O Γρηγόριος ∆ικαίος, γνωστός επίσης ως Παπαφλέσσας, γεννήθηκε το 1786 στην Πολιανή Μεσσηνίας, με το βαπτιστικό όνομα Γεώργιος. Εικοστό όγδοο τέκνο του ∆ημητρίου ∆ικαίου, το δέκατο με τη δεύτερη σύζυγό του Κωνσταντίνα από το γένος των Ανδροναίων, έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του από έναν μοναχό. Το 1808, ο ξάδελφος του πατέρα του, Παναγιώτης ∆ικαίος, πρόκριτος της επαρχίας Λεονταρίου, έστειλε τα δικά του παιδιά στη φημισμένη Σχολή της ∆ημητσάνας για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, μαζί και τον ανιψιό του Γεώργιο. Το 1816, 30 ετών πλέον, ο τελευταίος θα χριστεί μοναχός με το όνομα Γρηγόριος. Έκτοτε, από το οικογενειακό παρωνύμιο Φλέσ(σ)ας, θα αποκαλείται παράλληλα Παπα-Φλέ(σ)σ(ι)ας.
Ο Γρηγόριος μόνασε αρχικά στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής Βελανιδιάς, κοντά στην Καλαμάτα. Σύντομα όμως ήρθε σε σύγκρουση με τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και κατέφυγε στο γειτονικό Μοναστήρι της Ρεκίτσας, κοντά στο ∆υρράχιο Αρκαδίας. Για κτηματικές διαφορές της μονής ενεπλάκη σε διαμάχη με έναν ισχυρό Τούρκο της περιοχής, αποκτώντας έναν άσπονδο εχθρό. Το 1817, με αφορμή τη διάλυση ενός συνοικεσίου για την οποία θεωρήθηκε υπαίτιος, εκδιώχθηκε από τους Τούρκους ως «ραδιούργος» και «ταραξίας» και περαιώθηκε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα. Εκεί «εφωτίσθη περί της πολιτικής του κόσμου και περί της ζωής του ανθρώπου, και ότι ούτος πρέπει να ήναι ελεύθερος», όπως αναφέρει ο Φωτάκος, πρώτος βιογράφος του. Απώτερος προορισμός του ήταν η Κωνσταντινούπολη και στόχος του να επιστρέψει μια μέρα, όπως υποσχέθηκε στους διώκτες του, όχι πλέον ως απλός καλόγερος· «ή δεσπότης θα έλθω, ή πασάς». Θα κατέλθει πράγματι στην Πελοπόννησο μερικά χρόνια αργότερα, ως απεσταλμένος όμως της Φιλικής Εταιρείας για να ξεσηκώσει την Επανάσταση.
«Εκατηχήθη τα μυστήρια της Εταιρείας…»
Ο ενθουσιώδης και παρορμητικός Φιλικός.
Ο Γρηγόριος μυήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στις 21 Ιουνίου 1818. Ως μυητής του αναφέρεται ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος από την Ανδρίτσαινα, κορυφαίο μέλος της Αρχής της Εταιρείας, στον οποίο, κατά τον Ιωάννη Φιλήμονα, τον ∆ικαίο είχε συστήσει ο συμπατριώτης του Χρήστος Παπαγεωργίου ή Αναγνωσταράς.
Ο ∆ικαίος είχε φτάσει στην Κωνσταντινούπολη λίγο μετά την αναχώρησή του από τη Ζάκυνθο, με στόχο να αναμειχθεί ενεργά στους εκεί εκκλησιαστικούς κύκλους, προσδοκώντας την ανέλιξή του σε ανώτερα αξιώματα. «Εκυριεύετο από σκοπούς φιλοδόξους», αναφέρει σχετικά στην αυτοβιογραφία του ο ∆ημήτριος Αινιάν, «να επιτύχη επισκοπή τινά, αλλ’ αι προσδοκίαι του ήρχισαν κατ’ ολίγον να ματαιούνται». Χάρις ωστόσο στην εξυπνάδα και στην ενεργητικότητά του κατόρθωσε να χειροτονηθεί αρχιμανδρίτης. Παράλληλα «εκατηχήθη τα μυστήρια της Εταιρείας», στην οποία αφιερώθηκε με ζήλο και θέρμη, και θα εργαστεί αγόγγυστα για την επιτέλεση των σκοπών της.
Λίγο μετά τη μύησή του, εστάλη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες για να διαδώσει την Εταιρεία. Με βάση τους σωζόμενους καταλόγους των Φιλικών, φαίνεται ότι υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικός, καθώς συνολικά μύησε περισσότερα από 40 νέα μέλη τόσο στις Ηγεμονίες όσο και στην Κωνσταντινούπολη, όπως τον ∆ημήτριο Θέμελη, τον Παναγιώτη Γιατράκο κ.ά.
Ο ∆ικαίος παρέμεινε στη Μολδοβλαχία μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1819. Το διάστημα αυτό ήρθε σε επαφή με τους οπλαρχηγούς Γεωργάκη Ολύμπιο και Ιωάννη Φαρμάκη, με τους οποίους προχώρησε σε ένορκη αδελφοποίηση που επισφραγίστηκε με συμφωνητικό (3 Αυγούστου 1819), με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη: «Ναι! Μα το ιερόν της πατρίδος όνομα, διά την οποίαν και ζώμεν και κινούμεθα. Μα την ανάστασιν αυτής, διά την οποίαν συγκροτούμεν τον θείον τούτον σύνδεσμον, έκαστος ημών δυνάμει τούτου του μεγάλου και ιερού όρκου υπόσχεται να γνωρίζη τον έτερον οικειότερον του γνησίου αυτού πατρός, μητρός, αδελφού και τέκνων, και εις κάθε περίστασιν και ανάγκην μας όπου και αν είμεθα παρόντες ή απόντες να συντρεχώμεθα υπερασπιζόμενοι την τιμήν, ζωήν και ιεράν μας βουλήν με όλην μας την ψυχήν, την δύναμιν και κατάστασιν, και με την ιδίαν μας ζωήν χύνοντες το αίμα μας μέχρι τελευταίας ρανίδος». Ωστόσο η πράξη τους αυτή εξελήφθη ως συνωμοσία από την Αρχή της Φιλικής και εκφράστηκαν απόψεις περί δολοφονίας του ∆ικαίου, η οποία όμως αποσοβήθηκε χάρη στην παρέμβαση του Αναγνωστόπουλου.
Κατά την παραμονή του στις Ηγεμονίες, ο ∆ικαίος κίνησε υποψίες στις τοπικές Αρχές, συνελήφθη και ετέθη υπό κράτηση. Με παρέμβαση του Γεωργίου Λεβέντη, μέλους της Αρχής της Φιλικής, κατόρθωσε να αποφύγει σωματική και κατ’ οίκον έρευνα, η οποία αναπόφευκτα θα έθετε σε κίνδυνο τα μυστικά της Εταιρείας, και τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Στις αρχές Οκτωβρίου βρισκόταν πίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Ο ενθουσιώδης και ταυτόχρονα παρορμητικός χαρακτήρας του έγινε αντιληπτός από πολύ νωρίς στον πυρήνα της Φιλικής. «Είναι καλός, πλην εις άκρον τολμηρός εις τα έγγραφά του», έγραφε ο Γεώργιος Λεβέντης προς τον Εμμανουήλ Ξάνθο στις 19 Μαΐου 1820, «και ήθελε γένη ωφέλημον αν εκείθεν τον ελέγετε ότι έμαθον οι εκεί [εν Πετρουπόλει] φίλοι το αχαλήνοτον θράσος του, και ότι πρέπει να γένη μετριώτερος. Με τούτο διορθώνεται, διότι κατά τα άλλα είναι καλός, έχει ψυχήν γενναίαν, θάρρος ελληνικόν, και άλλα αναγκαία εις τον άνθρωπον προτερήματα».
