Συγγραφέας: Λέανδρος Ρακιντζής
Με το πόρισμα του ΑΠ Αχ. Η ανησυχία για υποκλοπές και παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων ξεκαθάρισε την εικόνα της ποινικής ευθύνης ατόμων που συνδέονται με αυτά. Οι δικαιολογίες και τα συμπεράσματα των συμπερασμάτων δέχθηκαν κύμα επιθέσεων, ερωτημάτων και αμφιβολιών όχι μόνο από τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή, αλλά και από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο, κυρίως καταξιωμένους δικηγόρους με τεκμηριωμένα άρθρα. για παράδειγμα από τον Πρόεδρο της ΑΔΑΕ και πρώην συνδιευθυντή Χ. Ράμμο και τον Συνταγματικό Καθηγητή Ν. Αλιβιζάτο.
Δεν γνωρίζω το κείμενο των συμπερασμάτων, καθώς δεν έχει δημοσιοποιηθεί, ούτε τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά την προανάκριση από το AP, οπότε θεωρώ ότι οι πληροφορίες από τα ΜΜΕ είναι η μόνη πηγή γνώσης. Φαίνεται ότι υπήρχε ένα δίκτυο νόμιμων και παράνομων υποκλοπών δημοσίων προσώπων σε λειτουργία, το οποίο ο κ. Ant/Leas AP μάλλον δεν ανακάλυψε ολόκληρο το δίκτυο παρακολούθησης μετά από μια απλή προκαταρκτική έρευνα, συμπεριλαμβανομένων δεσμεύσεων KPD και δειγμάτων εκθέσεων εμπειρογνωμόνων. Σε κάθε έγκλημα υπάρχει ένα «κομβικό σημείο», το οποίο είναι το κίνητρο του δράστη, δηλαδή η αιτία δημιουργίας της υποκειμενικής κατάστασης (πρόθεσης) του εγκλήματος.
Όπως αποδεικνύεται, ωστόσο, το συμπέρασμα δεν μπόρεσε να εντοπίσει την παράνομη παρακολούθηση, ίσως επειδή στηρίχθηκε κυρίως σε πραγματογνώμονες και όχι σε μαρτυρίες, καθώς υπάρχουν ανησυχίες ότι δεν πήρε συνέντευξη από σχετικούς μάρτυρες και υποκλοπές. Σε ό,τι αφορά τη νόμιμη παρακολούθηση τηλεφώνων ακόμη και δημοσίων προσώπων από την ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας, δεν υπάρχει πρόβλημα με το κίνητρο των δραστών, καθώς ακολούθησαν εντολές και ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, αν και η παρακολούθηση (επισύναψη) τηλεφώνων ορισμένων διάσημοι άνθρωποι εγείρουν ερωτήματα κυρίως σχετικά με την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, που προστατεύεται από το άρθρο. 19 του Συντάγματος, ακόμη και στην περίπτωση επίκλησης λόγων εθνικής ασφάλειας. Σε κάθε περίπτωση, ο Εισαγγελέας αποδέχθηκε την απαλλακτική πρόταση για τον καθορισμό του εύρους της νομικής εποπτείας και έτσι παρέπεμψε την υπόθεση σε αυτό το σκέλος.
Όσο κι αν έψαξα στις περιορισμένες πληροφορίες που είχα στη διάθεσή μου, δεν μπόρεσα να μάθω εάν η πρόταση αναφέρει ονομαστικά τα ιδιωτικά κίνητρα των δραστών της παράνομης παρακολούθησης (συνημμένα) των δικών τους τηλεφώνων, δηλαδή μια παραγωγική αιτία των δραστών Πρόθεση, η οποία ως αποτέλεσμα των ευρημάτων, θεωρήθηκε ότι υπήρχε για σκοπούς παράνομης παρακολούθησης.
