολιτικών διακρίσεων.
»Αλλά για να επανέλθω στην λογοτεχνική πλευρά του ζητήµατος, θα ήθελα να σας υπενθυµίσω ότι χάρις σε µια γενναιόψυχη “ανταλλαγή” και χάρις σ’ ένα πηγαίο συναίσθηµα αλληλεγγύης, σχηµατίσαµε µια κοινότητα Αλγερινών συγγραφέων, τόσο Γάλλων όσο και Αράβων. Για την ώρα, αυτή η κοινοπραξία είναι διχασµένη. Άνθρωποι όπως ο Φερραούν, ο Μαµµέρι, ο Χραϊµπί και ο Ντιµπ έχουν πια καταλάβει την θέση τους ανάµεσα στους Ευρωπαίους συγγραφείς. Οποιοδήποτε και οσοδήποτε ζοφερό θα είναι το µέλλον, είµαι βέβαιος ότι όλα αυτά δεν θα λησµονηθούν».
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Μιλώντας για την γαλλική διανόηση, εχρησιµοποιήσατε επανειληµµένως τον όρο «Αναγέννησις». Και δεν επιθυµείτε µόνο την αναγέννηση αυτή, αλλά κάποτε ισχυρίζεσθε ότι βλέπετε και τα πρώτα ελπιδοφόρα σηµεία της. Τι µορφή ενδέχεται να λάβη η αναγέννησις αυτή και ποια είναι τα σηµάδια αυτά;
ΚΑΜΥ: «Το πρώτο σηµάδι είναι η αντικατάστασις της παλαιάς γενεάς από µια καινούργια, σε όλα τα επίπεδα. Η “πάστα” της γενεάς αυτής είναι διαφορετική: Συνεχώς ογκώνεται η τάσις προς µιαν άρνηση παραδοχής κάθε “ντιρεκτίβας” και ιδεολογίας και η τάσις προς την επάνοδο σε ανθρώπινες αξίες λιγώτερο µεγαλεπήβολες και περισσότερο στέρεες.
»Η Ευρώπη (και η Γαλλία, φυσικά) δεν έχουν ακόµη συνέλθει από µια 50ετία µηδενισµού. Μόλις όµως αρχίση να εξελίσσεται αυτή η τάσις της αρνήσεως των αυταπατών που εδηµιούργησαν τον µηδενισµό, τότε πια έχοµε κάθε δικαίωµα να ελπίζωµε. Το ζήτηµα είναι: Εµείς µπορούµε να κινηθούµε ταχύτερα από τον πύραυλο µε την ατοµική γόµωση; ∆υστυχώς, το πνεύµα ωριµάζει πολύ βραδύτερα από τον ρυθµό µε τον οποίον τελειοποιούνται τα διηπειρωτικά όπλα. Αλλά σε τελευταίαν ανάλυση, αφού ο ατοµικός πόλεµος στερεί το µέλλον από κάθε νόηµα, τότε µοιραίως µας αφίνει και πάλι την ελευθερία της δράσεως. ∆εν έχοµε τίποτε άλλο να χάσωµε, εκτός από το παν! Γι’ αυτό, λοιπόν, εµπρός! Αυτή είναι η θέσις της γενεάς µας. Εφ’ όσον είµαστε καταδικασµένοι σε µιαν ολοκληρωτικήν απώλεια, τότε λοιπόν θα είναι καλύτερο να βρισκώµαστε µε το πλευρό εκείνων που θέλουν να ζήσουν, παρά µε το πλευρό των καταστροφέων!»
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Σε ολόκληρο το έργο σας, ο φιλοσοφικός πεσσιµιτισµός συνυπάρχει µε κάτι, που αν τουλάχιστον δεν είναι αισιοδοξία, είναι ένα είδος εµπιστοσύνης. Εµπιστοσύνης προς το πνεύµα µάλλον παρά προς τον άνθρωπο, στην φύση µάλλον παρά στο σύµπαν, στην δράση παρά στα αποτελέσµατά της. Νοµίζετε ότι η στάσις αυτή µπορεί να αποβή στάσις µιας πλειονότητος ή µήπως είναι προωρισµένη να παραµείνη προνόµιο µερικών σοφών ανθρώπων;
ΚΑΜΥ: «Υπάρχει, πράγµατι, καµµιά ιδιαίτερη “στάσις”; Σύµφωνα µ’ αυτήν µήπως δεν ζουν οι σηµερινοί άνθρωποι, παρ’ όλο το πείσµα τους και παρά το γεγονός ότι απειλούνται; Πνιγόµαστε, και όµως επιζούµε. Νοµίζοµε ότι θα πεθάνωµε από την θλίψη µας, κι όµως εορτάζοµε θριάµβους. Οι µορφές των ανθρώπων του αιώνος αυτού, των διαβατών στον δρόµο, δείχνουν καθαρά ότι ξέρουν πώς έχουν τα πράγµατα. Η µόνη διαφορά είναι ότι σε µερικά πρόσωπα το θάρρος λάµπει περισσότερο παρ’ ότι σε άλλα. ∆εν υπάρχει ευχέρεια επιλογής. Πρέπει να διαλέξωµε ή αυτό ή τον µηδενισµό. Εάν οι κοινωνίες µας προσχωρήσουν είτε στον ολοκληρωτισµό είτε στον αστικό µηδενισµό, τότε οι άνθρωποι αυτοί που δεν θα θελήσουν να υποταγούν θα πρέπει να αποχωρισθούν από τους άλλους και θα είναι υποχρεωµένοι να δεχθούν το γεγονός. Αλλά σ’ όποια κατάσταση και εάν βρίσκονται και µέσα στο µέτρο των ικανοτήτων του καθενός, θα πρέπει να κάµουν εκείνο που πρέπει να γίνη, για να ξαναγίνη η ζωή δυνατή και πάλιν.