Ο Γρηγόριος υπήρξε φλογερός πατριώτης και αφιερώθηκε ολόψυχα στους σκοπούς της Φιλικής, παρόλο που ο αχαλίνωτος παρορμητισμός του θα τη θέσει αρκετές φορές σε κίνδυνο.
Ωστόσο, η συμπεριφορά του ∆ικαίου προκαλούσε πολλές φορές καχυποψία. Για παράδειγμα, ο ∆ημήτριος Θέμελης, μέλος της Εταιρείας, που τον ανέμενε στο Γαλάτσι της Μολδαβίας, εκμυστηρευόταν ανήσυχος στον Ξάνθο στις 7 Ιουνίου 1819: «Ο ∆ικαίος αφού εμί(σε)ψεν από Ιάσιον εις τας 19 του απελθόντος κατά τας βεβαίας ιδίσης έχο μέχρη τούδε δεν ήλθεν εδώ […] δεν ημπορό να καταλάβο, φίλτατέ μοι, αυτό το κίνημα του ∆ικαίου τι ενοεί; Να ηπεί ότη έρχεται εδώ. Έπιτα να μη ηξεύρομε που επείγεν! …αν ήρχοντο ο διάβολος ο ∆ικαίος εδό ήτον πολλά ωφέλιμον, διά τας γνωστάς ετίας, επειδή ηξεύρο πός να τον ηκονομίσο. Επειδή όμος και δεν ήρθεν, στοχάζομε πος έχο να υποφέρο δισκολίες, πλην ο Θεός βοηθός, μεγάλας υποψύας θρέφο διά τον ∆ικαίον και άμποτε, φίλε μου, να ήμε ηπατημένος».
Μολαταύτα, ο Γρηγόριος υπήρξε φλογερός πατριώτης και αφιερώθηκε ολόψυχα στους σκοπούς της Φιλικής, παρόλο που ο αχαλίνωτος παρορμητισμός του, ο ανεξέλεγκτος ενθουσιασμός του, ο υπερβάλλων ζήλος του, η έλλειψη αυτοσυγκράτησης θα τη θέσει αρκετές φορές σε κίνδυνο. «Περί εμού, συνήθως έλεγεν, αδιαφορώ· ήθελον δε αδιαφορήσει και περί αυτής της Εταιρείας, αν μ’ έπειθε τις, ότι θυσιαζομένης και ταύτης, ήθελεν ελευθερωθή η πατρίς».
Μετά την επιστροφή του από τις Ηγεμονίες, επιζήτησε να μάθει την Αρχή της Φιλικής και να μυηθεί σε ανώτερο επίπεδο, με τρόπο ανορθόδοξο. ∆ιάφορες πηγές υποστηρίζουν ότι εκβίασε –κατά τον Φωτάκο απειλώντας με μαχαίρι– τον Αναγνωστόπουλο πως θα πρόδιδε την Εταιρεία στους Τούρκους αν δεν του αποκάλυπτε τα πάντα περί αυτής. Τότε λαμβάνει, ως μέλος πια της Ανωτάτης Αρχής, τα αρχικά Α. Μ. και το συνωμοτικό όνομα Αρμόδιος, ως άλλος τυραννοκτόνος.
Ως μέλος πλέον της Αρχής, τον Οκτώβριο του 1820, βρέθηκε στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας σε συνάντηση των στελεχών της Εταιρείας με τον Γενικό Επίτροπο Αλέξανδρο Υψηλάντη. Εκεί τέθηκε σε διαβούλευση το Σχέδιον Γενικόν, δηλαδή το σχέδιο δράσης σχετικά με το επικείμενο ξέσπασμα της Επανάστασης, το οποίο είχαν συντάξει στο Βουκουρέστι τον περασμένο Μάιο-Ιούνιο κατά βάση ο ∆ικαίος με τον Γεώργιο Λεβέντη και το είχε επεξεργαστεί ο ίδιος ο Υψηλάντης. Σύμφωνα με αυτό, λοιπόν, η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο, όπου θα μετέβαιναν ο Υψηλάντης ως αρχηγός και ο ∆ικαίος προς τα τέλη Νοεμβρίου-αρχές ∆εκεμβρίου. Λίγες ημέρες νωρίτερα θα εκδηλώνονταν επαναστατικές κινήσεις στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, θα υποκινούνταν ταυτόχρονη εξέγερση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, τα ελληνικά πληρώματα στον ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης θα στασίαζαν και θα πυρπολούσαν τον οθωμανικό στόλο, προκαλώντας μια χαοτική κατάσταση.
Ο ∆ικαίος, ένθερμος υποστηρικτής της άμεσης έναρξης της Επανάστασης, παρουσίασε μια «ύποπτον», κατά τον Φιλήμονα, αναφορά των Πελοποννησίων, με πλήθος υπογραφών, στην οποία εμφανίζονταν όλα σε πλήρη πολεμική προετοιμασία, καθώς επίσης δύο επιστολές, υποστηρικτικές του όλου εγχειρήματος, η μία υπογεγραμμένη, υποτίθεται, από τους αδελφούς ∆εληγιάννη, ισχυρή οικογένεια της Πελοποννήσου, και η άλλη από τον Λιμπέριο Θεοχαρόπουλο στην Κωνσταντινούπολη – πιθανότατα και αυτές πλαστές. Ως εκ τούτου, προκλήθηκε ανοιχτή σύγκρουση με τον Χριστόφορο Περραιβό και τον Σπυρίδωνα Παπαδόπουλο-Κορφινό, μέλη της Φιλικής, που παρέμεναν συγκρατημένοι, έχοντας εντελώς διαφορετική εικόνα για την κατάσταση στην Πελοπόννησο. Ο δεύτερος δε, όπως σημειώνει ο Φιλήμων, επιτέθηκε στον ∆ικαίο λέγοντας: «Παπά, να διαβάζης το Ψαλτήρι σου, και τα τοιαύτα πράγματα δεν είνε δική σου δουλειά. Σε ερώτησα πόσους χρόνους λείπεις από την Πελοπόννησον, και με απεκρίθης, τρεις ήμισυ· αλλ’ εγώ λείπω εκείθεν μόλις προ επτά μηνών, και τίποτε δεν είδα, αφ’ όσα λέγεις και η αναφορά σου περιέχει». Ωστόσο, ο ενθουσιασμός του ∆ικαίου θα επικρατήσει έναντι κάθε λογικής, και αυτός θα κατορθώσει να υφαρπάξει σχεδόν την έγκριση του σχεδίου. Λίγο αργότερα θα αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη για την Πελοπόννησο, προκειμένου να προετοιμάσει τον Αγώνα στη νότια Ελλάδα.
Η απομάκρυνση του Παπαφλέσσα από την Κωνσταντινούπολη ήταν πέραν των άλλων επιβεβλημένη, καθώς η παρουσία του συνιστούσε πλέον σοβαρό κίνδυνο. Μετά την επιστροφή του από το Ισμαήλιο, θεωρήθηκε ύποπτος και συνελήφθη ξανά. Για άλλη μία φορά το μυστικό της Εταιρείας διαφυλάχθηκε, καθώς ο επίσκοπος ∆έρκων, με τον οποίο ο ∆ικαίος διατηρούσε στενούς δεσμούς, κατόρθωσε να απομακρύνει κάθε ενοχοποιητικό έγγραφο από την οικία του αρχιμανδρίτη και να τον ελευθερώσει χρηματίζοντας τους Τούρκους.
