Ενώ αποτελεί μια εμβληματική μορφή στην ευρωπαϊκή τηλεόραση, ο Νίκος Αλιάγας διατηρεί μια παιδική περιέργεια και ταπεινή στάση απέναντι στην άλλη ουσιαστική ασχολία της ζωής του: την καλλιτεχνική φωτογραφία.
Έχει εκθέσει πολλές φορές το έργο του τα τελευταία 20 χρόνια, το οποίο περιλαμβάνει από πορτραίτα διάσημων προσωπικοτήτων από τον κόσμο των γραμμάτων και τεχνών, έως νοσταλγικά απομεινάρια των παιδικών του καλοκαιριών. Σήμερα, το κατηγοριοποιεί και παρουσιάζει σε μια καινούρια ιστοσελίδα: nikosaliagasphotos.com
Μάλιστα, εκτός από τη νέα του ιστοσελίδα, κυκλοφόρησε και το τελευταίο βιβλίο του, «Το ελληνικό πνεύμα» / L’esprit Grec (Editions des Belles Lettres) όπου συλλέγει αποφθέγματα από Έλληνες της Αρχαιότητας και της σύγχρονης εποχής, συνοδευόμενα από φωτογραφίες της χώρας μας.
Τον ρωτήσαμε, λοιπόν, για το πώς γεννήθηκε το πάθους του για τη φωτογραφία, τη σχέση του με τη γη των παππούδων του αλλά και το γιατί τον γοήτευσε η τέχνη της μαυρόασπρης φωτογραφίας.
Tι σας τραβάει στη φωτογραφία;
Ασχολήθηκα με την ιδέα της φωτογραφίας όταν συνειδητοποίησα, όντας ακόμα παιδί, ότι το πέρασμα του χρόνου και η ακαταμάχητη βαρύτητα του δεν είχαν αντίπαλο. Ξεκίνησε από μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του παππού μου, λίγο πριν το πόλεμο θαρρώ. Ήταν νιόπαντρος και όμορφος σε ένα χωράφι, σαν ζωγραφισμένος μέσα στο κάδρο. Ρώτησα τη γιαγιά μου ποιος ήταν αυτός ο ξένος κύριος στην κορνίζα και μου απάντησε γελώντας «Ποιος ξένος παιδί μου; Ο παππούς σου είναι, ο Νίκος. Απλά εκεί είναι νέος». Νέος; Δεν ήταν πάντα παππούς; Τότε κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος στην εικόνα ήταν η ίδια ύπαρξη με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τα τρεμάμενα χέρια που στέκονταν κάθε απόγευμα κάτω από την κληματαριά της αυλής αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα. Ομολογώ ότι ταρακουνήθηκα.
Με την απόσταση του χρόνου, εάν προσπαθήσω να αποκωδικοποιήσω το τι σήμαινε αυτή η στιγμή για το πιτσιρικά που ήμουν, θα έλεγα ότι εμμέσως ήταν και η πρώτη επαφή με ενσάρκωση του χρόνου, την ιδέα ενός τέλους και κατ’επέκτασιν με την πιθανότητα του θανάτου. Μια φωνή μέσα μου έλεγε ήδη ότι τα πάντα αλλάζουν, θα περάσουν και θα χαθούν. Ίσως, να ξύπνησε κάπως πρόωρα ένας υπαρξιακός φόβος μέσα μου αλλά ήταν σίγουρα καθοριστικός στις μετέπειτα επιλογές της ζωής μου. Θέλησα να ζήσω κάθε στιγμή μέχρι το τέλος… Θυμάμαι ότι από μικρός σημείωνα στιγμές του παρόντος για να μην τις ξεχάσω στο μέλλον.
«Το σήμερα είναι το χθες του αύριο» λέει κάπου μια επιγραφή σε ένα αρχαίο ηλιακό ρολόι. Αυτή είναι αναμφισβήτητα η διάσταση της φωτογραφίας που με τραβάει ακόμα, ένας μυστικός διάλογος μεταξύ ορατού και αοράτου, όπου ο χρόνος παίζει με τις πεποιθήσεις και τους φόβους μας. Δεν αντιστέκεσαι στο πέρασμα του γιατί στο τέλος πάντα κερδίζει, μια φωτογραφία ίσως να παίζει τον ρόλο της υπενθύμισης… Vanitas vanitatum et omnia vanitas (ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης).
