Ο Ιωάννης ∆εµέστιχας (1882-1960) υπήρξε γόνος µιας ιστορικής οικογένειας της Μάνης και εξέχουσα φυσιογνωµία, που άφησε έντονο το αποτύπωµά της στη ναυτική οικογένεια. Η σταδιοδροµία του στο Πολεµικό Ναυτικό, ως κυβερνήτης πλοίων επιφανείας και θωρηκτών, υπήρξε πολυκύµαντη. Ως επιχειρησιακός αξιωµατικός διακρινόταν από πνεύµα κρυστάλλινης διαύγειας, υλοποιώντας µε εντυπωσιακή αποτελεσµατικότητα τις επιχειρησιακές αποφάσεις. Οι ικανότητές του τον οδήγησαν στην εκλογή του σε σηµαντικές διοικητικές και αρχηγικές θέσεις σε νευραλγικούς τοµείς του Πολεµικού Ναυτικού, συνεισφέροντας σηµαντικά στην πολιτική του ελληνικού κράτους στον χώρο αυτόν. Ο ∆εµέστιχας ανήκε σε µια γενιά αξιωµατικών για τους οποίους ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεµος του 1897 αποτέλεσε ορόσηµο για τον προσδιορισµό του ρόλου τους, αλλά και αφετηρία ανάπτυξης προβληµατισµών για τους τρόπους µε τους οποίους θα µπορούσε να εκσυγχρονισθεί το Ναυτικό. Έχοντας νοοτροπίας φιλελεύθερου αντάρτη, ο Ιωάννης ∆εµέστιχας έδρασε σε εποχές όπου ο στρατός δρούσε αυτόνοµα ή µε κυβερνητική καθοδήγηση, διεκδικώντας άποψη για τα κρίσιµα θέµατα, ως θεµατοφύλακας του έθνους, τα οποία αφορούσαν είτε διεκδικήσεις στη βάση της αλυτρωτικής πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας είτε συµπεριφορές παρεµβατισµού στην πολιτική σκηνή, στη βάση της συνακόλουθης αντίληψης των ενόπλων δυνάµεων ως θεσµού ενός κυρίαρχου κράτους ο οποίος εκφράζεται πολιτικά, εξεγείρεται και συχνά χειραγωγείται από πολιτικά πρόσωπα.
Το έπος της Μακεδονίας
Καπετάν Νικηφόρος, ένας βράχος θελήσεως και τόλμης.
Ο ∆εµέστιχας ανήκει σ’ ένα πλήθος αξιωµατικών που ακολούθησαν το παράδειγµα του Παύλου Μελά, αναλαµβάνοντας τη διεύθυνση ενόπλων σωµάτων κατόπιν επανειληµµένων συνεννοήσεων µε το προξενείο Θεσσαλονίκης, υπό το ψευδώνυµο «Νικηφόρος». Τα πεπραγµένα του αποτέλεσαν πυξίδα έµπνευσης στο πεδίο της λογοτεχνίας, µε χαρακτηριστικό παράδειγµα τα Μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης ∆έλτα. Ο ∆εµέστιχας χρήζει ιδιαίτερης περιγραφής, καθώς γύρω από το πρόσωπό του ενσαρκώνονται τα χαρακτηριστικά ενός ψύχραιµου και αδιάσπαστου βράχου θελήσεως και τόλµης. Ο καπετάν Νικηφόρος παρουσιάζεται πάντα φροντισµένος, καλοντυµένος και µε γερή κορµοστασιά. Η εξιδανίκευση που προκύπτει από την επίκληση της εντυπωσιακής πειθαρχίας, καθώς επίσης και της µεγαλοψυχίας του, αναδεικνύουν έναν άνθρωπο προσηλωµένο στον στόχο του, δίχως βυζαντινισµούς.
Η δράση του στη Μακεδονία διήρκεσε οκτώ µήνες (Σεπτέµβριος 1906 – Απρίλιος 1907). Ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος διακρίθηκε από εξαιρετική πατριωτική φιλοτιµία, διότι, σύµφωνα µε την αφήγησή του, «Ελθών επικεφαλής ενόπλων ως υπερασπιστής και προστάτης των Ελλήνων χωρικών, ησθηνόµην µεγάλην υπερηφάνειαν, ώστε µοι εφαίνετο εντελώς ταπεινωτικόν να µένω κεκλεισµένος εκ φόβου µήπως γίνω αντιληπτός» [Ι. Ν. ∆εµέστιχας, Ο Μακεδονοµάχος ναύαρχος Ιωάννης Ν. ∆εµέστιχας (1882-1960), Νέα Θέσις, Αθήνα 2012, σελ. 57]. Ο ∆εµέστιχας κινητοποιήθηκε στο πλαίσιο της ατοµικής πρωτοβουλίας για τη σωτηρία της εθνικής κληρονοµιάς της Μακεδονίας. Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, διότι οι βουλγαρικές καλύβες ήταν καθ’ υπόθεσιν γνωστές και η κατάληψή τους αποτελούσε επιχείρηση µακράς προπαρασκευής. Ο ∆εµέστιχας εγκαταστάθηκε αρχικά στην καλύβα Τσέκρι-Παραλίµνη, όπου «επί µήνα σχεδόν έµεινα [∆εµέστιχας] εκεί προετοιµάζων την εργασίαν µου, λαµβάνων γνώσιν των χωρίων της λίµνης και συλλέγων πληροφορίας περί του διαµερίσµατος […]» (ό.π., σελ. 58). Η επικοινωνία του ∆εµέστιχα µε το προξενείο της Θεσσαλονίκης και οι µετακινήσεις του προς αρωγή των υπόλοιπων αντάρτικων σωµάτων υπήρξαν διαρκείς. Οι συνθήκες διαβίωσης στη λίµνη των Γιαννιτσών, ειδικά τον χειµώνα του 1906-1907, υπήρξαν οδυνηρές, καθώς «αι συγκοινωνίαι […] έγιναν […] αδύνατοι. […] Έξω των καλυβών τα πάντα ήσαν παγωµένα. Αι τροφαί µας ηλλατώθησαν, µε µύριας δε δυσκολίας µόλις ετρεφόµεθα» (ό.π., σελ. 67), µε αποτέλεσµα τη διοχέτευση αισθηµάτων µελαγχολίας και φρίκης. Η τήξη των πάγων προκαλούσε νέες δυσχέρειες, διότι το ένοπλο σώµα του ∆εµέστιχα επιφορτιζόταν µε µια εξαντλητική και διαρκή επαγρύπνηση όσον αφορά την αντιµετώπιση της προσαρµοσµένης στα καιρικά φαινόµενα τακτικής των Βουλγάρων.