Ωστόσο, ο ίδιος ο ∆ικαίος ήταν πλέον ασυγκράτητος. Γράφει σχετικά ο Κυριάκος Κουμπάρης, εξέχων Φιλικός της Κωνσταντινούπολης, στον Ξάνθο στις 15 Φεβρουαρίου 1821 σχετικά με την ανεξέλεγκτη, πλέον, διάδοση της Εταιρείας: «[…] έβαλαν εις την συντροφίαν και γυναίκαις, και παιδία, και ταις αγαπητικαίς των και ο Θεός να μας φιλάξει από την ορμίν των βαρβάρων, διότι όλοι κοινός το έμαθαν […] αυτά τα κακά εγηνήθησαν περισσότερον από τον Αρμόδιον [Δικαίον] όπου όταν ήλθεν εδώ εφόναζε με το βούκινον και το εκοινολογούσε εις τον τυχόντα, τους έλεγε τα πάντα, και εκατατάραξε το παν, δεν εφύλαξε κανέναν μυστικό, και εκ τούτου μου εγηνήθησαν τόσα κακά, και είθε να μην προξενήσει τα ίδια και εκεί οπού επήγεν».
«Η ώρα του ευγενούς Αγώνος εγγίζει…»
Η μετάβαση από την Κωνσταντινούπολη στην Πελοπόννησο και η δυσπιστία των προεστών.
Ο ∆ικαίος φθάνει στη νότια Ελλάδα στα τέλη ∆εκεμβρίου 1820, με την κάλυψη του πατριαρχικού εξάρχου, απεσταλμένου δηλαδή του Πατριάρχη για να διευθετήσει εκκλησιαστικές υποθέσεις. Στην πράξη κατέρχεται ως απόστολος της Φιλικής Εταιρείας για να ολοκληρώσει την προπαρασκευή της εξέγερσης και να προετοιμάσει την άφιξη του Γενικού Επιτρόπου Αλεξάνδρου Υψηλάντη. Έφερε μάλιστα ενυπόγραφο έγγραφο του Υψηλάντη με το οποίο προβαλλόταν ως εκπρόσωπός του: «Ναι, ω Άνδρες Πελοποννήσιοι! Η ώρα του ευγενούς Αγώνος εγγίζει. Το στάδιον της δόξης ανοίγεται· κ’ ιδού σας πέμπω τον φιλογενέστατον και αξιοσέβαστον διά τας αρετάς του και τον πατριωτισμόν του Συμπολίτην σας Αρχιμανδρίτην ∆ικαίον, τον διά τας μεγάλας εκδουλεύσεις του προς την Πατρίδα γνωστόν εις εμέ και άλλους Ανωτέρους, διά να σας οδηγήση εις τον ορθόν της Αθανασίας δρόμον. Η Πανοσιότης του θέλει σας εξηγήσει τα Σχέδιά μου, και δώσει εις έκαστον τας προς το κοινόν καλόν ∆ιαταγάς μου. Θεωρήσετέ τον, ως άλλον εμέ· βάλετε εις πράξιν τας οδηγίας του».
Ο ∆ικαίος αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 29 Νοεμβρίου 1820 με 90.000 γρόσια, που είχε λάβει από την Εφορεία της Φιλικής εκεί κατ’ εντολήν του Υψηλάντη. ∆ιατηρώντας επιφυλάξεις, ο Παναγιώτης Σέκερης, όπως αναφέρει σε επιστολή του προς τον Εμμανουήλ Ξάνθο, απέφυγε να του ενεχειρίσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα: «Του Αρμοδίου [∆ικαίου] ωμίλησα πριν μισεύση τα δέοντα, αλλ’ αυτός εδυσαρεστήθη ότι δεν του έδωσα την βούλλαν και τα δοκιμάσματα [γράμματα] των συννέφων [μελών της Φιλικής Εταιρείας] όσα ευρίσκονται εις εμένα». Όπως σημειώνει σε άλλη επιστολή προς τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, υπήρχε γενικότερα δυσπιστία στο πρόσωπο του ∆ικαίου, λόγω του παρορμητικού χαρακτήρα του, από τους εφόρους της Φιλικής στην Κωνσταντινούπολη. «Αυτός είναι καλός διοργανιστής», γράφει, «αλλά περισσότερον από το πρέπον και ακόμη συνωδευμένος από ένα δεσποτικό ύφος, το οποίο εδυσαρέστησε πολλούς. Όθεν έχει χρείαν καλού οδηγού και συμπράκτορος και τότε αναμφιβόλως ευδοκιμεί. ∆ι’ αυτούς και δι’ άλλους λόγους δεν τα ενεχείρισα [τα έγγραφα] και τα φυλάττω».
Εξ αυτού ο ∆ικαίος έφυγε χολωμένος με τον Σέκερη, αλλά ο τελευταίος δεν θα παραλείπει διαρκώς να τον νουθετεί, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει τον ατίθασο χαρακτήρα του. Του γράφει στις 30 Νοεμβρίου 1820, μία ημέρα μετά την αναχώρησή του, επιχειρώντας να κατευνάσει τον θυμό του: «Τώρα δε να φυλάξης εκείνα που επαγγέλλεσαι να διδάξης, να φυλάξης τον εαυτόν σου από την συνήθη απροσεξίαν σου, να μην βιάσης τον τρύγον προ καιρού, διά να μη πάθωμεν κανέν απευκταίον».
Αλλά και στις 18 Ιανουαρίου, ενώ πλέον ο ∆ικαίος βρίσκεται στην Πελοπόννησο, ο Σέκερης δεν παραλείπει να του υπενθυμίσει: «Εγώ που τόσον ενθυμούμαι πάντοτε να σου λέγω μεθ’ ειλικρινείας το “τύψον μεν άκουσον δε”. Άφησε το δεσποτικό ύφος. Γενού μετριώτερον ορμητικός και μην αποφασίσης ποτέ απροστοχάστως, διά να μην λάβης αιτίαν να μετανοήσης εκείνο που αποφάσισες μίαν φοράν… Συ δε ως κριτικώτερος κάμε το καλλιότερον, στοχάσου ότι έλαβες το ζύγι εις το χέρι από το οποίον κρέμεται η αιώνιος δόξα ή (άπαγε της βλασφημίας) το αιώνιον όνειδος. Μη βιασθήτε να τρυγήσετε όμφακας διά να μη μουδιάσωμεν (ο μη γένοιτο)». Και ξανά με επιστολή στις 27 Ιανουαρίου τού εφιστά την προσοχή: «Προσέξετε δι’ αγάπην Θεού να μην κάνετε κανένα λάθος, επειδή η περίστασις είναι κρίσιμος και το λάθος (ο μη γένοιτο) καταντά αδιόρθωτον». Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 τού θυμίζει για ακόμη μία φορά: «[…] να πασχίσης να διορθώσης των Αρμόδιον [Γρηγ. ∆ικαίον] διά να μη σφάλλη εις το εξής όσα έσφαλε πρότερον, τόσον εδώ όσον και παραπάνω, ήτοι εις τα 44 και 47 [Βλαχίαν, Μολδαβίαν] και καταφέρονται πολλοί εναντίον του, εδώ ο μόνος θώρακάς του ήτον ο Κ. [Π. Σέκερης] και θέλει είναι ο αυτός εν όσω βλέπη τον δίσκον του ηλίου […] και όταν οδηγηθή απαθώς και με ήσυχον πνεύμα από εσέ ο Αρμόδιος [Γρηγ. ∆ικαίος] δύναται να κάμη ασυγκρίτως περισσότερα καλά, απ’ όσα έως τώρα επροξένησε κακά». Την 1η Μαρτίου ο Σέκερης διαμαρτύρεται στον Ξάνθο γιατί ο ∆ικαίος εξακολουθεί να είναι δυσαρεστημένος μαζί του και δεν του γράφει «διεξοδικώς», και σημειώνει δι’ ετέρας στον Υψηλάντη σχετικά με τον «Α. Μ.»: «[…] άμποτε να ήτον ολιγώτερον ορμητικός και με φρόνησιν περισσοτέραν».
