Συγγραφέας: Μανώλης Καψής
Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι υπουργός που παίζει βασικό ρόλο στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κι αυτό γιατί η μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη (ακόμη αναμενόμενη) θεμελιώδη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης. Αυτή η δήλωση δεν οφείλεται στις σοκαριστικά κακές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στο διαγωνισμό της Πίζας ή απλώς στα απογοητευτικά αποτελέσματα του διαγωνισμού. Ωστόσο, από τη διαδεδομένη διαπίστωση ότι τα χαμηλά προσόντα των Ελλήνων εργαζομένων (δηλαδή πρώην φοιτητών και πανεπιστημιακών) – όπως τα παρουσιάζει ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος στο πολυσυζητημένο άρθρο του στην Καθημερινή, βλ. Ο «Μύθος του Ελληνικού Ανθρώπινου Δυναμικού», μαζί με δεδομένα από μια άλλη μελέτη του ΟΟΣΑ για τις δεξιότητες ενηλίκων, εξηγεί μεγάλο μέρος της υψηλής ανεργίας και των χαμηλών μισθών, της χαμηλής παραγωγικότητας και της αναιμικής -με την πάροδο του χρόνου- ανάπτυξης της οικονομίας μας. Είναι δηλαδή υπαρξιακό ζήτημα της διαδρομής μας.
Τι μεγάλες επενδύσεις θα γίνουν στη χώρα και ποιοι είναι αυτοί οι γίγαντες που θα έρθουν να επενδύσουν στην Ελλάδα, αφού μόνο 1 στους 10 Έλληνες εργαζόμενους έχει αυτό που ο ΟΟΣΑ αποκαλεί «παγκόσμιες δεξιότητες», δηλαδή ικανότητα κατανόησης μεγάλων κειμένων, ανάγνωσης διαγραμμάτων και χρήση διαδικτυακών τόπων;
Όταν η ανάπτυξη βασίζεται πλέον στη συνεχή ανανέωση της γνώσης – γνώσεις-οδηγημένη οικονομική ανάπτυξη – τι ελπίδες έχουμε στην Ελλάδα για ισχυρή ανάπτυξη με βάθος, βιωσιμότητα και διάρκεια, όταν το 19% των Ελλήνων αποφοίτων πανεπιστημίου είναι «λειτουργικά αναλφάβητοι»;
Δεν προσποιούμαι ότι είμαι ειδικός, αλλά από τα κείμενα και τις αναλύσεις που έχω διαβάσει και το γεγονός ότι υπήρξε ένας τόσο ευρύς διάλογος για την εκπαίδευση και τη σύνδεσή της με την οικονομία σίγουρα με γεμίζει αισιοδοξία, οι πιο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις αφορούσαν τον πλήρη και ριζικό επαναπροσανατολισμό του ελληνικού σχολείου, ήδη όχι ως όχημα εισόδου στο πανεπιστήμιο -όπως συμβαίνει σήμερα- ως «μικρό φροντιστήριο» με δημόσια δαπάνη- αλλά για ανάπτυξη κριτικής σκέψης, καλλιέργεια ήπιων δεξιοτήτων και αξιοποίηση νέων τεχνολογιών .
Ξέρω, ακούγεται προφανές, αλλά γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνει πραγματικότητα; Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ποια συμφέροντα το εμποδίζουν αυτό; Είναι μόνο οι Πανελλήνιες εξετάσεις πάνω στις οποίες χτίζεται ολόκληρη η σχολική αρχιτεκτονική ή είναι η κουλτούρα των καθηγητών που παράγει αυτό το απογοητευτικό αποτέλεσμα; Ή μήπως φταίει και η απελευθερωτική, δήθεν προοδευτική προσέγγιση των γονέων στην πειθαρχία των μαθητών; Πώς το ελληνικό σχολείο πέρασε από όργανο κοινωνικής προόδου στην επίτευξη ακαδημαϊκής μετριότητας; Πώς γίνεται το 28% των αποφοίτων Λυκείου να είναι λειτουργικά αναλφάβητοι; Δεν έχω τις απαντήσεις, αλλά νομίζω ότι αυτές είναι ερωτήσεις που θα τεθούν κατά τη διάρκεια του διαλόγου.
Οι αλλαγές στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση -και φαίνεται να υπάρχει σχεδόν ομοφωνία σε αυτό- πρέπει να συνοδεύονται από την ταυτόχρονη ανάπτυξη της τεχνικής εκπαίδευσης, γιατί η ζήτηση της οικονομίας για εξειδικευμένο προσωπικό είναι ήδη επείγουσα και θα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Γεγονός που μας φέρνει σε άλλο πρόβλημα. Στη δομή των ελληνικών πανεπιστημίων. Όπως έγραψε ο καθηγητής Κώστας Κωστής, με το οποίο λίγοι θα διαφωνούσαν, «γιατί υπάρχουν τόσα τμήματα ιστορίας, πολιτικών επιστημών, κοινωνιολογίας, οικονομικών, στα οποία οι φοιτητές εισέρχονται με εξαιρετικά χαμηλές βαθμολογίες και επομένως χωρίς ενδιαφέρον για το θέμα, τη στιγμή που οι απαιτήσεις παραγωγής και η κοινωνική κατάσταση της χώρας είναι εντελώς διαφορετικές; (βλ. KReport, Being and Appearing).
Φυσικά, οποιαδήποτε προγραμματισμένη αλλαγή θα αποδώσει μόνο με την πάροδο του χρόνου και μπορεί να δούμε τα αποτελέσματα δεκαετίες αργότερα, αλλά δεν υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω καθυστερήσεις. Την εισαγωγή πραγματοποίησε η Νίκη Κεραμέως και υπήρξε μεγάλη αντίδραση ακόμα και στις εμφανείς αλλαγές, και τώρα ήρθε η ώρα για το μεγάλο άλμα. Φυσικά, η ευρεία αποδοχή της μεταρρύθμισης από τις πολιτικές δυνάμεις και τους καθηγητές θα ήταν πολύ σημαντική, αλλά αυτή η προσδοκία είναι μάλλον αφελής αισιοδοξία. Όλες οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα υπόκεινται στις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής και εργαλειοποιούνται από κόμματα για τις ανάγκες της σημερινής αντιπαράθεσης εντός και εκτός κοινοβουλίου.
Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι και αυξάνει περαιτέρω την ευθύνη του Κυριάκου Πιερρακάκη. Η εισαγωγή του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στη Βουλή είναι μια καλή αρχή, αλλά τα αποτελέσματα και τα οφέλη είναι πιθανό να είναι περισσότερο οικονομικά παρά εκπαιδευτικά. Αυτό σίγουρα θα βαθύνει τη δυσαναλογία που δείχνει ο ανταγωνισμός PISA μεταξύ μαθητών ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων.
Ανυπομονούμε για τη συνέχεια. Ελπίζω να μην απογοητευτούμε.