Συγγραφέας: Δημήτρης Τσαγκάρης – Χαράλαμπος Ανδριώτης
Από το 2014, η ελληνική φορολογική διοίκηση έχει το μοναδικό προνόμιο να βεβαιώνει εκ των προτέρων μετά την ολοκλήρωση του φορολογικού ελέγχου και να ενημερώνει μόνο τον ελεγχόμενο για τις σχετικές πράξεις – ανεξάρτητα από τη χρήση ανοιχτής προσφυγής – το 100% των φόρων, τόκων και προστίμων που καταλογίζονται. .
Ένα μοναδικό προνόμιο διότι, σε αντίθεση με τις ιδιωτικές διαφορές στις οποίες έπρεπε να οριστικοποιηθεί η αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης -δηλαδή κατ’ αρχήν έπρεπε να αξιολογηθεί βάσει δύο επιπέδων δικαιοδοσίας- τα ποσά που ορίζονται μονομερώς από τη φορολογική διοίκηση έχουν άμεση εκτελεστότητα.
Ειδικότερα, μετά την παρέλευση της εκ του νόμου προβλεπόμενης προθεσμίας καταβολής τους -δηλαδή 30 ημέρες από την υποβολή τους χωρίς να υποβληθούν σε δικαστική εκτίμηση- καθίστανται απαιτητά.
Οι λόγοι αυτού του ειδικού προνομίου σχετίζονται ιδίως με την αρχή της νομιμότητας, η οποία εφαρμόζεται συνήθως σε μια διοίκηση της οποίας οι πράξεις απολαμβάνουν «τεκμήριο ορθότητας» από την ημερομηνία έκδοσής τους μέχρι την ενδεχόμενη κατάργησή τους ή ακύρωσή τους από αρμόδιο δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, που εκδίδονται από μια διοίκηση που κατά βάση “δεν κάνει λάθη” – αποτελούν σημαντικό τίτλο για άμεση διερεύνηση της παραλαβής τους.
Υπενθυμίζουμε ότι αυτή η «αρχιτεκτονική» των φορολογικών οφειλών υπάρχει διαχρονικά με αισθητή διαφορά:
Ο νομοθέτης αρχικά – διαπιστώνοντας αφενός το ενδεχόμενο λάθους της φορολογικής διοίκησης και αφετέρου τη στιγμή εξέτασης φορολογικής καταγγελίας που αναφέρει σημαντικό λάθος – (σοφά) καθιέρωσε μηχανισμό προεπιβεβαίωσης με κατάθεση έφεση.
Ωστόσο, ο σχετικός αριθμός πιστοποιητικών υποβλήθηκε σε μεταγενέστερες νομοθετικές αλλαγές, με αποτέλεσμα το ποσοστό προβεβαίωσης 10% (εφαρμόζεται από το 2004 βάσει του Ν. 3296/2004, το οποίο ουσιαστικά μειώθηκε από το τότε ισχύον 20 %) αυξήθηκε στο 25% με τον Ν. 3842/2010, στη συνέχεια στο 50% με τον Ν. 3943/2011, για να φτάσει στο 100% από την 1η Ιανουαρίου 2014 με την ψήφιση και έναρξη ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Ο υποτιθέμενος σκοπός αυτών των αλλαγών είναι να ασκήσουν πίεση στα μνημόνια και να ανακουφίσουν τα δικαστήρια εμποδίζοντας την άσκηση ψευδών προσφυγών με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση της πιστοποίησης.
Ωστόσο, η εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της κοινωνίας ήταν και είναι πραγματική επιδίωξη.
Επιπλέον, αυτά τα ποσοστά των αρχικών εγκρίσεων και τελικά των πλήρους εγκρίσεων δεν συνοδεύτηκαν από αντίστοιχη αύξηση της διάρκειας της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα ο καταδικασθείς, με όλες τις προκύπτουσες ζημίες, να μένει όμηρος για το 100% αυτών των οφειλών για επί σειρά ετών.
Οφειλές από τις οποίες, όπως θα εξηγηθεί, δεν είναι εντελώς απαλλαγμένες από οποιασδήποτε μορφής προσωρινή δικαστική προστασία, εκτός από την ακύρωσή τους από αρμόδιο δικαστήριο.
Σήμερα, λοιπόν, φορολογούμενος που υπόκειται σε φορολογικούς νόμους και κυρώσεις, ακόμη κι αν υποβάλει καταγγελία εναντίον τους, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του συνόλου της οφειλής.
Ποιες είναι λοιπόν οι δυνατότητες με τις οποίες ένας φορολογούμενος θα μπορούσε νομικά να αποφύγει την άμεση εξόφληση (μέρος ή το σύνολο) των επίδικων οφειλών;
Ι. Ο ίδιος ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας παρέχει στον εκκαλούντα φορολογούμενο, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής (αρχικά προσωρινής και στη συνέχεια δικαστικής), τη δυνατότητα καταβολής του 50% των επίδικων ποσών φόρων και προστίμων ως προϋπόθεση για την αναστολή είσπραξης το υπόλοιπο 50%.