Η δράση του σώµατος του ∆εµέστιχα οδήγησε σε µια αναδιάταξη της θέσης του, αναλαµβάνοντας το ανατολικό τµήµα της λίµνης, όπου ευθύς αµέσως εξέδωσε διαταγή προς τους αντάρτες µε στοιχεία εθνικής εµψύχωσης αλλά και διαµόρφωσης πλαισίου κανονισµών προς ισχυροποίηση της θέσης του. Η µέριµνά του ήταν αξιόλογη, διότι προχώρησε στη σύλληψη ενός σχεδίου σηµαντικής οργάνωσης οχυρωµατικών έργων, συστήµατος επιµελητείας,επισκέψεων σε χωριά πλησίον της λίµνης και εκπαιδεύσεως των γηγενών πληθυσµών, πραγµατοποιώντας επί της ουσίας το περιεχόµενο των αρχικών του σκέψεων που είχε εκθέσει σε υπόµνηµα προς το Μακεδονικό Κοµιτάτο προ της άφιξής του. Επίσης, συστατικό στοιχείο αποτελούσε η αποφυγή συγκρούσεων και η επιδίωξη ευνοϊκών σχέσεων µε τις οθωµανικές αρχές της περιοχής. Όµως, η στρατολόγηση ντόπιων Μακεδόνων εξελίχθηκε σε µια απαιτητική υπόθεση, διότι οι περισσότεροι ήταν εντελώς αγύµναστοι για πολεµικές ενέργειες. Ωστόσο, ο ∆εµέστιχας ασχολήθηκε µε ιδιαίτερο ζήλο µε την εκγύµναση χωρικών, εκπονώντας ένα σχέδιο που προέβλεπε ότι «έκαστον χωρίον υπεχρεώθη να αποστέλλη εις την Λίµνην ανά δύο νέους 18-25 ετών διά µίαν βδοµάδαν» (ό.π., σελ. 77), καθώς και την κατασκευή της καλύβας «Νίκη» προς επίρρωση της συνολικής στρατιωτικής και εν µέρει πνευµατικής εκπαίδευσης. Επιπροσθέτως, ο ∆εµέστιχας διενεργούσε τακτικές επισκέψεις στα χωριά πλησίον της λίµνης, προπαγανδίζοντας τον σκοπό του Αγώνα και κοινοποιώντας τις υποχρεώσεις των χωρικών. Παρ’ όλα αυτά, υφίσταντο και αρκετοί κίνδυνοι, όπως τα φαινόµενα προδοσίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός Οθωµανού, του Αλή, τον οποίο ο ∆εµέστιχας χρησιµοποιούσε επ’ αµοιβή για συλλογή και αποστολή πληροφοριών. Ο Αλής όµως είχε συλλάβει ένα καταχθόνιο σχέδιο δολοφονίας του ∆εµέστιχα, βάσει εντολών των οθωµανικών αρχών στα Γιαννιτσά. Το σχέδιο εκείνο τελικά απέτυχε λόγω της αδεξιότητας του ίδιου αλλά και της ευφυούς ανάλυσης της προβληµατικής κατάστασης από τον ∆εµέστιχα, που τον οδήγησε στην αντίληψη της προδοτικής συµπεριφοράς. Ο Αγώνας στη Μακεδονία συνίστατο, µεταξύ άλλων, στη συντήρηση και τη µεταστροφή συνειδήσεων όπου ο καλός αγωνιστής ενσάρκωνε συγχρόνως και τον φωτισµένο εθνικό απόστολο. Ο Ιωάννης ∆εµέστιχας πληρούσε επαρκώς τις προϋποθέσεις, αποδεικνύοντας de facto το αποστολικό έργο που του είχε ανατεθεί.
Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι, όπως παραθέτει η Πηνελόπη Δέλτα στα Μυστικά του βάλτου «[…] όταν αποφάσιζε κάτι ο καπετάν Νικηφόρος, δεν τον σταματούσαν τα εμπόδια και οι δυσκολίες».
Στα τέλη Φεβρουαρίου το σώµα του ∆εµέστιχα αριθµούσε 75 άνδρες κατανεµηµένους σε επτά καλύβες, καθιστώντας µοιραία την επέκταση της δραστηριότητάς του εντός και εκτός της λίµνης. Η καλύβα Τσέκρι είχε µετατραπεί σε διοικητήριο όλου του διαµερίσµατος, όπου «οι χωρικοί ήρχοντο πολυπληθείς […] φέροντες τας υποθέσεις των προς εκδίκασιν […] ήρχοντο ενίοτε και Τούρκοι ιδιοκτήται εκλιπαρούντες […] την συνδροµήν ηµών δι’ ωρισµένας υποθέσεις. Χωρικοί ήρχοντο µετά πάσης µυστικότητος προς συννενόησιν δίδοντες πληροφορίας περί Βουλγαρικής προπαγάνδας και Τουρκικού στρατού. Πράκτορες και διδάσκαλοι και ιερείς συννενοούντο µε εµέ [∆εµέστιχας] επί πλείστων ζητηµάτων της δικαιοδοσίας των» (ό.π., σελ. 78-79). Η παραµονή του ∆εµέστιχα στο ανατολικό τµήµα της λίµνης συνδέθηκε µε τη λήψη σκληρών µέτρων εναντίον των φανατικών σχισµατικών και µε την υλοποίηση στρατηγικών σχεδίων επέκτασης προς τον Βορρά. Συγκεκριµένα, η επιχείρηση στο χωριό Μπόζετς (Άθυρα) απαιτούσε µεγάλη µυστικότητα, ιδιαίτερη προσοχή και ταχύτητα ενεργειών, καθώς πάσα συµπλοκή ή εµπόδιο θα δυσχέραινε την επιστροφή, καθιστώντας πραγµατικότητα το απευκταίο σενάριο συνάντησης µε τον οθωµανικό τακτικό στρατό. Παρ’ όλα αυτά η επιχείρηση στέφθηκε µε επιτυχία, καθώς το σώµα του ∆εµέστιχα κατόρθωσε µε τη δολοφονία σηµαντικών στελεχών του τοπικού βουλγαρικού κοµιτάτου να εδραιώσει το κύρος του. Επιπλέον, σηµαντική υπήρξε και η επιχείρηση εναντίον του χωριού Κουφάλια, το οποίο «ήτο φωλέα Βουλγάρων κοµιτατζήδων, […] η έδρα και το κέντρον όλων των βουλγαρικών ενεργειών από πλείστων ετών» (ό.π., σελ. 88). Επρόκειτο για µια επιχείρηση που απαιτούσε ψυχραιµία, θάρρος και εχεµύθεια, µε τον ∆εµέστιχα να δίνει σαφείς κατευθυντήριες γραµµές όπου µεταξύ άλλων απαγορεύτηκε η χρήση όπλου απέναντι σε γυναίκες, παιδιά και γέροντες, διότι «[…] η επιχείρησίς µας έχει σκοπόν όχι την εκδίκησιν, αλλά την τιµωρίαν» (ό.π., σελ. 92). Η επιχείρηση στα Κουφάλια αποτέλεσε χτύπηµα στην καρδιά του Βουλγαρικού Κοµιτάτου, καθώς ο ∆εµέστιχας µε σώµα 75 ανδρών κατόρθωσε να θορυβήσει έτι περαιτέρω τον πληθυσµό βουλγαριζόντων, κερδίζοντας στο πεδίο της φηµολογίας και του δέους που παράγει αυτή.
Ωστόσο οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις, σε συνδυασµό µε τους δυσµενείς όρους ζωής, συνέβαλαν στην πνευµατική και σωµατική κόπωση του Ιωάννη ∆εµέστιχα. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αντικατάστασή του από τον ανθυπασπιστή Ιωάννη Γαρέζο-«καπετάν Λέφα» και στην επιστροφή του στην Ελλάδα. Η κληρονοµιά του Ιωάννη ∆εµέστιχα υπήρξε σηµαντική, καθώς συνέβαλε στην οργάνωση της άµυνας και του ετοιµοπόλεµου των ελληνόφωνων χωριών. Ο Ιωάννης ∆εµέστιχας υπήρξε µεταξύ αυτών που κατά τη διάρκεια του 1906 κατόρθωσαν να ανατρέψουν τις ισορροπίες υπέρ των Ελλήνων, µειώνοντας το αποτύπωµα των κοµιτατζήδων και εξασφαλίζοντας µεγάλη άνεση κινήσεων ελευθερίας για τα ελληνικά αντάρτικα σώµατα. Το ελληνικό αποτύπωµα στη λίµνη των Γιαννιτσών έγινε σταθερότερο µε την παρουσία του ∆εµέστιχα. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι, όπως παραθέτει η Πηνελόπη ∆έλτα στα Μυστικά του βάλτου, «[…] όταν αποφάσιζε κάτι ο καπετάν Νικηφόρος, δεν τον σταµατούσαν τα εµπόδια και οι δυσκολίες» (έκδ. Εστία, Αθήνα 1988, σελ. 255).