Γιατί έχετε αποφασίσει να κάνετε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και τι θέλετε να απαθανατίσετε μέσα από αυτές;
Προσπαθώ να αναγνωρίσω το εφήμερο και το εύθραυστο και την όποια απόχρωση τους στο ασπρόμαυρο κάδρο γιατί το έγχρωμο με παραπέμπει στη σημερινή εποχή όπου η εικόνα είναι άπιαστη και αναλώσιμη. Ίσως, επίσης γιατί το ασπρόμαυρο εμπεριέχει εξαρχής ένα ιδιαίτερο χρονότοπο. Θα μπορούσα τεχνικά όταν επεξεργάζομαι μια εικόνα να επιδοθώ στην εξερεύνηση χρωματομετρικών αποχρώσεων, αλλά επιλεγώ να μη το κάνω γιατί «βλέπω» τον κόσμο ασπρόμαυρα. Σαν μια παλιά film noir ταινία που παραδόξως δεν χάνει ποτέ το άρωμα της. Όχι, από μανιχαϊσμό αλλά από αγάπη για αυτό τον παράξενο «μονόχρωμο» σκηνικό που μεταμορφώνει την αίσθηση σε διήγημα.
Είμαι γενικά δύσπιστος απέναντι στην κυριαρχία του χρώματος, η αισθητική του σύγχρονου μπορεί να ενθουσιάζει στην αρχή, αλλά μετά από λίγο θα μετατραπεί και αυτή σε παρελθόν. Το ασπρόμαυρο έχει άπειρες αποχρώσεις και αντιστοιχίες με κάθε χρώμα, ακόμα κι αν από τεχνικής άποψης δεν θεωρούμε το μαύρο και το άσπρο ως χρώματα από μόνα τους. Ο θρυλικός ζωγράφος Πιερ Σουλάζ πέρασε μια ολόκληρη ζωή εξερευνώντας το «πέρα από το μαύρο», εκεί όπου υπάρχει ένα ανακλώμενο φως, μια υπόσταση που δεν εκλαμβάνεται εκ πρώτης όψεως. Είχα την ευκαιρία να μοιραστώ κάποιο χρόνο μαζί του και να τον φωτογραφίσω πριν τον θάνατό του και με εξέπληξε ο τρόπος με τον οποίο έχει αφιερωθεί, σώμα και ψυχή, στην αναζήτηση αυτής της σχεδόν μεταφυσικής διάστασης. Το μαύρο που μετουσιώθηκε στα έργα του έγινε διαχρονικός πομπός διαύγειας, ένα είδος «μυστικού φωτός» που αγγίζει βαθιά ακόμα και τους μη μυημένους στους οποίους ανήκω.
Αυτή την μυστική αφηγηματική διάσταση προσπαθώ να προκαλέσω με τον φακό μου, δεν μου αρέσει να προβλέπω αλλά να αφήνομαι την στιγμή όταν έρχεται. Σαν αποκάλυψη, με τελείως αφαιρετικό τρόπο, πάντα σε εγρήγορση, χωρίς να είμαι ποτέ σίγουρος για το αποτέλεσμα. Να συνδέομαι και να αναζητώ μια μορφή εσωτερικού διαλόγου με αυτό που προβάλλεται απέναντι μου εκείνη την στιγμή. Άνθρωποι, τοπία, τα ζωντανά… Τα πάντα είναι διάλογος.
Δεν θεωρείτε ότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία παροτρύνει σε μια δραματοποίηση του κάδρου;
Σίγουρα καθορίζει το αρχικό αισθητικό πλαίσιο αλλά δεν είναι αυτό που κατά τη γνώμη μου ορίζει την σημειολογική υπόσταση της εικόνας. Είναι απλά ένα εργαλείο που με το χρόνο μπορεί να μετατραπεί σε κάτι άλλο. Για παράδειγμα, το μαύρο δεν ήταν πάντα το αντίθετο του λευκού στην αντίληψη μας, στην αρχαιότητα θεωρούνταν ότι το αντίθετο του μαύρου ήταν το κόκκινο, και αυτό που είχε σημασία ήταν η φωτεινότητα ή η λάμψη του κάθε χρώματος. Αν παρατηρήσουμε τη συνύπαρξη του κόκκινου και του μαύρου στα ελληνικά κεραμικά από τον αιώνα του Περικλή, θα καταλάβουμε ότι προσπαθούσαν να δώσουν πυκνότητα και προοπτική στις σχεδιασμένες μορφές, για να εκφράσουν τον λόγο ύπαρξης της απεικόνισης. Τα πλαίσια αλλάζουν αλλά η αναζήτηση της αληθινής στιγμής είναι κάτι πιο ουσιαστικό.
