Είναι περήφανος για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές του, πολλοί από τους οποίους είναι τώρα καθηγητές σε μεγάλα πανεπιστήμια, και για το διαδικτυακό του μάθημα «Εισαγωγή στη Θεωρία Πιθανοτήτων», το οποίο παρακολουθούν περίπου 20.000 άτομα από όλο τον κόσμο κάθε χρόνο. Πάντα του άρεσε να διδάσκει. Κι όμως πέρυσι, σε ηλικία 65 ετών, αποφάσισε… να κρεμάσει τις μπότες του. «Πρέπει να ξέρεις πότε να σταματήσεις. Δεν υπάρχουν όρια ηλικίας για καθηγητές στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Είδα μεγαλύτερους φίλους να περπατούν σαν φαντάσματα στους διαδρόμους του σχολείου και είπα ότι δεν θα έκανα το ίδιο. Σαράντα χρόνια μου φάνηκαν αρκετός χρόνος. Αλλά η ζωή έχει άλλες χαρές», εξηγεί ο Γιάννης Τσιτσικλής, καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υπολογιστών του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης, ένας από τους επιστήμονες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον τομέα του, λίγο πριν ξεκινήσει το νήμα της αφήγησης από την αρχή. της διαδρομής του, από τη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη.
– Ποια είναι η καταγωγή της οικογένειάς σας;
– Οι ρίζες μας φτάνουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, την Κρήτη και φυσικά τη Μακεδονία, στην περιοχή της Κοζάνης. Η μητέρα μου, η Ρέα Μανιδάκη, ήταν οικονομολόγος. Ο πατέρας μου, ο Νίκος, ήταν δικηγόρος και καταγόταν από οικογένεια δικηγόρων.
– Δεν προσπάθησε να σας πείσει να συνεχίσετε την οικογενειακή παράδοση;
– Δεν με πίεσε, απλώς ρώτησε: «Θέλεις να αναλάβεις το γραφείο ή να κάνεις κάτι άλλο;». Δεν έφερε αντίρρηση όταν του είπα ότι δεν με ενδιαφέρει η νομική. Οι γονείς μου αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο στην απόφασή μου να πάω για σπουδές στις ΗΠΑ, παρόλο που ήμουν μοναχοπαίδι.
– Ξεκίνησες να σπουδάζεις μαθηματικά. Γιατί; Και τι σας έκανε να αλλάξετε ταχύτητα μετά;
– Τα μαθηματικά ήταν πάντα το αγαπημένο μου μάθημα και το αγαπημένο μου χόμπι. Στο Κολλέγιο Ανατόλια, είχα την τύχη να με διδάξει ένας εξαιρετικός μαθηματικός, ο Βασίλης Άνταμς, ο οποίος είχε πάθος για το αντικείμενό του αλλά και το θάρρος να μην περιοριστεί στο διδακτικό υλικό. Έκανα λοιπόν αίτηση στο MIT, έγινα δεκτός και άρχισα να σπουδάζω μαθηματικά. Μετά από αρκετό καιρό, όμως, άρχισα να αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η επαγγελματική μου αποκατάσταση αν επέστρεφα στην Ελλάδα. Εκείνα τα χρόνια ο πειρασμός της ΔΕΗ ήταν εκεί. Άσε με να γίνω ηλεκτρολόγος, είπα. Και επέλεξα το μονοπάτι της ηλεκτρολογίας. Όταν ξεκίνησα το διδακτορικό μου, συνειδητοποίησα ότι η ακαδημαϊκή ζωή μου ταίριαζε: δουλεύεις πολύ, αλλά έχεις μεγάλη ελευθερία. Πάει λοιπόν η ΔΕΗ… Το 1983 ξεκίνησα να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, και ένα χρόνο αργότερα στο MIT, στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υπολογιστών.
– Τι διακρίνει την αμερικανική ακαδημαϊκή κοινότητα;
– Καταρχάς, τα πανεπιστήμια δεν πρέπει να είναι μόνο ορυχεία γνώσης και δημιουργικότητας, αλλά και αγκαλιά για τους φοιτητές. Νιώθουν σαν στο σπίτι τους, άρα τα φροντίζουν και αυτό έχει και μια αμφίδρομη διάσταση: όσοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, πετυχαίνουν στην επαγγελματική τους ζωή και αποκτούν μεγάλο πλούτο, κάνουν τεράστιες δωρεές σε αυτούς.
Αν ζητήσουμε από την τεχνητή νοημοσύνη να γράψει μια μουσική σύνθεση στο στυλ του Μπαχ, θα συμβεί. Αν ο στόχος είναι η δημιουργία ενός νέου μουσικού είδους, ενός «νέου Μπαχ», αυτό δεν γίνεται σήμερα.