Ο «Κουρσάρος» Δεµέστιχας
Παράτολμοι πλόες με ένα τορπιλοβόλο του Πολεμικού Ναυτικού
Με την επιστροφή του ο Ιωάννης ∆εµέστιχας συνέχισε τον αντάρτικο αγώνα στη θάλασσα. Η εµπειρία του το προγενέστερο διάστηµα, ως αρχηγού σώµατος στη Μακεδονία, τον είχε προικίσει µε σηµαντικό βαθµό επιχειρησιακής ωριµότητας και ικανοτήτων που έχρηζαν εκµετάλλευσης από τους ιθύνοντες νόες του Κέντρου των Αθηνών.
Το κίνηµα των Νεοτούρκων έφερε την κατάπαυση των ένοπλων συγκρούσεων στη Μακεδονία, υπό το πρίσµα συνθηµάτων περί ισοπολιτείας και συναδέλφωσης, περιπλέκοντας τον τρόπο διεξαγωγής της αλυτρωτικής δράσης. Το Βουλγαρικό Κοµιτάτο όµως, εκµεταλλευόµενο αυτή την κατάσταση, ξεκίνησε τη συστηµατική εισαγωγή οπλισµού σε Μακεδονία και Θράκη. Εποµένως, η επιβολή της σύλληψης και της εκτέλεσης ενός πρωτότυπου σχεδίου µε σκοπό την αποστολή οπλισµού σε γηγενείς, ήταν απαραίτητη.
Η επιλογή των θαλάσσιων οδών προς επίρρωση του προαναφερθέντος σχεδίου ήταν η µόνη δυνατή και ουσιαστική λύση που µπορούσε να ακολουθηθεί. Προς υλοποίηση αυτής, ο Παναγιώτης ∆αγκλής κατέληξε «εις το συµπέρασµα ότι µόνο πλοίον µε κυβερνήτη και πλήρωµα της ηµετέρας εκλογής […] θα ηδύναντο να φέρει εις πέρας την εν λόγω επιχείρησιν […]» (Συλλογικό, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Γενικόν Επιτελείον Στρατού/∆ιεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1979, σελ. 349). Για την επιχείρηση ναυλώθηκε ένα παλαιό, γαλλικής κατασκευής τορπιλοβόλο, ο «Κουρσάρος», και ως κυβερνήτης επελέγη ο Ιωάννης ∆εµέστιχας µε πλήρωµα 12 ατόµων της απόλυτης εµπιστοσύνης του, πραγµατοποιώντας συνολικά πέντε ταξίδια υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ο ∆εµέστιχας επιφορτίστηκε µε όλο τον διακανονισµό των λεπτοµερειών και την αντιµετώπιση απρόοπτων γεγονότων. Όλα τα ταξίδια έγιναν µε βάση εκκίνησης τη Σκόπελο, όπου το σκάφος του ∆εµέστιχα «[…] απησχολήθη από της 21ης Ιανουαρίου µέχρι της 4ης Απριλίου 1909, […] και εξετέλεσε πέντε πλόας, ων τρεις εις τον κόλπον του Ορφανού και δύο εις την Θράκην, καθ’ ους απεβίβασεν 6.650 όπλα και 658.000 φυσίγγια» (ό.π., σελ. 349).
Η προθυμίατου πληρώματος του Δεμέστιχα και του ίδιου είναι αξιοθαύμαστη, καθώς κατόρθωσαν εντός έξι ωρών να φέρουν εις πέρας την αποστολή ενώ ήδη ήταν «κατάκοποι, κάθυγροι, ριγώντες υπό την απειλήν πιθανού πάντοτε από ξηράς αιφνιδιασμού […]».
Ο Ιωάννης ∆εµέστιχας δίνει πληροφορίες στο ηµερολόγιό του για τον τρίτο και τον πέµπτο πλου. Τα ταξίδια πραγµατοποιήθηκαν σε κλίµα ηθικής και εθνικής υπερδιέγερσης. Το πλήρωµα του ∆εµέστιχα αποτελούνταν από υπαξιωµατικούς και ναύτες του Πολεµικού Ναυτικού οι οποίοι έφεραν πολιτική ενδυµασία. Ο ∆εµέστιχας είχε προνοήσει για την υιοθέτηση συγκεκριµένων οργανωτικών βηµάτων που αφορούσαν πτυχές της έναρξης και της λήξης του εκάστοτε ταξιδιού, αλλά και παρεµφερείς απρόβλεπτους παράγοντες που θα µπορούσαν να δυσχεράνουν τις αποστολές.
Όσον αφορά τη θαλάσσια κίνηση, κατά τον τρίτο πλου οι καιρικές συνθήκες υπήρξαν ακραίες και έθεσαν την ασφάλεια του πλοίου και του πληρώµατος σε κίνδυνο. Συγκεκριµένα, οι συνθήκες εξανάγκασαν τον ∆εµέστιχα να σκεφτεί τρόπους έτσι ώστε να διασφαλίσει την επιτυχή αντιµετώπιση των θυελλωδών ανέµων και του γοργού κυµατισµού. Η προσάραξη του πλοίου ήταν δυσχερής, διότι «δύο άµεσοι κίνδυνοι µας ηπείλουν […] ή η συντριβή του πλοίου επί των βράχων της ακτής ή µία πραγµατική τραγωδία συνηνωµένων δυσχερειών άνευ διεξόδου» (ό.π., σελ. 119). Οι υπαρξιακοί κίνδυνοι ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω από την επιπολαιότητα των πρακτόρων οι οποίοι ήταν επιφορτισµένοι µε τον συντονισµό της προσάραξης του πλοίου και της παραλαβής του φορτίου του. Ωστόσο, η δυσκολία εκφόρτωσης, οι δυσµενείς καιρικές συνθήκες και η πρόχειρη οργάνωση συνεννόησης κάµφθηκαν λόγω της ψύχραιµης ναυτικής δεξιοτεχνίας που επέδειξε ο ∆εµέστιχας, κατορθώνοντας µια προσεκτικά σχεδιασµένη πρόχειρη αγκυροβόληση του «Κουρσάρου», στρέφοντας «[…] αµέσως […] την πρώραν του πλοίου, ελαττώσας συγχρόνως εις το ελάχιστον την ταχύτητάν του» (ό.π., σελ. 120) και διασφαλίζοντας την επιτυχηµένη εκφόρτωση του οπλισµού.
