Η νέα πραγματικότητα διαμορφώθηκε από τη μακροχρόνια οικονομική κρίση στην αγορά τόπος κατοικίας, γιατί ένα εξαιρετικό ποσό του στεγαστικού αποθέματος της χώρας έχει πλέον μεταφερθεί στα χέρια θεσμικών και μάλιστα ξένων επενδυτών. Αυτή η εξέλιξη αποτυπώνεται στους αριθμούς αλλά και στο ποσοστό της ιδιοκτησία σπιτιού μεταξύ 2005 και 2021 μειώθηκε κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, το 2021 ήταν 73,3%, δηλαδή λίγο περισσότερο από το 70% σε ολόκληρη την Ε.Ε. Το 2005 το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα ήταν 84,6%.
Όπως τονίζουν οι υπεύθυνοι της αγοράς ακινήτων, σε δύο βασικά αστικά κέντρα απο την Αθηνα και αυτή Θεσσαλονίκη, το ποσοστό ιδιοκτησίας είναι ακόμη χαμηλότερο και υπολογίζεται γύρω στο 60%-65%. Αυτό εξηγεί επίσης τη σταθερά υψηλή ζήτηση για στέγαση μίσθωσηδεδομένης της οικονομικής αδυναμίας των περισσότερων νοικοκυριών να προχωρήσουν σε αγορές ακινήτων.
Ταχεία προσαρμογή
«Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, πολλοί ιδιοκτήτες αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα σπίτια τους για να καλύψουν χρέη και άλλες υποχρεώσεις. Κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους έγιναν ένοικοι, άλλοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους και άλλοι, κυρίως νέοι, έφυγαν στο εξωτερικό. Κάποιοι μάλιστα μετακόμισαν από την Αττική και πήγαν στην περιοχή είτε για δουλειά (π.χ. για τουρισμό) είτε για να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους». αναφέρεται στο “Κ” Κύριος. Λευτέρης Ποταμιάνοςπρόεδρος του Κτηματομεσιτικού Συλλόγου Αθηνών-Αττικής.
Οι προσπάθειες κάλυψης οφειλών, είτε στεγαστικά δάνεια είτε δάνεια με πιστωτικές κάρτες και καταναλωτικά, αντικατοπτρίζονται και στη σημαντική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών στη χώρα τα χρόνια της κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, ήδη από το 2010, το «σημείο εκκίνησης» της κρίσης, το 30,9% των Ελλήνων ζούσε σε ένα νοικοκυριό που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί με συνέπεια μακρύς ανεξάρτητα από το αν αφορούσαν στεγαστικό δάνειο, ενοίκιο ή ακόμη και πληρωμή λογαριασμών κοινής ωφελείας (π.χ. ρεύμα, θέρμανση κ.λπ.). Με άλλα λόγια, σχεδόν 1 στους 3 Έλληνες έχει κληθεί να αντιμετωπίσει μια ιδιαίτερα δύσκολη οικονομική κατάσταση λόγω επίμονων απλήρωτων χρεών. Σε ολόκληρη την ΕΕ, το αντίστοιχο ποσοστό το 2010 δεν ξεπέρασε το 12,4%.
Ένα μεγάλο μέρος του στεγαστικού αποθέματος της χώρας βρίσκεται πλέον στα χέρια θεσμικών και μάλιστα ξένων επενδυτών.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε δραματικά το 2015, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της όταν σχεδόν 1 στους 2 Έλληνες ζούσε σε νοικοκυριό με απλήρωτα χρέη (49,3%), έναντι μόλις 11,8% στην ΕΕ. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά ακινήτων, με πολυάριθμες πωλήσεις κατοικιών ή άλλων περιουσιακών στοιχείων (π. το 2010. σε 73,9% το 2016. Ωστόσο, το γεγονός ότι πολλοί έχουν δημιουργήσει χρέη πέρα από τις οικονομικές τους δυνατότητες παρατηρείται ήδη από το 2010, καθώς την πενταετία από το 2005 έως το 2010 το ποσοστό των ατόμων που ζουν σε ιδιωτική ιδιοκτησία μειώθηκε από 84,6%. στο 77,2%, άρα ήταν πολύ πιο «θηριώδης» σε σχέση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Με βάση το στεγαστικό απόθεμα από την απογραφή του 2011 (περίπου 4 εκατομμύρια), σχεδόν 160.000 νοικοκυριά εγκατέλειψαν τα ιδιωτικά τους ακίνητα και μετακόμισαν για ενοικίαση ή μετακόμιση εκτός Ελλάδας. Όπως εξηγεί ο κ. Ποταμιάνος, «στην πράξη έχουμε δει ουσιαστικά σημαντική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από ιδιώτες σε πιστωτικό σύστημα λόγω κακής πίστωσης. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα περίπου 300.000 σπίτια είτε είναι μπλεγμένα σε έναν λαβύρινθο γραφειοκρατίας και πλειστηριασμών είτε έχουν τεθεί απευθείας στον έλεγχο θεσμικών επενδυτών, τραπεζών ή ιδίων κεφαλαίων». Αυτή η συγκέντρωση της ακίνητης περιουσίας σε ένα μικρότερο «χέρι» είναι που εξηγεί και προωθεί την πτώση των ποσοστών ιδιοκτησίας.