Με τον ίδιο τρόπο, η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι ζήτημα προοπτικής, ευνοεί μια μορφή φυσικής αφαίρεσης και αναγκάζει τον φωτογράφο να επικεντρωθεί στο συναίσθημα της στιγμής και όχι στα συνειδητά χρώματα της εποχής. Πέρα από το εργαλείο, το γιατί έχει σημασία. Μια εικόνα του Παρισιού της δεκαετίας του 1930 του Μπρασάι είναι αριστουργηματική γιατί μετά από σχεδόν εκατό χρονιά με προσκαλεί ακόμα σε μια ονειρική διάσταση που υπάρχει ακόμα τη νύχτα στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας. Αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους, όταν φωτογραφίζω τα χέρια ενός ψαρά στην Ύδρα, στην νότια Γαλλία ή στην Σρι Λάνκα, τον ίδιο άνθρωπο αναζητώ. Το αρχέτυπο του ανθρώπου της θάλασσας για τον οποίο η γραμμή του ορίζοντα είναι χαρά, λύπη, επιβίωση, αποχωρισμός και υπόσχεση. Ο Καναδός φωτογράφος Τεντ Γκραντ έλεγε ότι «στην έγχρωμη φωτογραφία βλέπουμε τα ρούχα των ανθρώπων ενώ στην ασπρόμαυρη αντικρίζουμε την ψυχή τους».
Όταν κάποιος κοιτάζει τις φωτογραφίες σας, αν γνωρίζει λίγο τη δουλειά σας, καταλαβαίνει κατευθείαν ότι πρόκειται για δικό σας έργο. Πώς αποκτήσατε αυτήν την πολύ συγκεκριμένη ματιά;
Μου είναι δύσκολο να απαντήσω γιατί με τα χρονιά η ματιά και η αισθητική των φωτογράφων ωριμάζει. Στην αρχή, αν και αυτοδημιούργητος, ήμουνα σίγουρος για το τι αναζητούσα: λιτότητα, σκληρή φωτοσκίαση, αντίθεση, κοντινό πλάνο και πολλά τέτοια, σήμερα δεν είμαι πλέον σίγουρος για τίποτα από όλα αυτά. Ίσως, με τη βοήθεια του χρόνου να άρχισα να συνειδητοποιώ το τι δε θέλω. Δε θέλω να υποδείξω, να εντυπωσιάσω ή να αποδείξω άρον άρον κάτι. Δε θέλω να θυσιάσω τη φαντασία και τον ενθουσιασμό μου στον βωμό του κανόνα. Αισθάνομαι απλώς την ανάγκη να μοιραστώ την μαρτυρία μου σαν μια ανθρώπινη καλημέρα που λέμε στον δρόμο σε κάποιον περαστικό.
Ο κόσμος που βλέπει τις εκθέσεις μου πολλές φορές λέει πως δε γνώριζε αυτήν τη μελαγχολική μου πλευρά. Δε βλέπω όμως μελαγχολία στις φωτογραφίες μου, δε βλέπω ούτε καν τον εαυτό μου όσο κι αν λένε ότι ο φωτογράφος αποτυπώνει τον δικό του εσωτερικό κόσμο μέσα από άλλους. Σε αυτό τον αεικίνητο διάλογο ίσως να διακρίνω σαν κοινό παρονομαστή μια δόση νοσταλγίας. Μια γενικότερη ατμόσφαιρα που προσκαλεί σε έναν εσωτερικό νόστο, σε μια ανάγκη επιστροφής στην ουσία, «στις βασικές μας τις αρχές» που λέει και ο Σαββόπουλος.