Ο πέµπτος πλους προοριζόταν για τη Θράκη και συγκεκριµένα οκτώ µίλια ανατολικά της Αλεξανδρούπολης. Η επιχείρηση απαιτούσε πληρέστερη ενηµέρωση για τις κινήσεις των οθωµανικών αρχών και ιδιαίτερη προσοχή, διότι αναγκαία ήταν η συντόµευση χρόνου. Επί τρεις ηµέρες και τρεις νύχτες κυριαρχούσαν αισθήµατα ανησυχίας στον ∆εµέστιχα όσον αφορά την εκπλήρωση της εκφόρτωσης. Βασικό πρόβληµα αποτελούσε ο συντονισµός της ενηµέρωσης µε τους παραλήπτες στην ξηρά, γεγονός που καθιστούσε τον εντοπισµό τους εν µέσω νυκτός δυσχερέστατο. Η έλλειψη παραληπτών µετέβαλε τον σχεδιασµό του ∆εµέστιχα, ο οποίος επέλεξε τον υπολοχαγό Πυροβολικού Βλάση στο προξενείο της Αλεξανδρούπολης, όπου ήταν «[…] εργαζόµενος ως υπάλληλος πράκτωρ της όλης τοπικής Οργανώσεως […]» (ό.π., σελ. 127). Ήταν µια ριψοκίνδυνη λύση η οποία δέχθηκε αρκετές τροποποιήσεις, µε καταληκτική τοποθεσία εκφόρτωσης την περιοχή των εκβολών του Έβρου. Όµως, οι µη ευνοϊκοί άνεµοι και η έλλειψη καυσίµων έθεταν προβλήµατα ως προς το εύρος των κινήσεων του «Κουρσάρου». Παρ’ όλα αυτά, κατόρθωσε να φτάσει στις εκβολές του Έβρου, όπου «δύο µεγάλαι λέµβοι εντοπίων ψαράδων, αναµένουσαι […] από αρκετής ώρας. Θα παρελάµβανον όσα όπλα και φυσίγγια ηδύναντο και µετά την εκφόρτωσιν αυτών εις κατάλληλον µέρος θα επανήρχοντο […] µέχρι πλήρους εκφορτώσεως […]» (ό.π., σελ. 129). Ωστόσο, στη διαδικασία εκφόρτωσης παρουσιάστηκαν διάφορα κωλύµατα, γεγονός που ανάγκασε τον ∆εµέστιχα να κινητοποιήσει το πλήρωµά του, έτσι ώστε να διεκπεραιώσει την πλήρη εκφόρτωση του πλοίου. Η προθυµία του πληρώµατος του ∆εµέστιχα και του ίδιου είναι αξιοθαύµαστη, καθώς κατόρθωσαν εντός έξι ωρών να φέρουν εις πέρας την αποστολή, ενώ ήδη ήταν «κατάκοποι, κάθυγροι, ριγώντες υπό την απειλήν πιθανού πάντοτε από ξηράς αιφνιδιασµού […]» (ό.π., σελ. 130).
Μετά την επιτυχή έκβαση του πέµπτου πλου είχε λήξει η αποστολή, η οποία αποτέλεσε ιδιαίτερη τιµή για το Βασιλικό Ναυτικό και όπου σύµφωνα µε τον Παναγιώτη ∆αγκλή ήταν αναγκαίο να ανταµειφθούν «[…] ηθικώς άνδρες µετ’ αυταπαρνήσεως και οικειοθελώς περιφρονήσαντες κινδύνους προς εξυπηρέτησιν των εθνικών ιδεωδών» (ό.π., σελ. 350). Παρ’ όλα αυτά, οι αρµόδιες κρατικές υπηρεσίες δεν εδέησαν να µεριµνήσουν επαρκώς για την ανταµοιβή του πληρώµατος του ∆εµέστιχα και του ίδιου σχετικά µε τους προαναφερθέντες άθλους. Η ζοφερή αυτή πραγµατικότητα δεν πτόησε την υπερηφάνεια του ∆εµέστιχα, ο οποίος αρκέστηκε στην προσωπική ικανοποίηση που αποκόµισε από την εκτέλεση του καθήκοντος προς την πατρίδα.
Το κίνημα στου Γουδή
Mια εμφύλια σύρραξη αντιτορπιλικών με θωρηκτά που έμεινε γνωστή ως δεύτερη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Το κίνηµα στου Γουδή, ως σύµπτωµα της πολυκύµαντης κρίσης που ακολούθησε µετά την ήττα του 1897, αποτελεί σταθµό στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Το κίνηµα ενσαρκώνει την πρώτη οργανωµένη παρέµβαση του στρατού στο πολιτικό σκηνικό. Ο στρατός, εκκινώντας από εθνικιστικούς και επαγγελµατικούς σκοπούς, εκµεταλλεύτηκε το εξουσιαστικό κενό του 1897, το οποίο συµπλήρωσε εκπροσωπώντας την ανάγκη εξαγνισµού από τη φθοροποιό ηγεµονική πολιτική τάξη. Αίτια του κινήµατος ήταν η ολιγωρία της πολιτικής ηγεσίας στην οργάνωση στρατιωτικών δυνάµεων, η διαφθορά του πολιτικού συστήµατος, η οικονοµική δυσπραγία των πολιτών και το αίτηµα αποµάκρυνσης του διαδόχου Κωνσταντίνου από τη Γενική ∆ιοίκηση Στρατού. Φορέας του κινήµατος ήταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος (Σ.Σ.) των κατώτερων αξιωµατικών ξηράς και Ναυτικού, µε σκοπό τη δροµολόγηση ενός συνόλου µεταρρυθµίσεων, µε προεξάρχοντα στόχο την πολεµική προπαρασκευή.
Η επάνοδος των Μακεδονοµάχων συνοδεύτηκε από την άµεση ένταξή τους στον Στρατιωτικό Σύνδεσµο. Το Μακεδονικό ζήτηµα βρισκόταν στην αιχµή της επικαιρότητας, όπου η περιρρέουσα ατµόσφαιρα αξίωνε αποτελεσµατικές και εθνικά υπερήφανες λύσεις. Η πνιγηρή ατµόσφαιρα που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία δεν άφηνε περιθώρια υιοθέτησης συµβιβαστικών λύσεων. Στα τέλη Απριλίου 1909, προσχώρησαν πολλοί Μακεδονοµάχοι αξιωµατικοί, µεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης ∆εµέστιχας, στον συνωµοτικό πυρήνα των κατώτερων αξιωµατικών. Ο ∆εµέστιχας υπήρξε επικεφαλής του πρώτου οργανωµένου τµήµατος µε 50 ναύτες, υπαξιωµατικούς και οπλίτες Μακεδονοµάχους που εισήλθαν στους στρατώνες στου Γουδή για να υποστηρίξουν το πρόγραµµα του Στρατιωτικού Συνδέσµου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης και της περιόδου που ακολούθησε, οι αξιωµατικοί του Ναυτικού είχαν αναπτύξει σε µεγάλο βαθµό έναν ιδιόρρυθµο χαρακτήρα ως συλλογικότητα. Ο χώρος του Ναυτικού ανέκαθεν αποτελούσε ένα τµήµα των ενόπλων δυνάµεων το οποίο διακρινόταν από ένα πρόσηµο συµπαγούς συσσωµάτωσης, χωρίς ιδιαίτερες συγκρούσεις και αντιµαχίες. Η αναδιοργάνωση του Ναυτικού στη βάση εξάλειψης της ευνοιοκρατίας ήταν ένα κρίσιµο ζήτηµα. Ωστόσο, το Υπουργείο Ναυτικών εισηγούνταν νοµοσχέδια πάνω στα χνάρια παλαιών αντιλήψεων.
Επιπλέον, η ύπαρξη αλαζονικών συµπεριφορών από ανώτερους αξιωµατικούς προς τους κατώτερους οδήγησε τους τελευταίους να απευθυνθούν στον υποπλοίαρχο Κωνσταντίνο Τυπάλδο. Ο Τυπάλδος υπήρξε πρωτεργάτης του Σ.Σ. µε ιδιόρρυθµο χαρακτήρα, καθώς ήταν θιασώτης ριζοσπαστικότερων πρωτοβουλιών. Η πρώτη κίνηση του Τυπάλδου αφορούσε το αίτηµά του προς τον υπουργό των Ναυτικών Ιωάννη ∆αµιανό για την επίλυση των προβληµατικών ζητηµάτων. Η συνάντηση αυτή βασίστηκε στον καταρτισµό ενός καταλόγου αιτηµάτων µε περιεχόµενο την αποµάκρυνση των ανώτερων αξιωµατικών που δεν είχαν προσόντα και την ανάθεση της κατάρτισης του ναυτικού προγράµµατος σε κατωτέρους αξιωµατικούς. Ο Ιωάννης ∆εµέστιχας µάλιστα πρωτοστάτησε µεταξύ των αξιωµατικών που συµµετείχαν στον καταρτισµό του προαναφερθέντος καταλόγου των αιτηµάτων και απαίτησαν ακολούθως την επιβολή τους. Μεταξύ άλλων οι θερµοκέφαλοι αξιωµατικοί απαιτούσαν λύσεις βίαιης διευθέτησης του πολιτειακού καθεστώτος, διατυπώνοντας θέσεις περί βίαιης έξωσης της δυναστείας. Ωστόσο, η µη αποδοχή αιτηµάτων οδήγησε στη διεκδίκηση αυτών µε βίαια µέσα υπό τη µορφή ενός κινήµατος ως «αντεπανάσταση».
