Περίπου το 20% του συμβατικού επενδυτικού προϋπολογισμού Ταμείο Ανασυγκρότησης (ΤΑΑ), πραγματοποιούνται σήμερα εκταμιεύσεις δανείων και, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, δεν ξεπερνούν τα 2,3 δισ. ευρώ. Αυτά είναι τα Ταμειακά Δάνεια και τράπεζες Συνολικά 11,1 δισ. ευρώ, δηλαδή ο προϋπολογισμός των επενδυτικών σχεδίων που έχουν εγκριθεί μέχρι στιγμής, που δείχνει σημαντική διαφορά μεταξύ των συμβεβλημένων έργων και των κεφαλαίων που διοχετεύθηκαν στην οικονομία μέσω του δανειακού μηχανισμού.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Νίκος Παπαθανάσηςμε αφορμή την υποβολή της τέταρτης αίτησης πληρωμής – ύψους 2,3 δισ. ευρώ – για τον δανειακό βραχίονα ΤΑΑ, ο αριθμός των επενδυτικών προτάσεων που υποβλήθηκαν στην πλατφόρμα προχωρήστε παραπέρα φτάνει τα 700 επενδυτικά έργα συνολικού προϋπολογισμού 24,2 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 10 δισ. ευρώ είναι δάνεια από το Ταμείο Ανασυγκρότησης, τα 8,2 δισ. ευρώ είναι τραπεζικά δάνεια και τα 6 δισ. ευρώ είναι το προγραμματισμένο ίδιο μερίδιο των εταιρειών. Παρά τον μεγάλο αριθμό των αναφερόμενων επενδυτικών σχεδίων, πολύ λιγότερες από τις μισές υπογεγραμμένες δανειακές συμβάσεις είναι περίπου 287 από αυτές και ο συνολικός προϋπολογισμός τους είναι 11,15 δισ. ευρώ. Από αυτά, 4,7 δισ. ευρώ είναι δάνεια ΤΑΑ, 3,8 δισ. ευρώ τραπεζικά δάνεια και άλλα 2,6 δισ. ευρώ ίδια κεφάλαια εταιρειών.
Αν και τόσο το υπουργείο όσο και οι τράπεζες προεξοφλούν την επιτάχυνση των εκταμιεύσεων τους επόμενους μήνες, ο ασφυκτικός χρόνος για την απορρόφηση των κεφαλαίων του ΤΑΑ, δηλαδή μέχρι τον Αύγουστο του 2026, δεν επιτρέπει εφησυχασμό για την έγκαιρη χρήση των κεφαλαίων, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική επενδυτικό κενό που έχει η χώρα. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, «η αργή πρόοδος στην απορρόφηση των ΤΑΑ αντανακλά γενικά προβλήματα που υπάρχουν στο νομικό και επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα μας», και οι λόγοι των καθυστερήσεων σχετίζονται με την έλλειψη του λεγόμενου. «ώριμα έργα» και πληρότητα απαιτούμενης έρευνας.
Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο όταν απαιτούνται εγκρίσεις από φορείς όπως η αρχαιολογία, ο πολεοδομικός σχεδιασμός ή οι περιφέρειες. Όπως εξηγούν αρμόδιοι, ακόμη και υπό κανονικές συνθήκες, ο μέσος χρόνος υλοποίησης της επένδυσης στη χώρα μας κυμαίνεται από 2-3 χρόνια, επομένως η επιτάχυνση των διαδικασιών είναι βασικό ζήτημα για την αποφυγή απώλειας πόρων. Η έκδοση αδειών είναι κρίσιμη λόγω του μεγάλου μεριδίου του τουριστικού κλάδου στη χρήση δανείων ΤΑΑ, οι φορείς του οποίου αντιπροσωπεύουν το 28% των επενδυτικών σχεδίων που έλαβαν δάνεια και το 13% των υπογεγραμμένων δανειακών συμβάσεων.
Η γεωπολιτική αναταραχή και οι δυσκολίες στο διεθνές εμπόριο παρεμποδίζουν επίσης την προμήθεια μηχανών, επηρεάζοντας σημαντικά, μεταξύ άλλων, επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά, που αποτελούν το 41% των συμβατικών επενδυτικών έργων. Όπως εξηγούν πηγές προσκείμενες στις διαδικασίες, δεν είναι λίγες οι εταιρείες που αν το επενδυτικό πλάνο ξεπεράσει τα 20 εκατ. ευρώ επιδιώκουν «χρίσμα» της στρατηγικής επένδυσης για να επιταχύνουν τον χρόνο έγκρισης του επιχειρηματικού σχεδίου.
