Ο Απρίλιος είναι μεσολογγίτικος μήνας. Στις 19 Απριλίου 1824, πριν από διακόσια χρόνια, πέθανε στο «αλωνάκι» ο Τζορτζ Γκόρντον Νόελ Μπάιρον, γνωστός του Λόρδου Μπάιρον. Δύο χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 10ης προς την 11η Απριλίου 1826, η έξοδος των πολιορκημένων συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο. Και πρώτοι, οι ίδιοι οι Έλληνες, των οποίων τα πολιτικά πάθη απείλησαν την επανάσταση με πικρό τέλος. Όπως προειδοποίησε ο Βύρων, κινδύνευαν να γίνουν αθύρματα στα χέρια ξένου βασιλιά ή να εξοντωθούν από τους Τούρκους.
Πολλοί Έλληνες συγγραφείς αφιέρωσαν τα ποιήματά τους στον Βύρωνα: Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς, Αλέξανδρος Τσούτσος, Αχιλλέας Παράσχος, Προβελέγιος, Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Καρυωτάκης, Γρυπάρης, Δροσίνης, Πολέμης κ.λπ. Το «λυρικό ποίημα» «Περί θανάτου του Λόρδου Βύρωνα» αποτελείται από 166 τετράστιχα ποιήματα στροφές σε χτυπητό, τροχαϊκό μέτρο, όπως στο δίστιχο του «Ύμνος στην Ελευθεριανά». Γράφτηκε τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο του 1824, αλλά οι δύο πρώτες στροφές εμφανίστηκαν μόλις το 1849. άλλωστε ο Σολομών δεν τον πολυσκέφτηκε.
Η διαφωνία είναι επώδυνη
Αρκετά κοινά στοιχεία του «Ύμνου» και ένας θρήνος για τον Βύρωνα, και πάνω απ’ όλα, η Μεσόλογγα και προτροπές για αποφυγή διχόνοιας. Στον «Ύμνο», η «επώδυνη» διχόνοια κρατά σκήπτρο. Στο ποίημα για τον Βύρωνα, η «Θεομισούσα Διχόνοια» απεικονίζεται ως «να κρατά κάτι φιδίσιο / που έβγαλε από την καρδιά της». Το ποίημα τελειώνει με Διχόνοια, συγκεκριμένα με μια ευχή που απευθύνεται στους επαναστάτες των «ελληνικών φαντασμάτων»: «Η διχόνοια στοιχειώνει / Ελλάδα. αν ηττηθεί, / ΜΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ, / το όνομά σου θα ξαναζωντανέψει». Νωρίτερα, στις στροφές 81-82, ο Σολομών παρακαλεί να σωπάσουν τα πολιτικά όπλα, και μέσω του στόματος του Βύρωνα: «Και τους φώναξε: «Μακρυά / από την καταιγίδα του Εριάν. / Ω, τι κάνεις; Πού πηγαίνεις; / Συμπεριφερθείτε ειρηνικά. // αλλιώς θα βρεθείς / με ξένο βασιλιά, / ή θα καταστραφείς / από τα χέρια της αγαρίνης».
Το πιο σημαντικό κοινό στοιχείο και των δύο σχετικών σολομωνικών ποιημάτων είναι φυσικά η Ελευθερία. Ωστόσο, από το ξεσηκωτικό και χαρούμενο «Χαίρε, ω Χαίρε, Ελευθερία» περάσαμε στο πικρό και οδυνηρό «Κλάψε, Κλάψε, Ελευθερία»: «Ελευθερία, σταμάτα για μια στιγμή / χτυπάς με το σπαθί. / τώρα προσκυνήστε και κλάψτε / στο σώμα του Βύρωνα.» Και εμβληματικά: «Άκου, Βύρωνα, τι πένθιμο / κάνει όταν σε χαιρετά, / η πατρίδα των Ελλήνων· / κλάψε, κλάψε, Ελευθερία».
Η κηδεία του Βύρωνα σημαδεύτηκε από το Μεσολόγγι, όπως και η κηδεία του Αρχηγού Σουλιώτη έντεκα μήνες νωρίτερα.
Ποιος θα είναι ο πρώτος που θα προσκληθεί στην κηδεία του Βύρωνα; «Πρώτοι ας είναι οι Σουλιώτες». Ο Σολομών διατήρησε τον σεβασμό του γι' αυτούς ανέπαφο, αν και, καθώς ήταν καλά πληροφορημένος, μπόρεσε να μάθει κάποια εξαιρετικά αποκαρδιωτικά πράγματα για τα σοβαρά παράπονα τόσο των πολιορκημένων Μεσολογγιτών όσο και του Βύρωνα για τη συμπεριφορά ορισμένων Σουλιώτιων οπλαρχηγών, καταγγελίες που απαθανατίστηκαν στα Απομνημονεύματά του. Μαχητές '21, Νικόλαος Κασομούλης, πρ. και Αρτέμιος Μίχος. Όταν ο ποιητής μιλάει για τους Σουλιώτες, έχει στο μυαλό του τον γενικό τους αντίστοιχο, τον Μάρκο Μπότσαρη. Ένας διοικητής τίμιος ανάμεσα στους ζωντανούς, δοξασμένος ανάμεσα στις σκιές του Κάτω Κόσμου. Άλλωστε, αφιέρωσε το ποίημά του στον Μάρκο: «Δεν έκλεισαν τα χείλη / στον Μάρκο ακούμπησε το κορμί· / Ο Μάρκος πέθανε, ο Μάρκος πέθανε / θλίψη, μεγάλο κλάμα / και θρήνος, και έκλαψα πολύ.» Και ο Κάλβος αναφέρει μόνο τον Μάρκο στην ωδή του «Εις Σούλι»: «Ω άγγελοι, πού διορίσατε / φύλακες των δικαίων, / Σελλαΐδες σώσατε / παιδιά και Μποτχαρίνα / για την Ελλάδα».