Ο Ιωάννης ∆εµέστιχας σε οµιλία του προς τους εργάτες του ναυστάθµου στις 17 Οκτωβρίου 1909 προσδιορίζει τα κίνητρα του κινήµατος διευκρινίζοντας ότι δεν ζήτησαν «[…] ούτε γαλόνια ούτε αύξησιν µισθού. Ηµείς εζητήσαµεν να φύγουν εκείνοι οι γηραλέοι µέσα από τα πολεµικά […]» και «ηθελήσαµεν του Ναυτικού την ανόρθωσιν και την απαλλαγήν του από τις αρρώστιες εκείνες που σαπίζανε µέσα στους καφενέδες. Έπαιρναν χονδρούς µισθούς και παρέλυον µε την γεροντικήν των ανικανότητα, όλην την Ναυτικήν της Ελλάδος ∆ύναµιν» (Κ. Παΐζης, «Ναύαρχος Ιωάννης ∆εµέστιχας: ένας ασυµβίβαστος ιδεολόγος», Ναυτική Επιθεώρηση 129, τχ. 457/1989, σελ. 378). Στα λόγια του ∆εµέστιχα διαφαίνεται η βούληση µιας γενιάς αξιωµατικών που αποτελούν «προϊόν» µακροχρόνιων κοινωνικο-πολιτισµικών αλλαγών και αποζητούν διαρθρωτικές αλλαγές. Το κίνηµα αυτό αποδοκιµάστηκε από όλα τα µέλη του Στρατιωτικού Συνδέσµου, καθώς θεωρήθηκε ότι ενεργούσε στο πλαίσιο εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών, βλάπτοντας τον χαρακτήρα των αιτηµάτων του Σ.Σ. και θέτοντας το κίνηµα σε κίνδυνο.
«Ημείς εζητήσαμεν να φύγουν εκείνοι οι γηραλέοι μέσα από τα πολεμικά […]» και «ηθελήσαμεν του Ναυτικού την ανόρθωσιν και την απαλλαγήν του από τις αρρώστιες εκείνες που σαπίζανε μέσα στους καφενέδες».
Ο Τυπάλδος µετέβη στις 15 Οκτωβρίου στην κεντρική επιτροπή του Σ.Σ. κατόπιν εντολής των συναδέλφων του µέσω του υπογραφέντος πρωτοκόλλου περί εκκαθαρίσεως του Ναυτικού, το οποίο προέβλεπε την εγκαθίδρυση δικτατορίας και την αναστολή του συντάγµατος. Μεταξύ άλλων, απείλησε ότι θα προέβαινε στη χρήση βίας για να επιβάλει τη θέλησή του στη διαµόρφωση του Ναυτικού. Εκείνη η εξέλιξη οδήγησε σε ρήξη µε την κεντρική επιτροπή του Σ.Σ. και σήµανε ουσιαστικά την έναρξη του σχεδίου της «αντεπανάστασης». Ο ∆εµέστιχας συµµετείχε ενεργά στο σχέδιο, καθώς συνέβαλε στην κατάληψη των πυριτιδαποθηκών του στόλου που ήταν εγκατεστηµένες στις νήσους Λέρο και Κύρα. Επιπρόσθετα, µε βάση τις εκ των υστέρων καταθέσεις των πληρωµάτων ενώπιον της δικαιοσύνης, ο ∆εµέστιχας είχε καταλυτικό ρόλο στην κινητοποίηση αυτών, καθώς «[…] διέταξε να συναθροισθώµεν όλοι και µεταβώµεν εις το πυροβολείον όπου µας έδωκεν όπλα […] και µας απήγγειλε λόγον όπως υπακούσωµεν τας διαταγάς του αρχηγού του κινήµατος κ. Τυπάλδου […]» (Σκριπ, 18/10/1909).
Ακολούθησε η κατάληψη του Ναυστάθµου Σαλαµίνας και η απόκτηση του ελέγχου επί των αντιτορπιλικών «Σφενδόνη», «Ναυκρατούσα» και «Θύελλα». Η αντίδραση του Σ.Σ. επήλθε µε τον αποκλεισµό του ναυστάθµου από τα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Ακολούθησε µια σύρραξη αντιτορπιλικών µε θωρηκτά που έµεινε γνωστή ως δεύτερη ναυµαχία της Σαλαµίνας, µε τις δυνάµεις του Τυπάλδου τελικά να ηττώνται.
Συγκεκριµένα, ο ∆εµέστιχας, ο οποίος είχε σταλεί εξαρχής µε το τορπιλοβόλο «14» στον Πόρο για να προκαλέσει επανάσταση, συνάντησε έντονες τοπικές αντιδράσεις, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει στον Ναύσταθµο και να αποβιβαστεί στην Ελευσίνα όπου ενώθηκε µε τους άλλους καταδιωκόµενους (Εµπρός, 18/10/1909). Ύστερα από εννιά µέρες, ο ∆εµέστιχας παραδόθηκε στις αρχές, αποστέλλοντας µια επιστολή προς τον εισαγγελέα Πρωτοδικών Σπηλιάδη µε την οποία δήλωνε ότι βρισκόταν στη διάθεση της εξουσίας (Εµπρός, 29/10/1909). Οι στασιαστές του Ναυτικού παραπέµφθηκαν µε βούλευµα των Πληµµελειοδικών για να δικαστούν στο Κακουργιοδικείο µε την καταγγελία της ενόπλου στάσης. Κατόπιν αυτής της κατηγορίας διενεργήθηκαν ανακρίσεις και εγκρίθηκαν εντάλµατα φυλακίσεως των στασιαστών, µεταξύ αυτών και του ∆εµέστιχα.
Ωστόσο, οι στασιαστές, αντιλαµβανόµενοι την οικτρή θέση τους, υπέβαλαν υπόµνηµα προς τον αρχηγό του Σ.Σ. Νικόλαο Ζορµπά, υποστηρίζοντας ότι είχαν πέσει θύµατα δολοπλοκίας. Το υπόµνηµα οδήγησε στη δηµιουργία διαµετρικά αντιθετικών απόψεων στα µέλη του Σ.Σ. σχετικά µε την τύχη των στασιαστών, µε αποτέλεσµα την υποβολή από τα µέλη του Στρατιωτικού Συνδέσµου στην επιτροπή, πρότασης περί αµνήστευσης. Επιπλέον, η έκκληση των στασιαστών είχε αποκτήσει ευήκοα ώτα τόσο στο πεδίο της κοινής γνώµης όσο και στο βασιλικό περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η πρωτοβουλία φοιτητών εκ των υπόδουλων περιοχών Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης και Θράκης, όπου «δι’ αιτήσεως των προς […] τον Βασιλέα παρακαλούσι όπως […] δώση αµνηστείαν εις τους κατηγορουµένους […] αξιωµατικούς του Ναυτικού […] πρωτίστως δε προς τους κ. κ. Τυπάλδον και ∆εµέστιχαν […]» (Σκριπ, 19/12/1909).
Αργότερα, η κυβέρνηση Στέφανου ∆ραγούµη υπέβαλε στον βασιλιά σχετικό διάταγµα, το οποίο δηµοσιεύθηκε στα τέλη Ιανουαρίου 1910 προβλέποντας για τους αποφυλακισθέντες αξιωµατικούς του Ναυτικού, µεταξύ αυτών και για τον Ιωάννη ∆εµέστιχα, χορήγηση τριετούς εκπαιδευτικής άδειας (Εµπρός, 28/1/1910).