Ο ίδιος ο Παπαφλέσσας γράφει προς τον Ξάνθο, που φαίνεται ότι επίσης προσπαθούσε να κατευνάσει τον παρορμητισμό του, στις 22 Φεβρουαρίου 1821: «∆εν ηξεύρω διά τι περιωρίσθης εις τον ορίζοντά σου, και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον παρά να συμβουλεύης τον ∆ικαίον να μην ορμά κατά την συνήθειάν του και άλλα κουραφέξαλα».
«Δεν ηξεύρω διά τι περιωρίσθης εις τον ορίζοντά σου, και άλλο δεν ηξεύρεις πλέον παρά να συμβουλεύης τον Δικαίον να μην ορμά κατά την συνήθειάν του και άλλα κουραφέξαλα». (Παπαφλέσσας προς τον Ξάνθο).
Ο Παπαφλέσσας, λοιπόν, έφτασε στην Πελοπόννησο «ορμητικός», όπως συνήθιζε να είναι, στα τέλη ∆εκεμβρίου, με πλοίο που αγόρασε επ’ ονόματι του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Παλαιολόγου Λεμονή, και το οποίο στη συνέχεια θα κατευθυνόταν στην Τεργέστη για να παραλάβει τον Υψηλάντη. Ωστόσο, ο τελευταίος δεν θα κατέλθει ποτέ στην Πελοπόννησο λόγω αλλαγής του επιτελικού σχεδίου, κάτι που ο ∆ικαίος ακόμη αγνοούσε.
Περιγραφή του ταξιδιού του δίνει ο ίδιος σε επιστολή του προς τον Ξάνθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821: «Ανεχώρησα κακείθεν [Κωνσταντινούπολη] περί τα τέλη Νοεμβρίου, παρέπλευσα τη Μυτιλήνην, διεπέρασα εις τας Κυδωνίας, εντάμωσα τους ∆ιδασκάλους της σχολής και ευδιάθεσα τας καρδίας των εκεί μελών της Εταιρείας. Έγραψα από μέρους της Αρχής προς τους εν Σμύρνη, στείλας τον Ήβον Ρήγαν, όστις και ήδη επέστρεψε με το τέταρτον πραγματείας μπαρουτίου διακόσια εβδομήντα βαρέλια και μολύβι καντάρια σαράντα και εν. Και υποσχέσεις, εάν εγώ γράψω προς αυτούς να προμηθεύσωσι και άλλα τοσαύτα και έτι είκοσι χιλιάδας πυρίτιδας πέτρας τουφεκίων, ως αναγκαιοτάτας, λέγοντες ότι μην έχοντες χρήματα ικανά δεν εδυνήθησαν να εκπληρώσουν τας επιταγάς των φίλων. Ταύτα γράψας εκείσε και διαπράξας, διέβην εις Ύδραν, κακεί καθώς και εις τας Σπέτσας ευρών εν αμεριμνησία, εκίνησα και προθύμους αποκατέστησα. Αποστείλας δε το καράβιον εις Τεργέστιον κατά το τέλος, διεπέρασα εις Πελοπόννησον».
Όταν έφτασε ο ∆ικαίος στην Ύδρα αρχικά και στις Σπέτσες στη συνέχεια, αντιμετωπίστηκε από τους περισσότερους από τους προκρίτους με σκεπτικισμό και μεγάλες επιφυλάξεις, με μερίδα μόνο του λαού να ενθουσιάζεται από τους πύρινους λόγους του. Ειδικά οι Υδραίοι προβληματίζονταν για την αντιμετώπιση του οθωμανικού στόλου, παρά τις διαβεβαιώσεις του Παπαφλέσσα ότι αυτός θα πυρπολούνταν μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Όπως σημειώνει σχετικά σε επιστολή του ο Σέκερης, με βάση αναφορά του Χριστόφορου Περραιβού, «[…] εν όσω ζουν οι ελέφαντες [μεγάλα καράβια] του απαθούς [του σουλτάνου], δεν θέλουν κινηθή και τα όμοια». Ο Παπαφλέσσας, ωστόσο, θα παρουσιάσει λίγο αργότερα εντελώς διαφορετικά τη στάση τους στους προεστούς της Πελοποννήσου.
Οι τελευταίοι έτρεφαν ήδη μεγάλη δυσπιστία προς τα πρόσωπό του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, όταν πληροφορήθηκαν την ταυτότητα του απεσταλμένου της Εταιρείας, ο Αναγνώστης Κοπανίτσας, προεστός από τη Βορδώνια της επαρχίας Μυστρά αναφώνησε: «Ο Παπαφλέσιας είναι; Απολώλαμεν!». Προκατειλημμένοι, λοιπόν, απέναντί του, έστειλαν στα νησιά τον Παναγιώτη Αρβάλη, ένθερμο Φιλικό και ταμία της Εφορείας της Φιλικής στην Τρίπολη, προκειμένου να πληροφορηθεί για την κατάσταση, να ανιχνεύσει τις προθέσεις του ∆ικαίου και να τον πείσει να μην περαιωθεί στην Πελοπόννησο. Ο Αρβάλης τον συνάντησε στις Σπέτσες, όπου εκείνος, όπως σημειώνει ο Νικόλαος Σπηλιάδης στα απομνημονεύματά του, «[…] ανήψε τας φαντασίας, παριστάς τα περί Ρωσίας, της Αρχής και του Υψηλάντου, υπό τας πλέον ευαρέστους εικόνας, και κατέφλεξε τας καρδίας με τον έρωτα της εκ του πολέμου, των μεγάλων κατορθωμάτων και του θανάτου αυτού υπέρ της πίστεως και της πατρίδος ευδοξίας». Ο Αρβάλης επέστρεψε πίσω συνεπαρμένος από ενθουσιασμό για την επικείμενη επανάσταση, προξενώντας τρόμο στους προκρίτους για την επιρροή που ασκούσε ο ∆ικαίος. Θεώρησαν εξαιρετικά επικίνδυνη την παρουσία του τελευταίου στην Πελοπόννησο και έκριναν ότι θα έπρεπε, ει δυνατόν, να τον περιορίσουν ή ακόμη, σύμφωνα με κάποιες πηγές, και να τον δολοφονήσουν.
Εκείνος, λίγο πριν από την άφιξή του στην Πελοπόννησο, απέστειλε προς τους ηγέτες της «οδηγίας τινάς», με τις οποίες ζητούσε να εκφράσουν τις απόψεις τους περί του πολέμου, προκειμένου αυτές να καταστούν γνωστές στην Αρχή, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει έγγραφη δέσμευσή τους. Η επικείμενη άφιξή του είχε ήδη προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στους προεστούς και στους ιεράρχες της χερσονήσου, οι οποίοι θα τον καλέσουν τελικά σε συνάντηση στη Βοστίτσα (Αίγιο), προκειμένου να πληροφορηθούν για την κατάσταση και αναλόγως να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα.