Ο θάνατος του Μάρκου
«Η φλάμπουρα, όπλο λατρείας, / ας γυρίσει προς τη γη, / όπως στράφηκε / μετά τον θάνατο του Μάρκου», γράφει ο Salomon, θυμίζοντας τη συγκλονιστική κηδεία του Μπότσαρη, που καταγράφεται και στα μοιρολόγια της πόλης: «Υπήρχε μεγάλο πένθος στο Μεσολόγγι, / Μάρκο, κύριε εκκλησία, Μάρκο ο άρχοντας στον τάφο.» Ο ποιητής παρουσιάζει τον αποθανόντα Βύρωνα ως φιλότιμο καλεσμένο στον τάφο του Μάρκου: «Αναστενάζει άυπνος, / και στην πικρή πλάκα / που σκεπάζει τον Μπότσαρη / μένει πολλές ώρες. // Υπάρχει ένα νεκροκρέβατο / κι ένας άλλος φοβερός / στους πρόποδες του λόφου, / και ο ναός είναι απέναντί του». Ο «καταπληκτικός άνθρωπος», όπως γνωρίζουμε από τις «Σημειώσεις» του ποιητή, είναι ο «γενναίος Κυριακούλης [Μαυρομιχάλης] όπου σκοτώθηκε στο Φανάρι. Ο Μάρκος και αυτός είναι ξαπλωμένοι μπροστά στο Άγιο Βήμα της Εκκλησίας της Παναγίας, απ' έξω».
Στη στροφή 115, ο Ζακύνθιος απευθύνεται στον Άγγλο: «Πες μου, γενναίο, ποιες είναι οι γενναίες σκέψεις σου που εξετάζουν / αυτή η πολύωρη καθυστέρηση / η ταφή του Μάρκου;». Εδώ αλληλεπιδρούν η φυσική και η μεταφυσική. Ή μάλλον, ο Σολομών δίνει με μαεστρία μια μεταφυσική διάσταση στην υλικότητα των πληροφοριών του. Ενώ ο Βύρων δεν μπορούσε να γνωρίζει πού θα ταφεί, ο Σόλομον μπορούσε να ξέρει πού θάφτηκε μόνο χάρη στο εξαιρετικό δίκτυο επαφών του.
Η κηδεία του Βύρωνα σημαδεύτηκε από το Μεσολόγγι, όπως και η κηδεία του Μπότσαρη έντεκα μήνες νωρίτερα. Παραθέτω από το βιβλίο του 1881 «Ο θάνατος του Μάρκου Βότσαρη – Η ζωή του Λόρδου Βύρωνα και ο θάνατός του», μετάφραση από τα ιταλικά από τον Κερκυραίο Σπυρίδωνος Γουλή. Ο συγγραφέας δεν αναφέρεται. «Το φέρετρο ήταν μαύρο, με ξίφος και στεφάνι από χρυσό και αλόη, ακολουθούμενο από φρουρούς του Μεσολογγίου και αμέτρητους πολίτες και μετά από τρεις μέρες το έθαψαν στο ναό όπου αναπαύονταν τα οστά του Μάρκου Βότσαρη. Έτσι ο αετός του Σούλιου και το αγγλικό λιοντάρι βρέθηκαν κάτω από το σταυρό αυτού του τάφου».
Γράμμα
Τι ήξερε ο Βύρων ότι μάλλον δεν ήξερε ο Σολομών; Όπως αφηγείται ο σύμβουλος του Κόμη Πέτρο Γκάμπα στην «Εκθεση του περάσματος του Βύρωνα», που μεταφράστηκε από τον Μπάμπη Άννινο το 1925, η τελευταία επιστολή του Μάρκου απευθυνόταν στον Βύρωνα: «Η Εξοχότητά σας είναι ακριβώς ο άνθρωπος που χρειαζόμασταν. […] Μας απειλεί ένας μεγάλος εχθρικός στρατός, αλλά με τη βοήθεια του Θεού και της Εξοχότητάς σας θα βρουν εδώ επαρκή αντίσταση. Απόψε σκοπεύω να κάνω κάποια απόπειρα εναντίον μιας ομάδας Αλβανών έξι ή επτά χιλιάδων που είναι στρατοπεδευμένοι σε αυτό ακριβώς το μέρος. Μεθαύριο θα ξεκινήσω με κάποιους άντρες μου για να λάβω απάντηση από την Εξοχότητά σας. Μην καθυστερείς, έλα.”
Το γράμμα έφτασε στον Βύρωνα τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Μάρκους. Της ήρθε λοιπόν το ιερό «φάντασμα».