Απελευθερωτής της Χίου
Ο πολεμικός ενθουσιασμός του αγήματος Δεμέστιχα και η εθνική υπερδιέγερση των κατοίκων της Χίου.
Η συµµετοχή του Ιωάννη ∆εµέστιχα στην εποποιία των Βαλκανικών Πολέµων υπήρξε ουσιαστική στην υπόµνηση µίας εκ των λαµπρότερων σελίδων της ιστορίας του Πολεµικού Ναυτικού, που ήταν η απελευθέρωση της Χίου. Η απόβαση στη Χίο ήταν η πρώτη πολεµική επιχείρηση του στόλου στο Αιγαίο. Μέχρι τότε, οι καταλήψεις των νησιών διενεργούνταν αναίµακτα µέσω µιας απλής απόβασης στρατευµάτων και αγηµάτων, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Είχε ήδη προηγηθεί η κατάληψη της Λέσβου, παραχωρώντας υψηλό επίπεδο διευκόλυνσης σχετικά µε τον επιτελικό σχεδιασµό των επιχειρήσεων απελευθέρωσης του νησιού. Στη Μυτιλήνη, άλλωστε, βρίσκονταν οι στρατιωτικές δυνάµεις οι οποίες θα αναλάµβαναν αποφασιστική δράση στη νέα σελίδα στόχων που προέκυψε για το ελληνικό στράτευµα. Οι επιχειρήσεις απελευθέρωσης της Χίου διήρκεσαν από τις 10 Νοεµβρίου έως τις 21 ∆εκεµβρίου.
Ήδη από τις 19 Οκτωβρίου υπήρξε πρόθεση της κυβέρνησης για την κατάληψη των µεγάλων νήσων του Αιγαίου. Συγκεκριµένα, είναι ενδεικτική η επισήµανση του Υπουργείου Ναυτικών προς τον αρχηγό του στόλου Παύλο Κουντουριώτη όπου εκφράζει την ελπίδα «[…] εν ευχή αύριον δοθή ενίσχυσις. Εν πάση περιπτώσει ετοιµάσατε 3 λόχους αγήµατος ∆εµέστιχα, Κουρµούλη, Χορν, και εστέ έτοιµοι όπως πρωίαν Τετάρτης» (Επ. Σ. Μπαµπούρης, Το Ναυτικόν µας κατά τους Βαλκανικούς Πολέµους 1912-1913. Αθήνα 1939, σελ. 64). Ο αναφερόµενος στην εντολή ∆εµέστιχας υπηρετούσε έως τότε στα πλοία της διαλυθείσης µοίρας Ιονίου που συµµετείχαν στην κατάληψη της Πρέβεζας. Όµως, η διάλυση της µοίρας του Ιονίου οδήγησε στην ενσωµάτωση των επιτελείων και των πληρωµάτων τους στον στόλο του Αιγαίου και πιο συγκεκριµένα στα πεζοναυτικά αγήµατα και στη µοίρα των Ευδρόµων. Ο υποπλοίαρχος Ιωάννης ∆εµέστιχας τοποθετήθηκε επικεφαλής ναυτικού αγήµατος που θα χρησιµοποιούνταν στην κατάληψη των νησιών του Αιγαίου.
Η µεταφορά των συνολικών δυνάµεων, µεταξύ αυτών και του υπό τον ∆εµέστιχα ναυτικού αγήµατος, θα διενεργούνταν µέσω των επιταγµένων µεταγωγικών πλοίων «Εσπερία», «Αρκαδία» και «Μακεδονία», που συναποτελούσαν τη µοίρα των Ευδρόµων. Τα µεταγωγικά συνοδεύτηκαν προ της πόλεως της Χίου από τα αντιτορπιλικά «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός». Ωστόσο, η Χίος ήταν ένα βαριά οχυρωµένο νησί µε στρατιωτική δύναµη 2.500 ανδρών υπό τον συνταγµατάρχη Ζεχνή µπέη, γεγονός που καθιστούσε επιτακτική ανάγκη την εκπόνηση προσεκτικού επιχειρησιακού σχεδιασµού. Σύµφωνα µε την αφήγηση του ∆εµέστιχα, η πατριωτική έξαρση που διακατείχε τα µέλη του αγήµατος ήταν διάχυτη, καθώς «η θέα της νήσου και το µαρτυρικόν της παρελθόν, υπεκορύφωσαν τον πολεµικόν ενθουσιασµόν µας» (ό.π., σελ. 151). Για τον Ιωάννη ∆εµέστιχα η συµµετοχή στο εν λόγω πεδίο της µάχης αποτελούσε, στον αστερισµό της ηθικής υποχρέωσής του προς την πατρίδα, µια έµπρακτη επιβεβαίωση της σηµασίας που είχε για την Ελλάδα η προ τριών ετών συµµετοχή του στο κίνηµα στου Γουδή, όπου εκκίνησε τις διαδικασίες για την επίτευξη του σχεδίου απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων. Μετά την αποτυχία των διαπραγµατεύσεων για αναίµακτη παράδοση του νησιού, αποφασίστηκε η απόβαση στρατιωτικών δυνάµεων στα νότια της πόλεως της Χίου, στην ακτή Κοντάρι. Οι επιχειρήσεις κατάληψης της Χίου δεν προβλέπονταν αναίµακτες, καθώς η αντίσταση του εχθρού αποτελούσε ένα αδιαµφισβήτητο γεγονός, που απαιτούσε δυναµική έναρξη από την ελληνική πλευρά. Ήταν ακριβώς το σηµείο όπου, σύµφωνα µε τον ∆εµέστιχα, «αι προς απελευθέρωσιν της νήσου επιχειρήσεις εισήρχοντο ούτως εις νέαν φάσιν» (ό.π., σελ. 150). Το κλίµα της νέας φάσης πριµοδότησε στο ναυτικό άγηµα του ∆εµέστιχα αισθήµατα ανυποµονησίας και διακαούς επιθυµίας συµµετοχής στις επικείµενες επιχειρήσεις.
Για τον Δεμέστιχα συμμετοχή εις τους εθνικούς αγώνας […] και η εξυπηρέτησις γενικώς παντός ανωτέρου σκοπού έχουν πάντοτε ως αντίκρυσμα μίαν […] σημαντικήν αμοιβήν: την ιδίαν εκάστου ηθικήν ικανοποίησιν.
Η έναρξη των επιχειρήσεων αφορούσε ένα πλέγµα βηµάτων µε κανονιοβολισµούς προς τις οχυρωµένες θέσεις των Οθωµανών, λειτουργώντας ως χρήσιµη κάλυψη στις δεκάδες λέµβους που προορίζονταν να αποβιβάσουν στρατιωτικές δυνάµεις. Το ναυτικό άγηµα του οποίου ηγούνταν ο Ιωάννης ∆εµέστιχας είχε ως αρµοδιότητα εντολές προφυλακής και παρουσίαζε υψηλό επίπεδο ετοιµότητας. Ωστόσο, οι αρχικές εκκλήσεις του ∆εµέστιχα για συµµετοχή στην επιχείρηση αποβίβασης στο νησί της Χίου έµειναν αναπάντητες. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε µια θαρραλέα και µεµονωµένη πρωτοβουλία επιβίβασής του σε λέµβους έτσι ώστε να συνδράµει τις βαλλόµενες στρατιωτικές δυνάµεις. Ο ∆εµέστιχας βασιζόταν πλήρως «[…] στους αξιωµατικούς και ναύτας […] αποφασισµένους και θέλοντας να ριψοκινδυνεύσουν, αλλά και προεξοφλών ως βεβαίαν την καταπτόησιν και τον κλονισµόν του αντιπάλου» (ό.π., σελ. 152). Η πρωτοβουλία του ∆εµέστιχα οδήγησε σε αλυσιδωτές εξελίξεις, σχετιζόµενες µε την κάµψη του ηθικού των αντιπάλων, οι οποίοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Στο προαναφερθέν υπήρξε καταλυτική και η συνεισφορά των πυροβόλων όπλων από τα πολεµικά πλοία.