Ο ∆ικαίος περαιώθηκε από τις Σπέτσες στο Ναύπλιο και από εκεί στο Άργος και στην Κόρινθο. Αντιλαμβανόμενος τη δυσκολία της θέσης του, από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Πελοπόννησο έφερε πάντοτε ένοπλη συνοδεία, αποτελούμενη από επτά οπλοφόρους με επικεφαλής τον αδελφό του Νικήτα. Με αυτή την κουστωδία, ένοπλος πάντοτε και ο ίδιος, θα εμφανιστεί στο τέλος Ιανουαρίου στη Βοστίτσα.
«Η ετοιμασία να εξακολουθή δραστηρίως διά την Επανάστασιν…»
Οι διαφωνίες στη συνέλευση της Βοστίτσας.
Επίσημος λόγος σύγκλησης των προεστών και των ιεραρχών στη Βοστίτσα (26-29 Ιανουαρίου 1821), προς παραπλάνηση των οθωμανικών αρχών, αποτέλεσε η διευθέτηση κτηματικών διαφορών ανάμεσα στις μονές Μεγάλου Σπηλαίου και Ταξιαρχών, παρουσία του πατριαρχικού εξάρχου Γρηγόριου ∆ικαίου.
Ο αρχιμανδρίτης από την Κόρινθο είχε ήδη περάσει στην Αχαΐα, στα Καλάβρυτα, στην Πάτρα «ενθουσιάζων τους εταίρους διά την ελευθερίαν» πριν φτάσει στη Βοστίτσα. Εκεί, με μεγαλόστομη ρητορική, παρέστησε στους παρευρισκομένους ως κατάλληλες τις περιστάσεις για το ξέσπασμα της Επανάστασης, αναφερόμενος στην αποστασία του Αλή πασά, στην «επικείμενη» άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, στην «εξασφαλισμένη» βοήθεια μιας ξένης δύναμης, σκιαγραφώντας τη Ρωσία, στην αποστολή βοήθειας πανταχόθεν στην Πελοπόννησο, στην οργανωμένη πολεμική προετοιμασία, στην καταστροφή του οθωμανικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη, στην εξόντωση του σουλτάνου. Αντέστρεψε την επιφυλακτικότητα που συνάντησε στην Ύδρα και στις Σπέτσες παρουσιάζοντας ως υψηλό το φρόνημα των νησιωτών.
Τα μέλη ωστόσο της συνέλευσης, υπό τον φόβο αποτυχίας του κινήματος, παρέμεναν δύσπιστα. Έθεσαν δε, διά στόματος του Παλαιών Πατρών Γερμανού, μια σειρά καίριων ερωτημάτων σχετικά με το επιτελικό σχέδιο, στα οποία ο ∆ικαίος έδωσε αόριστες απαντήσεις. Ο άκρατος ενθουσιασμός του τελευταίου σχετικά με την άμεση κήρυξη της Επανάστασης ήρθε σε αντιπαράθεση με τη συγκράτηση και τους ενδοιασμούς των προκρίτων και των ιεραρχών της Πελοποννήσου, που έκριναν ασφαλέστερο να διατηρήσουν εφεκτική στάση, θεωρώντας ότι δεν είχε επιτευχθεί το απαιτούμενο επίπεδο πολεμικής προπαρασκευής. Ο ∆ικαίος εξοργίστηκε με την αναβλητικότητά τους και, σύμφωνα με τον Φωτάκο, «τους εφοβέρισε ότι, αν δεν συγκατανεύσουν να επαναστατήσουν, αυτός είναι διατεταγμένος από την Σεβαστήν Αρχήν, την οποίαν παρίστανον ως πραγματικήν τότε, να μισθώση 1.000 Πισινοχωρίτας και Σαμπαζότας και άλλους τόσους Μανιάτας να κάμη την αρχήν της επαναστάσεως, και όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι, ας τον θανατώσουν…».
Ενδεικτική του κλίματος που επικράτησε στη συνέλευση, της διάστασης απόψεων, των διαφωνιών, των διαπληκτισμών, της δυσπιστίας, είναι η ακόλουθη αναφορά από τα απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού: «Ο δε ∆ικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, διά να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν ότι είναι τα πάντα έτοιμα, πλάττων μιλιούνια άπειρα κατατεθειμένα ένεκα τούτου εις διάφορα Ταμεία, εφόδια πολεμικά, και πυροβόλα όργανα αναρίθμητα εναποκείμενα εις διαφόρους τόπους, δυνάμεις στρατιωτικάς διωρισμένας από μέρους της Ρωσίας εις βοήθειαν των Ελλήνων, πλοία πολλά καλώς ωπλισμένα και εφωδιασμένα, και άλλα τοιαύτα παίγνια της φαντασίας…»
Η συνάντηση στη Βοστίτσα, πάρα τις αντικρουόμενες απόψεις που εκφράστηκαν, κατέληξε σε κοινή απόφαση: «Κατά πρότασιν του Φλέσσα», αναφέρει ο Φωτάκος, «απεφάσισαν να κοινοποιήσουν τον σκοπόν της συνελεύσεως εις όλους τους αδελφούς της Εταιρίας και εις τους αρχιερείς, και να παίξουν τα πράγματα όπως δυνηθούν με την εξουσίαν, ώστε να μακρύνουν τον καιρόν, αλλά η ετοιμασία να εξακολουθή δραστηρίως διά την επανάστασιν…». Αποφασίστηκε δηλαδή η προσωρινή αναβολή της Επανάστασης για μικρό χρονικό διάστημα, η κινητοποίηση όλων των μελών της Εταιρείας, η συνέχιση της πολεμικής προετοιμασίας, η συντονισμένη παραπλάνηση των οθωμανικών αρχών, μέχρι την άφιξη του Υψηλάντη.
Ο Φωτάκος επίσης σημειώνει ότι ο ∆ικαίος κατεύνασε κάπως τις αντιρρήσεις των προκρίτων, όταν στο ερώτημά τους ποιος θα αναλάβει την εξουσία μετά την εκδίωξη των Τούρκων υπέδειξε τους ίδιους. Την ηγεσία της Πελοποννήσου υποσχέθηκε λίγο αργότερα στον Πέτρο Μαυρομιχάλη στη Μάνη, προκειμένου να τον προσεταιριστεί, παρόλο που εκείνος αρχικά όχι μόνο δεν συγκατένευσε, αλλά υποκίνησε απόπειρα δολοφονίας του Παπαφλέσσα, από την οποία τον γλίτωσε ο υιός του Μαυρομιχάλη, Ηλίας. Ίδιες υποσχέσεις ίσως είχε δώσει λίγο πριν στους ∆εληγιανναίους για να τους πείσει. Ωστόσο, εκείνοι παρέμεναν εξίσου διστακτικοί: «Αυτά και άλλα τοιαύτα ληρήματα, ανοησίας και παραλογισμούς εξεφράσθη ο Παπαφλέσιας, ώστε εγνώρισαν άπαντες το παράφορον αυτού του απονενοημένου καλογήρου και τας αγυρτίας του και συσκεφθέντες απεφάσισαν… να τον περιορίσουν εις εν απόκεντρον μέρος…» σημειώνει στα απομνημονεύματά του ο Κανέλλος ∆εληγιάννης.