Αυτή η μεταβίβαση ιδιοκτησίας έχει πλέον αλλάξει και τη διαρθρωτική φύση της ελληνικής αγοράς κατοικίας. Σύμφωνα με τον κ. Ποταμιάνο, «βλέπουμε ότι έχει αλλάξει πλέον η κουλτούρα πολλών Ελλήνων ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα στεγαστικά θέματα. Με άλλα λόγια, η απόκτηση ενός διαμερίσματος δεν είναι πλέον μονόδρομος. «Αντίθετα, πολλοί νέοι επιλέγουν συνειδητά να ζήσουν σε ενοικιαζόμενα καταλύματα αφού έχουν βιώσει από πρώτο χέρι αυτό που συνέβη στα περιουσιακά τους στοιχεία της οικογένειάς τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι γονείς τους».
Η συνεχιζόμενη μείωση της ιδιοκτησίας κατοικίας εξηγεί, μεταξύ άλλων, την αδυναμία πολλών οικογενειών να στηρίξουν οικονομικά τα παιδιά τους για να αγοράσουν το δικό τους σπίτι, κάτι που συνέβαινε συχνά τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νέων σε νόμιμη ηλικία Άτομα ηλικίας 18-34 ετών που ζουν με τους γονείς τους. Το 2008, το σχετικό ποσοστό σε αυτή την ηλικιακή ομάδα ήταν 58,4%. Το 2019 αυξήθηκε στο 69,4%. Αντίστοιχα, το ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικίας μεταξύ των νέων ηλικίας 25-34 ετών μειώθηκε από σχεδόν 25% το 2005 σε μόλις 11% το 2018 (Eurostat).
Πολλοί ζουν σε λίγα τετραγωνικά μέτρα
Το «αποτύπωμα» της οικονομικής κρίσης στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών έχει και άλλες συνέπειες, που ξεπερνούν τα περιουσιακά ζητήματα. Ένας τέτοιος δείκτης είναι, μεταξύ άλλων, «συνωστισμός» πολλών ανθρώπων στο ίδιο σπίτι (ποσοστό υπερπληθυσμού). Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2010 ήταν 25,5% του ελληνικού πληθυσμού, έναντι 19,1% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. Το 2021, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό αυξήθηκε στο 28,5% του πληθυσμού, ενώ στην ΕΕ μειώθηκε στο 17,3%. Με βάση την ορολογία της Eurostat, αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει άτομα που ζουν σε ένα σπίτι με λιγότερο από ένα δωμάτιο για κάθε ενήλικα ή ζευγάρι και ένα δωμάτιο για κάθε ζευγάρι παιδιών ηλικίας έως 12 ετών.
Το 34,2% του εισοδήματος των νοικοκυριών δαπανάται για στεγαστικές υποχρεώσεις.
Η Ελλάδα σημειώνει αντίστοιχα χαμηλή βαθμολογία (22η συνολικά στην ΕΕ) όσον αφορά τα δωμάτια ανά άτομο, που είναι ένας δείκτης που αντικατοπτρίζει το επίπεδο άνεσης που απολαμβάνει κάθε ένοικος στον τόπο όπου ζει. Στην Ελλάδα αυτό αντιστοιχεί σε 1,3 δωμάτιο ανά άτομο σε κάθε νοικοκυριό. Ο μέσος όρος στην υπόλοιπη ΕΕ είναι 1,6, με τη Μάλτα να καταλαμβάνει τις πρώτες θέσεις με 2,3 δωμάτια/άτομο, την Ιρλανδία και το Βέλγιο με 2,1 δωμάτια/άτομο. σε κάθε νοικοκυριό. Τα αποτελέσματα χωρών όπως η Ρουμανία και η Πολωνία είναι χαμηλότερα από αυτά της Ελλάδας με 1,1 δωμάτια ανά ενοικιαστή.
Η έλλειψη οικονομικά προσιτών κατοικιών στην Ελλάδα είναι άλλο ένα διαχρονικό πρόβλημα που προσπαθεί να λύσει η κυβέρνηση. Σύμφωνα με στοιχεία για το 2021, το 34,2% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στη χώρα δαπανάται σε υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη στέγαση. Αυτό παραμένει το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ άλλων χωρών της ΕΕ, αν και το ψαλίδι φαίνεται να έχει αρχίσει να στενεύει. Η Δανία βρίσκεται στη δεύτερη θέση με 26,3% του διαθέσιμου εισοδήματος που σχετίζεται με τη στέγαση και στην τρίτη θέση είναι η Ολλανδία με 23,9%. Συνολικά στην ΕΕ, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 18,9% το 2021.