Η πιο σηµαντική µάχη ήταν αυτή του οροπεδίου Αίπους, όπου οι ελληνικές δυνάµεις κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο. Οι Οθωµανοί, έχοντας πέσει θύµατα του αιφνιδιασµού των Ελλήνων στρατιωτών, εκκίνησαν διαδικασίες σύµπτυξης. Με πρωτοβουλία του ∆εµέστιχα, η ταχεία και αποφασιστική προέλαση εναντίον των καλά οχυρωµένων οθωµανικών στρατευµάτων κρίθηκε ως η καλύτερη λύση, δεδοµένης της επιτευχθείσας συνθήκης του αιφνιδιασµού. Όπερ και εγένετο! Ο ∆εµέστιχας «[…] επελαύνων εν µέσω βροχής σφαιρών ηδυνήθη να καταλάβει τους πρώτους λόφους βραχώδους οροσειράς […]» (Σκριπ, 1/12/1912). Η εξέλιξη της µάχης κατέστη δυσχερής για το ναυτικό άγηµα του ∆εµέστιχα, διότι βρέθηκε σε µια κατάσταση άνευ ενισχύσεων και πυροµαχικών. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς η µόνη προστασία για τις ελληνικές δυνάµεις αποτελούσε η µερική φυσική οχύρωση των απόκρηµνων περιοχών του Αίπους, οι οποίες προσέφεραν στοιχειώδη κάλυψη. Παρ’ όλα αυτά ο ∆εµέστιχας επέδειξε ιδιαίτερη επιµονή, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στο οθωµανικό στρατιωτικό απόσπασµα. Η µάχη του Αίπους υπήρξε ιδιαίτερα φονική και σκληρή για την ελληνική πλευρά, παρά την πύρρειο νίκη, διότι, σύµφωνα µε τον ∆εµέστιχα, «διαρκούσης της συγκρούσεως βαρεία συµφορά έπληξε το άγηµα και εµέ προσωπικώς» (ό.π., σελ. 153). Ένας λόγος που οδήγησε στην υπερέκθεση του ναυτικού αγήµατος στα οθωµανικά πυρά και σε σηµαντικές απώλειες ήταν ο εύκολος στόχος από µακρόθεν της ναυτικής ενδυµασίας η οποία δεν διακρινόταν για τα µελανά χρώµατά της. Το ναυτικό άγηµα υπέστη σηµαντικές απώλειες και ο επικεφαλής του, υποπλοίαρχος Ιωάννης ∆εµέστιχας, τραυµατίστηκε διαµπερώς στην αριστερή κνήµη.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης ∆εµέστιχας, σε οµιλία του για την επέτειο απελευθέρωσης του νησιού στις 11 Νοεµβρίου 1952, εξήρε το σηµαντικό έργο και τον ψυχισµό του χιακού λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η αναφορά του σε εθνική υπερδιέγερση των κατοίκων, οι οποίοι διαδήλωναν φλογερώς υπέρ της απελευθέρωσης του νησιού από τον ελληνικό στρατό και δήλωναν προθύµως το ενδιαφέρον τους για κάθε δυνατή προσφορά στις αποβατικές δυνάµεις κρούσης. Οι ριψοκίνδυνες και ευγενείς πράξεις των γηγενών κατοίκων συγκίνησαν τον ∆εµέστιχα, ο οποίος θεώρησε την αρωγή τους αποφασιστικής σηµασίας για την απελευθέρωση του νησιού από την οθωµανική κυριαρχία. Άλλωστε, η συµµετοχή στους εθνικούς αγώνες αποτελούσε για όλους ηθική υποχρέωση. Για τον ∆εµέστιχα η συµµετοχή στις επιχειρήσεις απελευθέρωσης της Χίου και της εξάλειψης του οθωµανικού αποτυπώµατος ήταν η εκπλήρωση των αυτονόητων καθηκόντων του. Για εκείνον «η συµµετοχή εις τους εθνικούς αγώνας […] και η εξυπηρέτησις γενικώς παντός ανωτέρου σκοπού έχουν πάντοτε ως αντίκρυσµα µίαν […] σηµαντικήν αµοιβήν: την ιδίαν εκάστου ηθικήν ικανοποίησιν» (ό.π., σελ. 156).
Η κατάληψη της Χίου υπήρξε µια σηµαντική επιχείρηση κατά την προσπάθεια της απελευθέρωσης αλύτρωτων ελληνικών περιοχών. Το στοιχείο που ξεχωρίζει και συνάµα αναδεικνύει τη σηµασία της ήταν η χρήση της θέσης του νησιού ως στρατηγικής βάσης διεκπεραίωσης επικείµενων ναυτικών επιχειρήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η σθεναρή αντίσταση του στρατιωτικού µηχανισµού της οθωµανικής πολιτικής κυριαρχίας. Το νησί της Χίου έµελλε να αποδειχθεί η πρώτη περίπτωση στην οποία δοκιµάστηκαν οι αντοχές της ελληνικής πολεµικής µηχανής σε επιχειρήσεις που δεν χαρακτηρίζονταν από αναίµακτο αποτέλεσµα.
Κατακτώντας τις κορυφές του Ολύµπου
Στην ευρύτερη προσωπική ζωή του, ο Ιωάννης ∆εµέστιχας διακατεχόταν από ένα πνεύµα ευαισθησίας όσον αφορά το πεδίο του αθλητισµού, καθώς υπήρξε ο ίδιος στα νεανικά του χρόνια αθλητής του στίβου στο άλµα εις ύψος και ολυµπιονίκης στη Μεσολυµπιάδα του 1906 στο αγώνισµα των 400 µ. Οι προαναφερθείσες ενδείξεις µαρτυρούν µια ιδιαίτερη ροπή προς την ενασχόληση µε ευρύτερες αθλητικές δραστηριότητες, οι οποίες είχαν κατεξοχήν πρόσηµο σωµατικής και συνάµα ψυχικής εκγύµνασης. Εποµένως, εκτός από την πλούσια αθλητική του σταδιοδροµία, ο ∆εµέστιχας συµµετείχε ενεργά και σε άλλους συγγενικούς κοινωνικούς τοµείς. Ένας εξ αυτών ήταν η ενασχόλησή του µε την ορειβασία, καθώς επίσης και οι µετέπειτα πρωτοβουλίες του για την προώθηση της σηµασίας της στον ευρύτερο πληθυσµό της χώρας.
Το 1927 ο ∆εµέστιχας υπήρξε µέλος µιας πολυεθνικής οµάδας εκδροµέων, οι οποίοι επιχείρησαν τον ορειβατικό άθλο της ανάβασης του Ολύµπου. Ο Όλυµπος δεν ήταν ένα οποιοδήποτε βουνό, καθώς στέκεται επιβλητικός, σεβαστός και αιώνιος. Εκείνη την περίοδο µάλιστα αποτελούσε πόλο έλξης πολυεθνικών οµάδων µε αλπινιστικές και ορειβατικές ικανότητες. Το βουνό των «Θεών» και η επιτυχής ανάβαση στην κορυφή του αποτελούσε για όλους αυτούς ένα προσωπικό στοίχηµα. Άλλωστε, ο Όλυµπος ενσάρκωνε καινοπρεπώς τις φαντασιώσεις ισχυρών συναισθηµάτων δέους και θαυµασµού όσων προσπάθησαν διαχρονικά να επιχειρήσουν την ολική ανάβασή του. Μέσα σε αυτό το κλίµα έντονου ενθουσιασµού συµµετείχε και η ελληνική οµάδα, η οποία καλούνταν, µεταξύ άλλων, να ξεχυθεί στους παγερούς λαβύρινθους του βουνού, σηµατοδοτώντας την έναρξη της περιπετειώδους και απαιτητικής ανάβασης του Ολύµπου.