Προσοχή στην παραλαβή, όχι στην επιβεβαίωση!
Το ποσό καταβάλλεται άπαξ κατά την άσκηση της προσφυγής ή – επί του παρόντος – και με υπουργική συμφωνία, όταν το ποσό του 50% συμπληρώνεται σε δόσεις.
Λάβετε υπόψη ότι αυτή η αναστολή λαμβάνει χώρα μόνο εάν ο αιτών φορολογούμενος καταβάλει οικειοθελώς το ποσό του 50%, και όχι εάν εσείς – με δική σας πρωτοβουλία, αφού, μεταξύ άλλων, με κατάσχεση ή συμψηφισμό – μερικές φορές εισπράττει το 50% της αμφισβητούμενης απαίτησης.
Μια άλλη επιλογή που προσφέρει στον αναιρεσείοντα φορολογούμενο -και από τον Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας- είναι να υποβάλει μαζί με την προσβαλλόμενη έφεση -ή αυτοτελώς- αίτηση αναστολής ενώπιον της ΔΕΔ ΑΑΔΕ της καταβολής του 50% του ποσού που υπολογίζεται ως προϋπόθεση αναστολή είσπραξης του υπόλοιπου 50%.
Το ίδιο δικαίωμα παρέχεται ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων σε περίπτωση απόρριψης των ανωτέρω. προσφυγές.
Δυστυχώς, από την εμπειρία μας, σε επίπεδο διαδικασίας ΑΑΔΕ, ΑΥΤΟ το αίτημα ΔΕΚΑ σπάνια ικανοποιείται!
Αυτό υπογραμμίζει την πολύ σοβαρή έλλειψη πραγματικής προσωρινής δικαστικής προστασίας κατά τους τέσσερις μήνες αυτής της διαδικασίας.
Θα θέλαμε να επισημάνουμε για άλλη μια φορά ότι η καταβολή (ή η αναστολή) του 50% των δεδουλευμένων και αμφισβητούμενων ποσών δεν αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό μιας αναμφισβήτητης, άρα και νόμιμης, προσφυγής.
Αυτό αποτελεί απλώς προϋπόθεση για να μην επιδιώξει το Δημόσιο την είσπραξη του υπολοίπου 50% των χρεωθεισών ποσών, τα οποία ωστόσο, όπως επιβεβαιώθηκε, συνεχίζουν να φέρουν τόκους από τη στιγμή της κοινοποίησης των πράξεων εκτίμησης στις οποίες βασίζονται.
ΙΙ. Το προαναφερόμενο κενό δικαστικής προστασίας, ιδίως κατά το τετράμηνο της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον του ΔΕΔ, μπορεί να συμπληρωθεί με δικαστική συνδρομή υπό μορφή ένστασης ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου.
Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια, έχει προκύψει πληθώρα διοικητικής νομολογίας που αναγνωρίζει ότι όσο εκκρεμεί φορολογική υπόθεση ενώπιον του ΔΕΔ (εκκρεμής διαδικασία), η φορολογική αρχή έχει το δικαίωμα να επιβεβαιώνει με τόκους φόρους και πρόστιμα βάσει ελέγχου. , αλλά δεν είναι εξουσιοδοτημένο να λάβει πρόσθετα μέτρα διοικητικής επιβολής (κατασχέσεις λογαριασμών, ενοίκια οπτάνθρακα).
Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να προβεί η φορολογική αρχή σε εκτελεστικά μέτρα είναι η προηγούμενη αποστολή ατομικής ειδοποίησης, η οποία αποτελεί την πρώτη ενέργεια πριν από την κατάσχεση. Συχνά είναι δυνατό να παρατηρηθεί ότι η εφορία αποστέλλει ατομικές ειδοποιήσεις οφειλών ενώ η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του ΔΕΔ, ή κινεί απευθείας κατασχέσεις χωρίς καν να στείλει την εν λόγω ειδοποίηση.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο αιτών μπορεί και πρέπει να τυγχάνει δικαστικής προστασίας υποβάλλοντας ένσταση και αίτηση αναστολής ενώπιον διοικητικών δικαστηρίων, υποβάλλοντας αμέσως ένσταση κατά της ατομικής ειδοποίησης ή κατάσχεσης που του επιβλήθηκε.
III Τέλος, πέραν των προαναφερόμενων δυνατοτήτων, ο φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα να ρυθμίσει τις οφειλές του σε 48 δόσεις κατ’ ανώτατο όριο του Ν. 4152/2013 ή εναλλακτικά έως 240 δόσεις με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών που προβλέπεται. στον Ν. 4738/2020 εάν τα συμβατικά ποσά υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ.
* Ο Δημήτρης Τσαγκάρης είναι οικονομολόγος στη ΜΑ-Φοροτεχνής, Γενικός Διευθυντής της FAO Economics AE
* Ο Χαράλαμπος Ανδριώτης είναι δικηγόρος – ειδικός σε νομικό φοροτεχνικό