Ωστόσο, η έλλειψη αναγνώρισης των κινήτρων των δραστών της παράνομης παρακολούθησης καθιστά την αίτηση ελλιπή, δηλ. ελλιπή, διότι αν υποτεθεί ότι η εταιρεία (ΑΕ) που έχει διεθνείς διασυνδέσεις και συνεργάζεται με τέσσερις ιδιώτες επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν έναν πολύ ακριβό μηχανισμό εποπτείας αρπακτικών παρακολούθησε το ίδιο άτομα ως κοινή γνώμη και γνωστά πρόσωπα της ΕΥΠ και ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι δύο ξεχωριστές παρακολουθήσεις σχετίζονται, αλλά δεν διευκρινίστηκε τι αφορούσαν αυτές οι παράνομες παρακολουθήσεις, δηλαδή το κίνητρό τους. Επίσης, δεν διευκρινίζεται αν οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν οικονομικό όφελος και μάλιστα άνω των 120.000 ευρώ που θα καθιστούσε κακούργημα τις τρεις πλημμεληματικές κατηγορίες που τους βαρύνουν.
Σε αυτή την περίπτωση όμως θα πρέπει να διαταχθεί τακτική ανάκριση και ενδεχόμενη προφυλάκιση και στο τέλος της ανάκρισης οι κατηγορούμενοι θα οδηγηθούν απευθείας σε δίκη, όπου θα δικαστούν για αδικήματα με παραγραφή το 2030. Επίσης δεν διευκρινίζει αν υπάρχουν άλλοι συνεργοί ή κυρίως ηθικοί αυτουργοί (εντολείς). Επομένως, υπό το πρίσμα αυτού του πορίσματος, η πληρότητα των συμπερασμάτων της δεν είναι πειστική, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω απώλεια της εμπιστοσύνης του κοινού στο δικαστικό σύστημα.
Προσωπικά και για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, η εγκληματική οδός της υπόθεσης δεν έχει ενδιαφέρον, γιατί πίσω της κρύβονται πολιτικά παιχνίδια, αλλά τους ενδιαφέρει η καλή λειτουργία του συστήματος δικαιοσύνης, που είναι ο βασικός πυλώνας του κράτους και του λειτουργία του κράτους δικαίου, αλλά και το απόλυτο φάρμακο του πολίτη.
Για να λειτουργήσει σωστά κάθε όργανο πρέπει να απολαμβάνει ένα ικανοποιητικό ποσοστό εμπιστοσύνης των πολιτών, το οποίο για το σύστημα δικαιοσύνης το 2009, σύμφωνα με την έκθεση του καθηγητή Πανά, ήταν 64%, με την έρευνα της ΕτΠ της 6-9-2021 στο επίπεδο 15% και αυτή τη στιγμή, όπως λέει, περιστρέφεται γύρω στις 27.00, αλλά νομίζω ότι η έρευνα θα ήταν πιο αντιπροσωπευτική αν ρωτούνταν έστω μια φορά όσοι ασχολούνταν με τη δικαιοσύνη.
Πιστεύω ότι η παραπάνω υπόθεση, όπως και πολλές άλλες σοβαρές υποθέσεις με πολιτικές συνέπειες ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν, θα πάρει τον πολιτικο-εγκληματικό της δρόμο και κάπως θα αφήσει το στίγμα της στην πολιτική και τη δικαιοσύνη, γιατί όταν η δικαιοσύνη μπαίνει στην πολιτική, η δικαιοσύνη δοκιμάζεται, που προκύπτει στην απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτόν.
Πρόκειται λοιπόν για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη δικαιοσύνη, η οποία προέρχεται σταδιακά και ανεπαίσθητα μόνο από τη δουλειά και τις μέρες των ίδιων των δικαστών και με αλλαγή νοοτροπίας (Κεφάλαιο 5-7-2024 Και αυτοί που κρίνουν κρίνονται) μπορεί να επιτευχθεί.
* Ο Λέανδρος Θ. Ρακιντζής είναι Αρεοπαγίτης κ.ά.