Ο ∆ικαίος, λοιπόν, μετά τη διάλυση της συνέλευσης στη Βοστίτσα, περιέτρεξε για λίγο την Πελοπόννησο «ανταμώνων τους αδελφούς της Εταιρίας, κατηχών και άλλους, και σπείρων τον σπόρον της επαναστάσεως», κατευθυνόμενος προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πολιανή, όπου, με το προκάλυμμα του εξάρχου του Πατριαρχείου, ξεκίνησε να χτίζει «σχολήν Ελληνικήν». Προηγουμένως είχε έρθει σε επαφή με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά), που είχαν περαιωθεί στην Πελοπόννησο από τη Ζάκυνθο στις αρχές Ιανουαρίου και τον Φεβρουάριο αντιστοίχως με εντολή του Υψηλάντη. Συμμορφούμενος τέλος με τις αποφάσεις της συνέλευσης στη Βοστίτσα, αποτραβήχτηκε εν τέλει στη Μονή του Γαρδικίου, αναμένοντας την άφιξη του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο.
Ο αρχηγός όμως αργοπορούσε, γεγονός που έθετε σε μεγάλο κίνδυνο τα σχέδια για την Επανάσταση στη νότια Ελλάδα και έφερνε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον Παπαφλέσσα. Σε επιστολή του στις 22 Φεβρουαρίου προς τον Ξάνθο, αγνοώντας ότι την ίδια ακριβώς ημέρα ο Υψηλάντης διάβαινε τον Προύθο για να κηρύξει την επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, εκφράζει την απορία του για την αργοπορία, επισημαίνει τη ζημία στα επαναστατικά σχέδια από τη μη άμεση άφιξη του αρχηγού και τον κίνδυνο κατάπνιξης της εξέγερσης πριν καλά ξεκινήσει, παρουσιάζοντας την Πελοπόννησο έτοιμη να επαναστατήσει: «Θαυμάζω πόθεν η βραδύτης του σεβαστού Καλού [Αλ. Υψηλάντης] και δεν εφάνη μέχρι τούδε εις το Ν. 2 [Πελοπόννησος]. Περιμενόμενος προ πολλού καθώς υπεσχέθη και διέταξεν εις το Ν. 104 [Ισμαήλιο], εγώ εξετέλεσα τας διαταγάς αυτού και τα πρακτικά μου οπωσούν και προ ολίγων ημερών… Ενταύθα είναι μέγας βρασμός, καθώς ίσως και άλλοθι διά τον πολλαπλασιασμόν των συνέφων [μέλη της Φιλικής], τα οποία συνωθούμενα και συγκρουόμενα αδύνατον να μη δουπήσουν [προκαλέσουν υπόνοια] μικρόν ή μέγα, ώστε να φθάση ο δούπος και προς τους μετοίκους [Τούρκους] και να επιφέρη και σκοτείνιασμα [υποψία] διά ξεβουλωμάτων [προδοσιών]…» Απελπισμένος απευθύνει την ίδια ημέρα επιστολές με συναφές περιεχόμενο στον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και στους Εντιμώτατους Κυρίους, που δεν κατονομάζει, αλλά ίσως πρόκειται για τους εφόρους της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη ή γενικότερα τα μέλη της Αρχής.
Μια επιστολή από το Αρχείο Ξάνθου, χωρίς αποστολέα και παραλήπτη, σταλμένη από το Ισμαήλιο με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1821, θεωρείται ότι απευθύνεται προς τον ∆ικαίο στην Πελοπόννησο: «Σοι έγραψα προ καιρού περί πάντων, και τα γράμματά μου σοι εστάλησαν μέσο τον εν Κωνσταντινουπόλει εφόρων. Εγώ στερούμαι γραμμάτων σου, και δεν ηξεύρομεν τα πρακταία σου και του Περραιβού». Η επιστολή αποτελεί αναλυτική παράθεση των γεγονότων από τη στιγμή που ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο. Προς το τέλος της ο αποστολέας αιτιολογεί την απόφαση του αρχηγού να μην κατέλθει στην Πελοπόννησο: «[…] σας τόπος αν έμεινε χωρίς αρχηγόν τούτο δεν προήλθεν απ’ άλλο, ειμή διότι ο αρχιστράτηγος έχων όλην την πεπήθησιν εις τον πατριωτικόν ζήλον, εις την αγχοίνηαν και αξιώτητα και δυνατά μέσα των αυτούς αρχόντων σας εστοχάσθη ότι και χωρίς της παρουσίας του, είναι ικανοί, να εκλέξουν μεταξύ των ένα αρχυγόν, έως να έλθη ο ίδιος ή εις τον αυταδέλφων του. Ο αγών και τα συμφέροντα είναι κοινά…». Η επιστολή αυτή, αν πράγματι απευθυνόταν στον Παπαφλέσσα, και αν όντως αυτός την έλαβε, πρέπει να του παραδόθηκε αφού η Επανάσταση στην Πελοπόννησο είχε ήδη εκραγεί.
«Η ώρα έφθασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη…»
Από την έναρξη της Επανάστασης στη δίνη των εμφύλιων πολέμων.
Στη νότια Ελλάδα, οι πρώτες επαναστατικές πράξεις έλαβαν χώρα λίγο μετά τα μέσα Μαρτίου. Την ίδια περίοδο έφτασε στη Μάνη και το φόρτωμα με μπαρούτι, μολύβι και άλλα πολεμοφόδια, που εστάλη με παραίνεση του ∆ικαίου από τη Σμύρνη και το Αϊβαλί. Ο ίδιος έλαβε ενεργό ρόλο στις διεργασίες που οδήγησαν στην εκδήλωση της εξέγερσης στη Μεσσηνία. Στις 23 Μαρτίου, μαζί με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Αναγνωσταρά, Πέτρο Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς, συμμετείχε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας.
Εκείνος συνέχισε να οργώνει την Πελοπόννησο ξεσηκώνοντας τους κατοίκους και συγκεντρώνοντας στρατεύματα, δελεάζοντας με διπλώματα και προβιβασμούς πολλούς καπετάνιους, εξακολουθώντας να θεωρεί εαυτόν αντιπρόσωπο του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής στην Πελοπόννησο. Πέρασε από την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) στην Ανδρίτσαινα, στην επαρχία Ολυμπίας, στην Καρύταινα, στα Βέρβενα. Έφτασε στο Άργος, όπου τακτοποίησε διάφορες υποθέσεις, και από εκεί κατευθύνθηκε προς την Κόρινθο, προκειμένου να ανακόψει την πορεία του κεχαγιάμπεη του Χουρσίτ. Λόγω της ατολμίας των κατοίκων της περιοχής, έδωσε εντολή πυρπόλησης του σαραγιού του Κιαμίλ μπέη ώστε να τους ενοχοποιήσει και να τους εξαναγκάσει να ταχθούν με την Επανάσταση. Στο Σοφικό, για τον ίδιο λόγο, κατέστρεψε τον οχυρωματικό πύργο όπου κατέφευγαν οι Έλληνες για να αποφύγουν να λάβουν μέρος στην εξέγερση.
