Μπορεί να βιωθεί ακόμα και χωρίς μεσολάβηση, γιατί αρκεί να φτάσει κανείς στο στόμα ενός ή πολλών ανθρώπων για να αποκτήσει νόημα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι Ελληνικό τραγούδι δεν μπορεί να μελετηθεί ακαδημαϊκά. Δείτε, για παράδειγμα, τον πλούτο των υπηκόων του επιστημονικό συνέδριο “50 χρόνια Ελληνικό τραγούδι – Κοινωνιολογικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις”που διοργάνωσε στις 26 και 27 Νοεμβρίου το Στούντιο Εικαστικών και Πολιτιστικών Σπουδών της Σχολής Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ: παρουσιάσεις όπως: «Οι πρώτες συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη μετά την πτώση της Χούντας», «Eurovision και ελληνικός τουρισμός», «Ανδριλική και λαϊκό τραγούδι», και επίσης το «Heavy Metal και τα 80s».
Καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας Wasilis Wamwakasμέλος της επιστημονικής επιτροπής του συνεδρίου, σημειώνει καταρχάς ότι από τη μεταπολίτευση και μετά το τραγούδι στην Ελλάδα κατάφερε να συνδυάσει «δύο πολύ σημαντικούς τομείς της νεοελληνικής κοινωνίας, την καλλιτεχνική δημιουργία και την ψυχαγωγία, που δεν βρίσκονταν πάντα στην ίδια όχθη. .” Αναπτύσσεται επίσης μεγάλη μουσική ποικιλομορφία, που μας λέει ότι η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα από μια «έκρηξη είδους», με τα διαφορετικά γούστα του κοινού να γίνονται «ένας ολοένα και πιο σημαντικός άξονας του τρόπου με τον οποίο οι Έλληνες καταναλώνουν τον πολιτισμό και διασκεδάζουν». χρόνια.” Παρά τη σημασία αυτού του τραγουδιού, κ. Βαμβακάσα: “Υπάρχει πολύ λίγη έρευνα για το εύρος και την ποικιλία που έχει αναδειχθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια σε ένα πολιτιστικό προϊόν τόσο μεγάλης ανάπτυξης.”
Η Σχολή Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ διοργανώνει ημερίδα με θέμα την κοινωνιολογική και πολιτισμική προσέγγιση του τραγουδιού.
Σημειώνει ότι στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, το τραγούδι έχει σε μεγάλο βαθμό πολιτικό χαρακτήρα και οι μεγάλες συναυλίες της εποχής είναι «πραγματικά ιστορικές». Γρήγορα όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, «ο βασικός κρίκος του τραγουδιού δεν είναι η πολιτική, αλλά και τα κοινωνικά και προσωπικά ζητήματα». Είναι ενδιαφέρον ότι «το ελληνικό τραγούδι ποικιλοτρόπως, ακόμη και μετά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, όταν δεν έχει πλέον άμεση πολιτική χροιά, λειτουργεί συχνά στην ελληνική κοινωνία με όρους ιδεολογικής πυξίδας». Η δική του δήλωση στο συνέδριο τιτλοφορείται «The Party of Love». Ο ρόλος του ελληνικού τραγουδιού στην ιδεολογικοποίηση της αγάπης. Αυτό σημαίνει, λέει ο καθηγητής, ότι «στην περίπτωση της Ελλάδας, αρκετά τραγούδια που χαρακτηρίζονται από ποίηση -τα «έντεχνα» – συνδυάζουν, πιστεύω, την έννοια της αγάπης και του ρομαντισμού που κυριαρχούν στη λαϊκή ελληνική μουσική όχι μόνο με ιδιωτικά θέματα αλλά και με την κοινωνική αποξένωση στον σύγχρονο κόσμο του ατομικισμού και της εμπορευματοποίησης».
