Τους τελευταίους 2-3 μήνες, αύξησε την κάλυψη της υποδομής κατά 1 δισεκατομμύριο ευρώ μέσω διαγωνισμών σε τομείς πέρα από τις παραδοσιακές υποδομές μεταφορών ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. «Η στρατηγική μας να γίνουμε ένας από τους κορυφαίους παίκτες υποδομής στην Ευρώπη προχωρά όπως έχει προγραμματιστεί και ήδη αποδίδει απτά αποτελέσματα», σημείωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου κατά τη διάρκεια πρόσφατης τηλεδιάσκεψης με αναλυτές.
ΑΥΤΟ Jerzy Peristeris εξήγησε ότι η συμβολή του κλάδου των παραχωρήσεων στις οικονομικές επιδόσεις του ομίλου θα αυξηθεί σημαντικά τις επόμενες περιόδους με την εμπορική λειτουργία διαφόρων έργων. «Αυτό θα ξεκινήσει ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του έτους, με την έναρξη της παραχώρησης της οδού Αττικής, θα ακολουθήσει η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του σταθμού φυσικού αερίου Κομοτηνής και η έναρξη της παραχώρησης της Εγνατίας οδού εντός του 2025, με περαιτέρω ορόσημα το 2026-27 νέο διεθνές λιμάνι στο Καστέλι και το 2028 ολοκληρωμένο τουριστικό συγκρότημα στο Ελληνικό.
«Στον κατασκευαστικό μας τομέα, αναμένουμε να διατηρήσουμε υγιή και ισχυρή κερδοφορία δεδομένου του συνδυασμού των έργων που βρίσκονται σε εξέλιξη», είπε, προσθέτοντας ότι «στο χώρο της συμβατικής-θερμικής ενέργειας, με βάση αυτά που βλέπουμε αυτή τη στιγμή στην αγορά, αναμένουμε βελτιωμένη αποτελέσματα για το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Υπενθυμίζεται ότι το πρώτο εξάμηνο η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ενίσχυσε την κερδοφορία της λόγω της περαιτέρω ωρίμανσης των επενδύσεων σε παραχωρήσεις και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο κατασκευαστικός κλάδος διατήρησε υγιές επίπεδο κερδοφορίας -παρά τα χαμηλότερα έσοδα λόγω του χρονισμού των έργων- και το ανεκτέλεστο ανήλθε στα 5 δις.
Στον κλάδο της συμβατικής ενέργειας, η Heron σημείωσε αύξηση στους όγκους πωλήσεων κατά 45,6%, ενώ η παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο αυξήθηκε κατά 16,6%. Σημειώνεται ότι μετά την πώληση των μετοχών της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, τα ταμειακά αποθέματα του ομίλου, τα οποία ανήλθαν σε 1,1 δισ. PLN στο τέλος Ιουνίου, θα αυξηθούν κατά 864 εκατ. PLN επιπλέον και οι δανειακές υποχρεώσεις ύψους 1,1 δισ. PLN θα να αφαιρεθεί από τον ενοποιημένο ισολογισμό.