Κλείστηκε στη συνέχεια στο κάστρο του Άργους και πολέμησε κατά του κεχαγιάμπεη, όταν αυτός έφτασε στην πόλη. Επέστρεψε στην Καρύταινα και από εκεί εκστράτευσε στα Μεγάλα ∆ερβένια στη Μεγαρίδα, προκειμένου να ανακόψει την προέλαση του Ομέρ Βρυώνη προς την Πελοπόννησο. Έσπευσε κατόπιν στα Βέρβενα για την υποδοχή του ∆ημητρίου Υψηλάντη, απεσταλμένου του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής. Από τα Τρίκορφα πέρασε ξανά στα ∆ερβένια. Έφτασε στην Τριπολιτσά μετά την άλωση (23 Σεπτεμβρίου 1821) και από την Αργολίδα βρέθηκε ξανά στην Κόρινθο κατά την πτώση του Ακροκορίνθου (14 Ιανουαρίου 1822). Έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά του ∆ράμαλη το καλοκαίρι του 1822: Βρέθηκε στο συμβούλιο στον Αχλαδόκαμπο υπό τον Κολοκοτρώνη, πολέμησε μαζί του στο Μαλανδρίνο, αγωνίστηκε με τον ∆ημήτριο Υψηλάντη στον Άγιο Σώστη και στο Αγιονόρι, και στη συνέχεια τον ακολούθησε στην Περαχώρα, καταδιώκοντας τα υπολείμματα της στρατιάς.
Ο Φιλήμων αναφέρει ότι ο Παπαφλέσσας ˗αυτός μόνος, και ο Κολοκοτρώνης σε επίσημες περιστάσεις˗ φορούσε, από την αρχή του πολέμου, «περικεφαλαίαν αρχαίαν». Έτσι, με αρχαιοπρεπές κράνος, θα τον απεικονίσει ο ∆ανός φιλέλληνας Adam Friedel στο λεύκωμά του The Greeks που περιείχε προσωπογραφίες πρωταγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης σχεδιασμένες, επί το πλείστον, εκ του φυσικού, και το οποίο σημείωσε πολλαπλές εκδόσεις μεταξύ 1825-1832.
Ενεπλάκη ενεργά στους εμφυλίους πολέμους, ξεχνώντας την παραίνεση του Σέκερη, όταν τον Ιανουάριο του 1821 του έγραφε: «Μην αγαπήσης ποτέ σχίσματα».
Ο Παπαφλέσσας αναμείχθηκε επίσης στις πολιτικές διεργασίες του Αγώνα. Εξελέγη μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Έλαβε μέρος ως παραστάτης στην Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα της Επιδαύρου (20 ∆εκεμβρίου 1821 – 15 Ιανουαρίου 1822). Συμμετείχε στη Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος Κυνουρίας (29 Μαρτίου-18 Απριλίου 1823), ως πληρεξούσιος της Πελοποννήσου, και εντάχθηκε στην Επιτροπή αναθεώρησης του Προσωρινού Πολιτεύματος. Αναδείχθηκε υπουργός των Εσωτερικών (27 Απριλίου 1823) και λίγο αργότερα ανέλαβε επίσης το Υπουργείο της Αστυνομίας (1 Ιουλίου 1823).
Ενεπλάκη ενεργά στους εμφυλίους πολέμους, ξεχνώντας την παραίνεση του Σέκερη, όταν τον Ιανουάριο του 1821 του έγραφε: «Μην αγαπήσης ποτέ σχίσματα, τα οποία κατά την ιστορίαν έφεραν τον παντελή αφανισμόν εις την αναγεννηθησομένην Ελλάδα, οίον ο Πελοποννησιακός πόλεμος, αλλ’ εκ του εναντίου γενού μικρότερος πάντων διά να κερδίσης τους πάντας με το καλόν σου παράδειγμα. ∆εν είναι καιρός φιλονεικίας άλλα άμιλλας και κάμνε ό,τι διδάσκεις…».
Αυτομόλησε τελικά στην αντίπαλη παράταξη από του μέχρι πρότινος συμπολεμιστή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, προσχωρώντας στην κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη και διατηρώντας το αξίωμα του υπουργού των Εσωτερικών. Μάλιστα ανέλαβε ένοπλη δράση κατά των αντικυβερνητικών σε αρκετές περιπτώσεις. Για παράδειγμα στα τέλη Οκτωβρίου 1824, έλαβε εντολή να επιβάλει την τάξη στην Αρκαδιά, οι κάτοικοι της οποίας είχαν αρνηθεί να καταβάλλουν τον ετήσιο φόρο στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Ωστόσο στην ένοπλη σύγκρουση που ακολούθησε, η παράταξη των Πελοποννησίων υπερίσχυσε και ο Παπαφλέσσας αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Ναύπλιο. Αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο της δεύτερης φάσης του εμφυλίου πολέμου. Στη διάρκειά του δε ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, όπως αναφέρει ο Κανέλλος ∆εληγιάννης, θα είναι εκείνος που στις αρχές Φεβρουαρίου 1825 θα αφοπλίσει και θα συλλάβει τον Κολοκοτρώνη και τους υποστηρικτές του στο Ναύπλιο, προκειμένου αυτοί να φυλακιστούν στην Ύδρα.
Ωστόσο, πολύ σύντομα, ενόψει της εισβολής του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο, ειδικά δε μετά την ανεξέλεγκτη προέλαση των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων, ο ίδιος υπερθεμάτιζε στην απελευθέρωση των φυλακισμένων οπλαρχηγών της αντίπαλης παράταξης. Η θέση του αυτή εκλήφθηκε ενίοτε ως πράξη αναδίπλωσης που επιβλήθηκε από τις περιστάσεις, δεδομένου ότι αντιλαμβανόταν την αναγκαστική, λόγω των συνθηκών, αμνήστευση των «ανταρτών», που και αυτός είχε καταδιώξει, και οι οποίοι θα αποχτούσαν ξανά δύναμη. Για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε ότι επιδίωξε να απομακρυνθεί από το Ναύπλιο και να εξασφαλίσει έστω μια νίκη κατά των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων, που θα του προσπόριζε κύρος και δύναμη. Μολαταύτα ο Φωτάκος υποστηρίζει ότι σκοπό είχε αυτήν να την χρησιμοποιήσει για να επιβάλει στην κυβέρνηση Κουντουριώτη την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών και στη συνέχεια να επιτύχει συμφιλίωση μαζί τους.
«…και την μάχην μας θα την ονομάσουν ιστορικώς Λεωνίδειον μάχην…»
Στο Μανιάκι απέναντι στις ορδές του Ιμπραήμ.
Οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Μεθώνη στο τέλος Φεβρουαρίου 1825 και προχώρησαν σε εκκαθάριση των γύρω περιοχών. Στις 7 Απριλίου εκμηδένισαν την ελληνική αντίσταση σε μάχη στο Κρεμμύδι. Στις 25 Απριλίου κατέλαβαν τη Σφακτηρία, στις 30 Απριλίου τούς παραδόθηκε το Παλαιόκαστρο και στις 11 Μαΐου το Νεόκαστρο. Ανενόχλητες συνέχιζαν την προέλασή τους προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου.