»Προσωπικώς, εγώ ποτέ µου δεν θέλησα να “ξεκόψω” από τους άλλους. Ο σύγχρονος άνθρωπος υπόκειται στον κίνδυνο µιας µοναξιάς που ασφαλώς είναι το πιο σκληρό φορτίο απ’ όσα η εποχή µας του φόρτωσε στη ράχη. Αλλά και έτσι όπως έχουν τα πράγµατα, δεν θα ήθελα να ζω σε καµµιάν άλλη εποχή, γιατί ξέρω να σέβωµαι το µεγαλείο αυτής εδώ. Επί πλέον, είχα πάντοτε την γνώµη ότι οι µεγαλύτεροι κίνδυνοι συµπίπτουν µε τις µεγαλύτερες ελπίδες».
ΜΠΛΟΚ-ΜΙΣΕΛ: Στην εποχή που ζούµε, είναι αδύνατον να µην προκύψουν ωρισµένα προβλήµατα. Το µεγαλύτερο απ’ αυτά είναι τι ερώτηµα εις το οποίον κάθε άνθρωπος καλείται να δώση µια απάντηση: Σ’ αυτούς τους αγώνες που σήµερα χωρίζουν την ανθρωπότητα είναι απολύτως απαραίτητο το να παραβλέπωµε τα ελαττώµατα της µιας παρατάξεως για να πολεµήσωµε τα απείρως χειρότερα ελαττώµατα της άλλης;
ΚΑΜΥ: «Ο Ρίτσαρντ Χίλαρυ, πριν πεθάνη στη µάχη κατά τον τελευταίο πόλεµο, διετύπωσε µια φράση που εκφράζει και τοποθετεί συνοπτικά ολόκληρο το δίληµµα: “Πολεµούµε ένα ψέµα στο όνοµα µισής αλήθειας”. Νόµιζε ότι εξέφραζε µιαν αντίληψη πολύ απαισιόδοξη. Ίσως, όµως, να είναι απαραίτητο να πολεµήση κανείς το ψέµα εν ονόµατι και ενός τετάρτου της αλήθειας ακόµη. Αυτή είναι σήµερα η θέσις µας. Με λίγα λόγια, το τέταρτον της αλήθειας που περιέχεται στην ∆υτική κοινωνία είναι η ελευθερία. Και η ελευθερία ανοίγει τον δρόµο, τον µοναδικό δρόµο προς την πρόοδο. Χωρίς την ελευθερία, µπορεί να προοδεύση η βαριά βιοµηχανία αλλά η δικαιοσύνη και η αλήθεια δεν είναι δυνατόν να ιδούν προκοπή. Η πρόσφατος ιστορία, από το Βερολίνο έως την Βουδαπέστη, µας πείθει γι’ αυτό. Όπως και να έχουν τα πράγµατα, αυτοί είναι οι λόγοι της εκλογής που έκαµα. Έχω πη και άλλοτε ότι κανένα από τα κακά, τα οποία ο ολοκληρωτισµός ισχυρίζεται ότι θεραπεύει, δεν είναι καλύτερο από τον ίδιο τον ολοκληρωτισµό. ∆εν άλλαξα την γνώµη µου αυτή. Απεναντίας, ύστερα από µια εικοσαετία πικρής ιστορίας, µιας εικοσαετίας της οποίας τις εµπειρίες δεν προσπάθησα να ξεφύγω, νοµίζω ότι τόσο για τις κοινωνίες όσο και για τα άτοµα, τόσο για την εργασία όσο και για τον πολιτισµό, η ελευθερία είναι το υπέρτατο αγαθό· ένα αγαθό που δεσπόζει όλων των άλλων».
Συνέντευξη στον Ζαν Μπλοκ-Μισέλ, Η Καθηµερινή, 29 και 30 Νοεµβρίου 1957