«Ο χαρακτηρισμός μιας επένδυσης ως στρατηγικής ανοίγει το δρόμο για την επίσπευση της έκδοσης αδειών και, εάν πληροί τα κριτήρια, η εταιρεία ενθαρρύνεται να συμπεριλάβει το επενδυτικό σχέδιο στο καθεστώς γρήγορη διαδρομή– εξηγεί αρμόδιος διευθυντής αγοράς, αλλά αυτό απαιτεί και ώριμα επενδυτικά σχέδια και σε ορισμένες περιπτώσεις θα «κολλήσει» σε ανεπαρκή εξυπηρέτηση – σε σχέση με τον αριθμό των αιτήσεων Τιμή Εταιρείας Ελλάδα. Στους λόγους της παρατηρούμενης ανωριμότητας των επενδυτικών σχεδίων περιλαμβάνεται η μελέτη ορισμένων εταιρειών που, θέλοντας να εξασφαλίσουν «θέση» σε φθηνά δάνεια ΤΑΑ, δεν ήταν διατεθειμένες να υποβάλουν έργα έτοιμα προς αδειοδότηση ή να είναι σίγουρες ότι θα τα υλοποιούσαν. διευθυντής κοντά στη διαδικασία.
Ο αργός ρυθμός απορρόφησης οφείλεται στους μεγάλους χρόνους έγκρισης των επενδύσεων και στις δυσκολίες στο διεθνές εμπόριο.
Την απόκλιση μεταξύ δαπανών και συνολικού προϋπολογισμού εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων, παρά τις καλές επιδόσεις της χώρας στις συμβάσεις, επεσήμανε πρόσφατα ο Πρόεδρος της Τράπεζας. Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος συνέδεσε αυτές τις καθυστερήσεις με υπάρχουσες διοικητικές δυσκολίες και ζήτησε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Ανάλογα σχόλια για το επείγον του θέματος έκανε πρόσφατα και ο διοικητής της Ειδικής Υπηρεσίας Συντονισμού του Ταμείου Ανασυγκρότησης και Ανθεκτικότητας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Ορέστης Καβαλάκηςκάνοντας λόγο για «εθνικό στοίχημα» δημόσιας διοίκησης και ιδιωτών για την τήρηση των προθεσμιών απορρόφησης, επισημαίνοντας ότι απομένουν λιγότεροι από 30 μήνες για την ολοκλήρωση του σχεδίου.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, μέχρι το τέλος του 2024 πρόκειται να εκταμιευθούν στην ελληνική αγορά συνολικά περίπου 4 δισ. ευρώ (από δάνεια ΤΑΑ και τραπεζικά δάνεια), αλλά τους επόμενους μήνες το ποσοστό αυτό θα πρέπει να διπλασιαστεί για να επιτευχθεί ο στόχος απορρόφησης , η οποία, σύμφωνα με τις προβλέψεις των τραπεζών, θα καλύψει το 80% των πόρων.
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο του προγράμματος χαμηλότοκων δανείων του Ταμείου Ανασυγκρότησης ύψους 16,7 δισ. ευρώ, επενδυτικά έργα είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση εάν εμπίπτουν σε τουλάχιστον έναν από τους 5 πυλώνες του προγράμματος: (α) πράσινος μετασχηματισμός, (β ) ψηφιακός μετασχηματισμός, (γ) καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη, (δ) ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας μέσω συνεργασιών, εξαγορών και συγχωνεύσεων και (ε) εξωστρέφειας.
Το πλεονέκτημα του προγράμματος είναι το χαμηλό επιτόκιο των δανείων, καθώς ένα δάνειο από το ταμείο έχει σταθερό επιτόκιο 0,35% για πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις και 1% για μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, εξαιρουμένης της επιβολής του Ν. 128/75. ενόψει των ταχέως αυξανόμενων επιτοκίων και κεφαλαιουχικού κόστους. Από τις 287 δανειακές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί μέχρι στιγμής, οι 136 είναι με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και έχει συνολικό προϋπολογισμό 1,7 δισ. ευρώ. Το μέσο επιτόκιο είναι 2,1% και η μέση περίοδος αποπληρωμής είναι 14 έτη. Οι επενδύσεις αφορούν: 25% στον ψηφιακό μετασχηματισμό, 20% εκσυγχρονισμό και επέκταση παραγωγικών δραστηριοτήτων, 1% έρευνα και ανάπτυξη, 41% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, 13% τουρισμό.
Οι εταιρείες που έχουν λάβει δάνεια μέχρι στιγμής ταξινομούνται ανάλογα με τους οικονομικούς τομείς: 18% βιομηχανία, 10% εμπόριο, 1% τηλεπικοινωνίες, 28% τουρισμός, 15% υπηρεσίες και 28% ενέργεια (ενέργεια).