– Στην Ελλάδα απέχουμε πολύ από αυτό που περιγράφετε. Αν ήταν στο χέρι σας, τι θα αλλάζατε στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση;
– Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αυστηρή κάλυψη των ελληνικών πανεπιστημίων από το κράτος, που αποτυπώνεται στη νομοθεσία μέσα από εκατοντάδες άρθρα που προσπαθούν να ρυθμίσουν και τις παραμικρές λεπτομέρειες της λειτουργίας τους. Ποιες θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα ήταν απαραίτητες; Θα έλεγα προς την αυτοδιοίκηση. Η διοίκηση κάθε πανεπιστημίου θα πρέπει να έχει έναν προϋπολογισμό, να τον διαχειρίζεται όπως πιστεύει ότι είναι καλύτερο, να είναι υπεύθυνη για τις επιλογές του, αλλά να κρίνεται εκ των υστέρων. Σήμερα είναι το αντίστροφο. Όλα απαιτούν προέγκριση, η οποία είναι και χρονοβόρα και δημιουργεί αναποτελεσματικότητα. Εξίσου προβληματική είναι η έλλειψη ευελιξίας, η εξίσωση όλων των οριζόντιων μέτρων και το γεγονός ότι όλα τα πανεπιστήμια της χώρας υπόκεινται ακριβώς στις ίδιες ρυθμίσεις με τον ίδιο τρόπο. Δεν έχουν την ευκαιρία να πειραματιστούν, να δουν ποιες αλλαγές λειτουργούν και ποιες όχι, με βάση τις ιδιαιτερότητές τους. Επομένως, υπάρχουν κενά στα προγράμματα σπουδών. Στις ΗΠΑ, οι μαθητές μπαίνουν στο σχολείο και μετά μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, να πάνε προς άλλες κατευθύνσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς: μοιράζουν τον χρόνο τους σε διαφορετικούς τομείς, ακόμη και σε διαφορετικά σχολεία, κάτι που είναι αδιανόητο στην Ελλάδα.
– Έχουμε όμως καλή «πρώτη ύλη» σε μαθητικό επίπεδο, σωστά;
– Δεν θα διαφωνήσω, αλλά είναι λίγο μπερδεμένο. Αν μπορέσουμε να προσελκύσουμε το κορυφαίο 1% των μαθητών μας, αναμένεται να πετύχουν όπου κι αν καταλήξουν. Αλλά η επιτυχία ενός πανεπιστημίου κρίνεται από τη δουλειά που κάνει με τους μέσους φοιτητές, αυτούς που έχουν κάποιες δυνατότητες αλλά χρειάζονται βοήθεια, λίγη παρόρμηση, ώστε να μην αποθαρρυνθούν και να τα παρατήσουν με την πρώτη δυσκολία. Οι στατιστικές δείχνουν ότι δεν είμαστε πολύ καλοί σε αυτό: το 50% των μαθητών μας δεν αποφοιτούν ποτέ ή αργούν πολύ να πάρουν πτυχίο. Άρα υπάρχει πρόβλημα.
– Ποιες επαναστάσεις έχουν συμβεί στην επιστήμη σας από τη δεκαετία του 1980, όταν ξεκινήσατε την ακαδημαϊκή σας καριέρα;
– Εντυπωσιακές εξελίξεις στην επικοινωνία και στο διαδίκτυο, καθώς και στην τεχνητή νοημοσύνη (AI) – και τα δύο έχουν φέρει επανάσταση στη ζωή μας. Δείτε τι κάνει η τεχνητή νοημοσύνη: επιστήμονες, άτομα, εταιρείες, όλοι συλλέγουμε δεδομένα, τα αναλύουμε και βγάζουμε συμπεράσματα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι σαν να ψάχνεις για ψύλλους σε μια θημωνιά. Σήμερα, χάρη σε τόσο μεγάλη τεχνολογική πρόοδο, έχουμε πολύ περισσότερα… άχυρα, δηλαδή δεδομένα, και η αναζήτηση γίνεται με μεγαλύτερη ταχύτητα. Οι ισχυροί υπολογιστές βρίσκουν αυτό που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τους ανθρώπους να βρουν. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα: αν αναζητήσουμε μια νέα, πολύ καλή στρατηγική σκακιού, ένας άνθρωπος μπορεί να δοκιμάσει έναν πεπερασμένο αριθμό κινήσεων στη ζωή του. Και ο υπολογιστής μπορεί να εκτελέσει έναν πεπερασμένο αριθμό δοκιμών, αλλά σε διαφορετική, τεράστια κλίμακα. Αυτές οι τεράστιες δυνατότητες μπορεί να ανοίξουν το δρόμο για την επόμενη επανάσταση όταν οι υπολογιστές αποκτήσουν μεγαλύτερη ευφυΐα, πιο κοντά στους ανθρώπους.