Κατά τη διάρκεια της προετοιµασίας υπήρξαν δύο ξεχωριστές ελληνικές οµάδες. Η πρώτη θα κατευθυνόταν προς την κορυφή του Προφήτη Ηλία, απ’ όπου θα παρακολουθούσε τη δεύτερη οµάδα που θα ακολουθούσε το µονοπάτι της ανάβασης της κορφής του Στεφανίου. Η δεύτερη ελληνική οµάδα, της οποίας µέλος υπήρξε ο ∆εµέστιχας, ήρθε αντιµέτωπη µε την περιφρόνηση µιας οµάδας Ελβετών αλπινιστών, κυρίως ως προς το χαµηλό επίπεδο πείρας στην ορειβατική τέχνη.
Γενικότερα, για τους ξένους η ανάβαση ήταν µια εκδήλωση τόλµης και άσκηση αλπινισµού, καθώς είχαν όλα τα µέσα που θα διευκόλυναν την αναρρίχησή τους. Επιπλέον, το επίπεδο εµπειρίας τους ήταν πολλαπλάσιο, καθώς είχαν εξασκηθεί αλπινιστικώς, στο παρελθόν, στην ανάβαση του Ολύµπου, γεγονός που τους εξοικείωνε µε το γεωµορφολογικό κλίµα και τις ατµοσφαιρικές συνθήκες.
Ο πλοίαρχος Δεμέστιχας επέδειξε λυσσαλέο θάρρος και τόλμη, καθώς «[…] χωρίς να σταματήση ούτε λεπτό, κατεβαίνει τρέχοντα σχεδόν στο διάσελο που εχώριζε τους δύο βράχους Στεφάνι και Θρόνον». Με ακλόνητη ψυχραιμία και τρομερή ευκινησία, κατόρθωσε τροχάδην να σκαρφαλώσει στο Στεφάνι, ενώ κάτω από τα πόδια του εκτεινόταν η άβυσσος του απόλυτου κενού.
Ωστόσο, το ελληνικό δαιµόνιο πάτησε γερά στα πόδια του, διεκδικώντας δυναµικά την υπόληψη της νεότευκτης έως τότε ελληνικής ορειβατικής συνείδησης. Ο ∆εµέστιχας ήταν αυτός που ενσάρκωσε το ελληνικό φιλότιµο «[…] καθώς εδήλωσεν ορθά-κοφτά ότι θ’ ανέβη ό π ω σ δ ή π ο τ ε» (Ελεύθερον Βήµα, 24/9/1927).
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της ανάβασης, η ελληνική οµάδα, αποτελούµενη από πέντε µέλη, συνοδευόταν από την οµάδα Ελβετών αλπινιστών. Η πορεία προς τους διάφορους ενδιάµεσους σταθµούς αποτελούσε µια εκθετικά αυξανόµενη πρόκληση για τη σωµατική αντοχή των ορειβατών, οι οποίοι παράλληλα έρχονταν αντιµέτωποι µε τις µυθολογικές εκφάνσεις κάθε γωνιάς του Ολύµπου. Από στιγµή σε στιγµή, το αίσθηµα της αντίληψης των ορειβατών για την ανθρώπινη φύση τους γιγαντωνόταν. Η συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους ήταν έκδηλη στα πρόσωπά τους. Η διαδικασία ανάβασης στη δυσκολότερη κορφή του Ολύµπου, το Στεφάνι, ήταν δυσχερής. Ο ελλιπής τεχνικός εξοπλισµός της ελληνικής οµάδας είχε ουσιαστικά αποτελέσµατα στην εικόνα των Ελβετών αλπινιστών, καθώς για µία στιγµή σκέφτηκαν να µη φέρουν την ευθύνη ανάβασής της µε σχοινί στο Στεφάνι. Ωστόσο, ο πλοίαρχος ∆εµέστιχας επέδειξε λυσσαλέο θάρρος και τόλµη, καθώς «[…] χωρίς να σταµατήση ούτε λεπτό, κατεβαίνει τρέχοντα σχεδόν στο διάσελο που εχώριζε τους δύο βράχους Στεφάνι και Θρόνον» (ό.π., σελ. 3). Με ακλόνητη ψυχραιµία και τροµερή ευκινησία, κατόρθωσε τροχάδην να σκαρφαλώσει στο Στεφάνι, ενώ κάτω από τα πόδια του εκτεινόταν η άβυσσος του απόλυτου κενού. Η κίνησή του αυτή προκάλεσε την αναθάρρηση της λοιπής ελληνικής οµάδας που ακολούθησε τα χνάρια του ∆εµέστιχα στην ανάβαση της κορφής. Ακολούθησαν οι θηριώδεις ζητωκραυγές του πλήθους και η έκπληξη των Ελβετών που παρακολουθούσαν µε δέος τον ορειβατικό άθλο του ∆εµέστιχα και το ξεδίπλωµα της γαλανόλευκης στην κορφή του Μύτικα.
Η συνεισφορά του Ιωάννη ∆εµέστιχα στον τοµέα της ορειβατικής δραστηριότητας υπήρξε σηµαντική και δαψιλής. Συγκεκριµένα, η δραστηριότητα του ∆εµέστιχα επεκτάθηκε στη σωµατειακή δηµιουργία ενός φορέα µε ορειβατικό και χιονοδροµικό πρόσηµο. Το αποτέλεσµα υπήρξε εντυπωσιακό. Το 1928 ιδρύθηκε ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύνδεσµος ως κεντρική οργάνωση των υπαρχόντων ορειβατικών σωµατείων σε Πάτρα και Αθήνα, καθώς επίσης και αυτών που επρόκειτο να ιδρυθούν στο άµεσο µέλλον. Οι σκοποί του συνδέσµου είχαν να κάνουν µε την ευρύτερη διάδοση της ορειβασίας στα πρότυπα του συστήµατος των ευρωπαϊκών αλπινιστικών συνδέσµων. Αυτό σηµατοδοτούσε την ίδρυση καταφυγίων, την επισήµανση ατραπών και την οργάνωση σχεδίων λεπτοµερούς εξερεύνησης των ελληνικών βουνών.
Ο τότε αρχηγός του στόλου Ιωάννης ∆εµέστιχας υπήρξε εις εκ των αντιπροέδρων του συνδέσµου, συντείνοντας στην επιτυχή προώθηση των αναβάσεων των ελληνικών βουνών (Ελεύθερον Βήµα, 8/5/1930). Η ύπαρξη του συνδέσµου συνεχίζεται απρόσκοπτα µέχρι σήµερα, συµβάλλοντας ενεργητικά και ουσιωδώς στην προώθηση των σκοπών του. Το αποτύπωµα του ∆εµέστιχα, µεταξύ άλλων, ως προς τη διάδοση της ορειβατικής δραστηριότητας των χειµερινών αθληµάτων και της αύξησης των νέων προσήλυτων, υπήρξε καθοριστικό για την επικαιροποίηση της επαφής όλο και περισσότερων Ελλήνων µε τα ελληνικά κορφοβούνια, στα οποία θα αντηχούσαν οι ζωηρές φωνές νέων επίδοξων ορειβατών. Άλλωστε, η εν λόγω αποτίµηση γίνεται διακριτή στο πλαίσιο του πρώτου χορού που διοργάνωσε ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύνδεσµος προς ενίσχυση των εθνωφελών σκοπών του (Ελεύθερον Βήµα, 25/1/1931).