Την ίδια ώρα, η ελληνική πλευρά παρέμενε αποδυναμωμένη από τις συνεχιζόμενες εμφύλιες διαμάχες, στην εξυπηρέτηση των οποίων είχε κατασπαταληθεί μέρος των χρημάτων του πρώτου δανείου. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη αδυνατούσε να προτάξει αντίσταση. Ήδη στο Κρεμμύδι φάνηκε η εντελώς άστοχη επιλογή της να αναθέσει τη διοίκηση των χερσαίων επιχειρήσεων στον άπειρο και ανίδεο, καθότι ναυτικός, Κυριάκο Σκούρτη. Ο Κολοκοτρώνης και οι υποστηρικτές του εξακολουθούσαν να παραμένουν φυλακισμένοι, οι υπόλοιποι δε οπλαρχηγοί είχαν παραλύσει μπροστά στη χειμαρρώδη επέλαση του Ιμπραήμ.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο Παπαφλέσσας πείθει το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό να τον εξουσιοδοτήσουν να αναλάβει τη στρατολόγηση και τη σύσταση στρατοπέδου, ώστε να ανακόψει την πορεία του Ιμπραήμ. Αναχωρεί από το Ναύπλιο για την Τριπολιτσά στις 28 Απριλίου. Σε αναφορά του προς τη ∆ιοίκηση την 1η Μαΐου περιγράφει την απροθυμία για στρατολόγηση που συνάντησε: «Πολλοί αξιωματικοί αυτής [της ∆ιοίκησης] με διαταγάς εκστρατείας μένουν αργούντες και εντρυφώντες ενταύθα… αφ’ ου δεν χρησιμεύουν εις τας δεινάς ταύτας περιστάσεις βλάπτουν και το ταμείον λαμβάνοντες σιτηρέσια, προσφάγιον και μετά ταύτα μισθούς. Αι τοιαύται καταχρήσεις κατέστησαν πλέον ανυπόφοροι και ας ληφθώσι μέτρα και μέτρα βίαια και ανάλογα των περιστάσεων». Με την ίδια επιστολή διαβιβάζει την «ορθή και δικαία» αίτηση των αρχών και του λαού της Τριπολιτσάς να απελευθερωθούν ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι φυλακισμένοι οπλαρχηγοί «κ’ εκείνοι συναγωνισθώσι μετά των λοιπών πατριωτών εις τον κατά του εχθρού σημερινόν αγώνα».
Ο ίδιος συνεχίζει τη στρατολόγηση, μεταχειριζόμενος κάθε μέσο, προσπαθώντας να συγκεντρώσει όσο περισσότερες δυνάμεις μπορεί. Από το Λεοντάρι περνάει στους Λάκκους Μεσσηνίας. Στη διαδρομή θα συναντήσει τα υπολείμματα της φρουράς του Νεοκάστρου που είχε συνθηκολογήσει. Ακολουθώντας ο ίδιος αντίθετη πορεία φτάνει στη Φρουτζάλα, όπου τον βρίσκει η είδηση της αμνήστευσης (18 Μαΐου) από την κυβέρνηση των φυλακισμένων στην Ύδρα. Τέλος, από το χωριό ∆ραΐνα περνάει στη θέση μεταξύ Πεδεμένου και Μανιακίου. Εκεί, σε τρεις λόφους, θα στήσει πρόχειρα οχυρώματα.
«Ο ένδοξος θάνατος του Παπαφλέσια απέπλυνε όλους τους ρύπους του ιδιωτικού και πολιτικού βίου του» (Κανέλλος Δεληγιάννης).
Ο πρωτεργάτης της Επανάστασης στην Πελοπόννησο είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει μόλις 1.500 άνδρες και να εξασφαλίσει πολλές υποσχέσεις για βοήθεια. Ωστόσο, «αφού οι Έλληνες είδον το πολυπληθές στράτευμα των Τούρκων, το οποίον εσκέπασε όλον τον τόπον, όσον βλέπει το μάτι ανθρώπου», οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν. Οι σύντροφοι του Παπαφλέσσα τού επισήμαναν την ακαταλληλότητα της θέσης που είχε επιλέξει. Το ίδιο και ο αδελφός του ο Νικήτας από τη Φρουτζάλα όπου βρισκόταν, για να λάβει από τον αρχιμανδρίτη την ακόλουθη απάντηση: «Νικήτα! Έλαβον την επιστολήν σου, και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα όπου τρέχετε από ράχι σε ράχι σαν τους αγιλοιάδες [τον Προφήτη Ηλία]. Εγώ άπαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος μας, και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν, πρώτη μπάλα του Ιμβραΐμη να με πάρη εις το κεφάλι· διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομόν σας, και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα! Πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αύτη, βάστα την να την διαβάζης καμμιά φορά, να με ενθυμήσαι και να κλαίης». Για μια ακόμη φορά ο ∆ικαίος είχε ξεχάσει τις παραινέσεις του Σέκερη, ο οποίος, τότε που προσπαθούσε να τιθασεύσει την παρορμητικότητά του, του έγραφε: «Ο Αρμόδιος [Γρηγόριος ∆ικαίος] τότε απαθανατεί το όνομά του με τον θάνατον και την χύσιν του αίματός του, όταν το αίμα του χυθή, όταν και όπως, και όπου πρέπει».
Ο Νικήτας θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια, όπως επίσης ο ∆ημήτριος Πλαπούτας, αλλά θα φτάσουν όταν πλέον είναι αργά. Οι αποδεκατισμένες δυνάμεις του Παπαφλέσσα, 500 άτομα περίπου, έδωσαν ηρωική μάχη, αλλά δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τις υπέρτερες δυνάμεις του Ιμπραήμ, περίπου 3.000 πεζούς και ιππείς. «Οι περισσότεροι Τούρκοι του Πασά εφόρουν κόκκινα φορέματα, και ο τόπος όλος εκοκκίνησεν από αυτά και από τα αίματα» γράφει ο Φωτάκος. Ελάχιστοι θα είναι οι επιζώντες της μάχης. Ο δε Ιμπραήμ θα σταθεί με θαυμασμό μπροστά στο άψυχο σώμα του αντιπάλου του, εκστομίζοντας, πάλι κατά τον Φωτάκο, τα εξής: «Τω όντι αυτός ήτον ικανός και γενναίος άνθρωπος· και καλλίτερον ήτον να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν, διότι πολύ ήθελε μας χρησιμεύσει».
Αντιφατική προσωπικότητα, στην οποία συνυπήρξαν η τόλμη και η αφοβία με την παρορμητικότητα και την έλλειψη συγκράτησης, η άσβεστη φλόγα με το ανεξέλεγκτο πάθος, η εξυπνάδα και η προνοητικότητα με την απερισκεψία και την υπερβολή, η παρρησία με την αμετροέπεια, η πρόταξη του κοινού συμφέροντος με την υπέρμετρη προσωπική φιλοδοξία, ο ∆ικαίος κρίθηκε από πολλούς συγχρόνους του, Έλληνες και ξένους φιλέλληνες, με αυστηρότητα και επικρίθηκε για τις πράξεις του, τα κίνητρά του, τα ελαττώματα του χαρακτήρα του, τις παρεκκλίσεις από το ιερατικό του σχήμα, τη ροπή του «εις την αρπαγήν και εις τας ηδονάς», όπως αναφέρουν διάφορες πηγές.
Ωστόσο, χωρίς να παραγνωρίζονται τα όποια λάθη του, αδιαμφισβήτητη παραμένει η αγάπη του για την ελευθερία και η φιλοπατρία του, και απαραγνώριστη η προσφορά του στη διάδοση της Φιλικής Εταιρείας, στην οργάνωση και στην εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Ακόμη και οι πιο αυστηροί επικριτές του θα αναγνωρίσουν μετά τον θάνατό του τη συμβολή του, όπως για παράδειγμα ο Κανέλλος ∆εληγιάννης, που θα σημειώσει στα απομνημονεύματά του: «Ο ένδοξος αυτός θάνατος του Παπαφλέσια απέπλυνε όλους τους ρύπους του ιδιωτικού και πολιτικού βίου του και χρεωστεί η Πατρίς να τον συγκατατάξη και αυτόν μετά των λοιπών ενδόξων και αθανάτων αυτής προμάχων»