Με συγκινούν πολλά πράγματα γύρω μου: αυτοί που δεν ξέχασαν και συνάμα ελπίζουν, αυτός που αποδέχεται τα σημάδια του χρόνου στο πετσί του μου προκαλεί σεβασμό, τα μάτια που διαβάζουν τις ψυχές μέσα στο ημίφως, τα ροζιασμένα χέρια της εργατιάς (ο πατέρας μου ήταν ράφτης), η μοναξιά του καλλιτέχνη πριν βγει στη σκηνή, η ανασφάλεια και η λαχτάρα μιας μάνας, ένα παιδί που δε γνωρίζει ακόμα το πόσο σκληρή είναι η ζωή και αντιθέτως ένα παιδί που η ζωή το έκανε πρόωρα σκληρό, η αγκαλιά του νεογέννητου, ο ασπασμός του ετοιμοθάνατου… Γενικά όλες οι μορφές που φαίνονται ριζωμένες στο εδώ και στο τώρα, αλλά των οποίων η αύρα ταξιδεύει αλλού, με εμπνέουν πολύ. Ό,τι ξεφεύγει εν αγνοία μας από το κάδρο με κρατάει ζωντανό. Το «between the lines» που λένε οι Αγγλοσάξωνες.
Θέλω να αγκαλιάσω τους ανθρώπους που φωτογραφίζω, να τους παρηγορήσω, να τους πω: «Σε είδα, σε αισθάνθηκα, μην ανησυχείς. Είμαι μαζί σου». Η γυναίκα μου είναι ψυχολόγος και χαριτολογώντας μου λέει συχνά πως πρέπει να πάω να μιλήσω κάπου (γέλια). Μιλάω μέσα από τον φακό μου και αυτό θεραπεία είναι. Αυτά που αναζητώ προφανώς να ήταν ήδη κωδικοποιημένα κάπου μέσα μου στα κιτάπια που κληρονόμησα από τους προγόνους μου.
Γιατί ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος, ηθοποιός και συγγραφέας αποφασίζει να ανοίξει άλλο ένα πεδίο δημιουργίας και να εξερευνήσει άλλο ένα μέσο έκφρασης; Με άλλα λόγια, τι νεύρο αγγίζει η φωτογραφία που δεν αγγίζουν οι άλλες ασχολίες σας;
Στην αρχή φωτογράφιζα μόνο για μένα, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα αισθανόμουν την ανάγκη να το μοιραστώ. Η αλήθεια είναι ό,τι κι αν αναζήτησα στη ζωή μου, «εδώ στου δρόμου τα μισά» όπως λέει ο Ελύτης, το έκανα «με και μέσα» από τους ανθρώπους, ό,τι αξίζει και αντιστέκεται στον χρόνο επιστρέφει στον άνθρωπο. Τα αλλά είναι δανεικά τρόπαια. Δεν ολοκληρώνεσαι εύκολα στο φαίνεσθαι της δημοσιότητας, μοιάζει μετέωρο βήμα που δεν οδεύει πουθενά.
Περνώντας πίσω από τον φακό, όπως όταν ξεκίνησα ως οπερατέρ στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, ξαναβρήκα μια μορφή ελευθερίας στις κινήσεις μου και προφανώς μια γραφή που είχα σχεδόν ξεχάσει. Χίλιες φορές μόνος σε ένα χωράφι να φωτογραφίζω προβατάκια και βοσκούς! Θα μου διδάξουν περισσότερα από μια κοσμική βραδιά. Έχω την εντύπωση ότι η σιωπή μιας φωτογραφίας μου προσέφερε μια απόσταση ασφαλείας σε σχέση με τον θόρυβο που διχάζει την εποχή μας. Δεν είχα ποτέ αυταπάτες και η φωτογραφική διαδικασία με προστάτεψε ως προς αυτό. Δε θεωρώ τον εαυτό μου επαγγελματία φωτογράφο, ονειρευτής είμαι που προσπαθεί να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του. Αυτό μετράει… Να προσπαθείς.
Είναι η φωτογραφία ένα μέσο σύνδεσης με τις ρίζες σας; Με έναν πιο ταπεινό, αφιλτράριστο εαυτό;
Κατά κάποιον τρόπο ναι. Η αείμνηστη φίλη μου και φωτογράφος Σαμπίν Βάις η οποία έφυγε σε ηλικία 97 χρόνων το 2021, μου έλεγε πως οι φωτογράφοι αναζητούν πάντα ένα κομμάτι του χαμένου εαυτού τους. Ως προς αυτό, το γεγονός ότι φωτογραφίζω συχνά τη γενέτειρα των γονιών μου, τους ανθρώπους της γης και της θάλασσας, με συνδέει με τους προηγούμενους, άρα με όλους αυτούς χάρη στους οποίους υπάρχω.