-Τι εννοείς;
– Πριν από μερικά χρόνια, αν θέλαμε ένας υπολογιστής να αναγνωρίζει πίνακες σε εικόνες, του δώσαμε έναν ορισμό πίνακα. Αυτό δεν λειτούργησε πολύ καλά. Έτσι αρχίσαμε να του δίνουμε παραδείγματα αντί για ορισμούς: εκατοντάδες χιλιάδες εικόνες τραπεζιών, ώστε να μάθει να τις αναγνωρίζει. Όμως ένα παιδί δεν χρειάζεται να κοιτάξει χιλιάδες εικόνες για να μάθει τι είναι τραπέζι, πέντε ή έξι αρκούν. Ως εκ τούτου, υπάρχει η άποψη ότι η τρέχουσα τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να πλησιάζει τα όριά της και θα πρέπει να «βελτιωθεί» αντί απλώς να επαναλαμβάνεται και να μιμείται. Επί του παρόντος, λειτουργεί μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια και σε συγκεκριμένες αρχές. Αν της ζητήσουμε να γράψει ένα μουσικό κομμάτι στο στυλ του Μπαχ, θα το κάνει. Αν ο στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα νέο μουσικό είδος, ένας «νέος Μπαχ», αυτό δεν γίνεται σήμερα.
– Η τεχνητή νοημοσύνη χρειάζεται ηθικό φίλτρο;
– Τα ηθικά ζητήματα μας απασχολούν, τους ανθρώπους: αν πρέπει να τον μετατρέψουμε σε Big Brother που θα παρακολουθεί τους πάντες ή να τον χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο που θα κάνει τη ζωή μας ακόμα καλύτερη. Η δυσκολία έγκειται στο ότι λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας, δεν είναι εύκολο να συμβαδίσουμε με το ρυθμιστικό πλαίσιο. Κι αν όλοι οι «ρυθμιστές» σπούδαζαν νομικά, ακόμα χειρότερα! (γέλιο). Ο δεύτερος κίνδυνος είναι ότι η κοινωνική και οικονομική ανισότητα θα διευρυνθεί εάν η τεχνητή νοημοσύνη λειτουργήσει ως μοχλός για τη συγκέντρωση του πλούτου και της δύναμης όσων έχουν πρόσβαση σε αυτήν.
«Περιπέτεια» στα ελληνικά πανεπιστήμια
«Το 2011 ψηφίστηκε ο Νόμος Διαμαντόπουλου με τον οποίο ιδρύθηκαν πανεπιστημιακά συμβούλια. Υπήρχε ενθουσιασμός στους Έλληνες του εξωτερικού για συμμετοχή σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Κάποιοι από τους τολμηρούς πήγαν στο ΕΜΠ και στο ΕΚΠΑ. Ήξερα πόσο έντονη θα ήταν η αντιπαράθεση εκεί, γι' αυτό προτίμησα το Χαροκόπιο, ένα πολιτισμένο ακαδημαϊκό ίδρυμα: με όλες τις πολιτικές τάσεις, αλλά προσπαθώντας να βρω κοινό έδαφος, με φοιτητές να μην αναρτούν παντού αφίσες. Παρόλο που οι θεσμικές αλλαγές δεν ήταν δυνατές, ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση, χαρακτηριστήκαμε «αφελείς που δεν καταλάβαμε τον σκοτεινό ρόλο που θα έπαιζαν τα συμβούλια ενάντια στο δημόσιο πανεπιστήμιο». Είχαν κατά το ήμισυ δίκιο: στην πραγματικότητα ήμασταν αφελείς να πιστεύουμε ότι κάποια πράγματα θα άλλαζαν προς το καλύτερο. Ως εκ τούτου, αναγκαστήκαμε να παραιτηθούμε. Οι παραιτήσεις μας δεν έγιναν δεκτές, δεν μας απάντησαν καν, γιατί θεώρησαν ότι αυτός θα ήταν ο τρόπος τους να αναγνωρίσουν το θεσμικό μας καθεστώς. Τι θα περίμενα; Τουλάχιστον μια ευγενική απάντηση: Σας ευχαριστώ που έστω και αφελώς μπήκατε στον κόπο…».
Συνάντηση
Βρεθήκαμε στο δροσερό Black Duck Garden, στο κέντρο της Αθήνας, και κουβεντιάσαμε τρώγοντας μια ελαφριά σαλάτα. «Τι σου λείπει περισσότερο από την Ελλάδα;» – Ρώτησα τον κ. Τσιτσικλή. «Φως και κοινωνική ζωή. Στις ΗΠΑ, εμείς οι μαθητές ζούμε σε ένα ποτήρι, χωρίς καν να επικοινωνούμε με τον μέσο Αμερικανό. Στην Ελλάδα μπορείς να γνωρίζεις καθημερινά νέους ανθρώπους, η ηλικία και η κοινωνική τάξη ανακατεύονται συνεχώς», απάντησε. Μιλήσαμε και για τον τόπο της καρδιάς του, τον Σύμη, για τον πρώτο του εγγονό που… έρχεται στην Οσονόπου και για το νέο του χόμπι, που είναι η αναρρίχηση. Τι τον γοητεύει στο συγκεκριμένο άθλημα; «Απαιτεί αδρεναλίνη και ταυτόχρονα είναι αρκετά διανοητικό, πρέπει να «βλέπεις» τρεις ή τέσσερις κινήσεις μπροστά. Την αγάπησα!»