Δεν είναι λίγο το να σκεφτεί κανείς πως είμαστε ένας μικροσκοπικός κρίκος σε μια ενιαία ανθρώπινη αλυσίδα. Η Ελλάδα σίγουρα έπαιξε και παίζει ένα ρολό σύνθεσης στην αναζήτηση μου, είναι ευλογημένος τόπος και πολυδιάστατος όπου ο μύθος και η σκληρή πραγματικότητα της ύπαρξης συνυπάρχουν ακόμα εκ θαύματος. Αυτό που λέει ο ταλαντούχος συγγραφέας Γιάννης Κιουρτσάκης: «Κι όμως, σ’ ετούτη τη μικρή απόμερη ακρογιαλιά αφουγκράζεσαι τον σφυγμό του σύμπαντος, όπως δεν τον ακούς σε καμία μεγαλούπολη του κόσμου». Η Ελλάδα μου είναι μόνιμη πηγή έμπνευσης. Κάθε φορά που προσγειώνομαι στην Αθήνα, μα κάθε φορά όμως, τρέχουν δάκρυα στα μάτια μου, τα παιδιά μου με πειράζουν και μετά γελάμε. Μια μέρα θα καταλάβουν. Δεν έχει να κάνει με την κλασική συγκίνηση του απόδημου Έλληνα, είναι κάτι πιο βαθύ που με συνδέει με έναν υπαρξιακό νόστο.
Την Ελλάδα ούτως ή άλλως την κουβαλάω μέσα μου από την πρώτη μέρα που γεννήθηκα στο Παρίσι, όπου κι αν βρεθώ είναι η πυξίδα μου, το πολιτισμικό μου διαβατήριο που με συνέδεσε με άλλους πολιτισμούς και λαούς. Αισθάνομαι όμως μια κοσμογονική ευθυγράμμιση όταν πατάω στη γη μας, κάτι ακαταμάχητο που δεν είμαι ικανός να ερμηνεύσω με λόγια χωρίς να φανώ γραφικός. Ένας λόγος που φωτογραφίζω είναι και αυτός. Την Ελλάδα την αισθάνομαι σαν ποίημα, σαν στίχο του Μάνου Ελευθερίου: «Ό,τι από σένα τώρα έχει μείνει, σε μια φωτογραφία της στιγμής, είναι αυτό που δεν τολμούν τα χείλη, σ’ εκείνο το τοπίο της βροχής».
Κάποιος φωτογράφος που θαυμάζετε και εμπνέεστε από το έργο του;
Είναι πολλοί. Η γαλλική ουμανιστική φωτογραφία υπήρξε τροφή από την πρώτη στιγμή· οι Ενρί-Καρτιέ Μπρεσσόν, Εντουάρ Μπουμπά, Γουίλι Ρονίς, Ρομπέρ Ντουανό, o Αντρέ Κερτέζ και τα τελευταία χρόνια οι Σεμπαστιάο Σαλγκάντο και Γιόζεφ Κουντέλκα.
Σας έλεγα πριν για τη Σαμπίν Βάις, και ο Ζαν Μαρί Περιέ με συμβούλεψε όταν είχα ανασφάλειες. Του εκμυστηρεύτηκα πως κάποια στιγμή αισθανόμουνα κάπως άβολα να φωτογραφίζω μια μέρα τον Μπραντ Πιτ στο Λος Άντζελες και μετά από λίγες μέρες να τρέχω σε ένα καταυλισμό με αθίγγανους για να φωτογραφίσω μια γιαγιά τσιγγάνα. Με μάλωσε και μου είπε πως αντιθέτως αυτό πρέπει να συνεχίσω να κάνω από τη στιγμή που το κάνω με σεβασμό κι αγάπη. Η πρόθεση του φωτογράφου είναι πιο σημαντική κι από τη φωτογραφική του μηχανή. Απεχθάνομαι την αναζήτηση του εντυπωσιασμού, αναζητώ το αληθινό. Στα σκληρά χρονιά του κατοχής η Βούλα Παπαϊωάννου κατέγραψε την πραγματικότητα χωρίς να αισθάνεσαι ότι έκλεβε κάτι από την αξιοπρέπεια των πονεμένων. Δε σκηνοθέτησε τον πόνο, αγκάλιασε τους πονεμένους.
Για τους αναγνώστες μας, που δεν έχουν διαβάσει το νέο βιβλίο σας, ένα απόφθεγμα με το οποίο ταυτίζεστε βαθιά;
«Σκιάς όναρ άνθρωπος». Πίνδαρος. Τα είπε όλα και δε χρειάστηκαν πολλά. Μόνο τρεις λέξεις.