“Κέντρα σκύλων”
Άλλα είδη γιορτάζουν την παράνομη αγάπη, την «τρελή» αγάπη, την «αμαρτωλότητα», ενώ εκφράζουν «έναν νέο ατομικισμό και απελευθέρωση από τις παραδοσιακές ή αστικές κοινωνικές συμβάσεις». Συχνά οι ηρωίδες τους είναι ανεξάρτητες γυναίκες που εκφράζουν τη σεξουαλική τους επιθυμία και οι οποίες, με τη σειρά τους, αν ενεργούν ως τραγουδίστριες, γίνονται αντικείμενο φαντασιώσεων του ανδρικού κοινού. Μπορεί να καταλάβατε ότι μιλάμε για «κυνοκομεία», αλλά νομίζω ότι πρέπει να λέγονται «μπουζούκι», «η δεύτερη σκηνή του λαϊκού τραγουδιού» ή «ο ήχος της Ομόνοης», λέει ο καθηγητής Αστικής Ανθρωπολογίας και Λαϊκού. Πολιτισμού του Πανεπιστημίου του Πάντειο Πανεπιστήμιο Λεωνίδας Οικονόμουπου θα εκφωνήσει σχετική ομιλία.
Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι αυτού του χώρου – τονίζει ο καθηγητής (συνθέτες και στιχουργοί Κώστας Ψυχογιός και Τάκης Μουσαφίρης, τραγουδιστές Γιώργος Μαργαρίτης και Φωτεινή Μαυράκη κ.λπ.) δεν είπαν «γράφω» ή «τραγουδώ σαν τα σκυλιά». Μιλούσαν για δημοτικά τραγούδια που -όπως εξηγεί ο καθηγητής- έχουν πρώτα απ' όλα συγκεκριμένα στοιχεία, όπως η απόλυτη αγάπη, η τρέλα, το γλέντι, το χρήμα («αυτό που λέω «τελετουργίες σπάταλων δαπανών»», εξηγεί ο Λεωνίδας Οικονόμου. «και μια μορφή καταστροφής, που το χρήμα δοξάζει») και διαδίδεται από στόμα σε στόμα ή σε κασέτες, σε μπουφέδες και κέντρα πέρα από τα εγκόσμια. «Γενικά πάντως», προσθέτει, «υπάρχουν πολλές στερεότυπες εικόνες «εκτροφής» που δεν ανταποκρίνονται στη σύνθετη πραγματικότητά της».
Χιπ-χοπ
Διδακτορικοί φοιτητές του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας Αθήνας Ιωσήφ Χαλαβαζής και Γεράσιμος Χιώνης θα μιλήσουν για «Συνωμοσία στην ελληνική hip-hop σκηνή». Δεν είναι πλήρες φαινόμενο – τονίζει ο κ. Χαλαβαζής, γιατί κυρίως θραύσματα βρίσκονται σε τραγούδια διαφόρων συγκροτημάτων.
Εκτός κι αν μιλάμε για τη δεκαετία του 2000, για παράδειγμα, ή για γκρουπ όπως «εκπρόσωποι του ελληνικού πυρηνικού χιπ χοπ», TXC. Αυτή την εποχή, «η θεωρία συνωμοσίας στο ελληνικό χιπ-χοπ εμπνέεται από το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, αν και επιχειρείται να διαμορφωθεί η ελληνική ταυτότητα, κουλτούρα και γλώσσα, που κατά τη γνώμη μας προκύπτει από την είσοδο της χώρας στο ευρώ. μια γενική συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση και την είσοδο των νέων τεχνολογιών», εξηγεί ο κ. Halabazy. Ο TXC τραγουδά, «Ξένοι πράκτορες συνεχώς και νόμιμα ξεσηκώνουν/Υπό το πρόσχημα της τρομοκρατίας το πρόβλημα/Ηλεκτρονικά και ανθρώπινα μάτια/Σε κοιτάζουν με καχυποψία» («Επιστημονική πραγματικότητα»), ενώ ο «Άρτεμις/Εθύμης» πιστεύει ότι «αεροπλάνα που ταυτοποιούν / Μας ψεκάζουν συστηματικά με χημικά από ψηλά» («Sunny Nature»). Δεν είναι μόνοι, καθώς το Going Through γράφει ότι «μερικοί έχουν ξεχάσει τα λόγια των σοφότερων προγόνων / Ως αποτέλεσμα, έχουν γίνει υποτελείς των Ελευθεροτέκτονων» («Covenant of Honor»).
Τις επόμενες δύο δεκαετίες, οι αφηγήσεις συνωμοσίας σταδιακά μειώθηκαν καθώς «η ιδεολογική ωρίμανση του ελληνικού hip-hop έφτασε στο τέλος της και το είδος ωθήθηκε προς τα αριστερά», λέει ο κ. Χαλαβαζής αναφέροντας και τον φόνο του Φύσσα. «Σε όλα τα έργα συναντήσαμε τον φόβο να χάσουμε την αυτονομία του θέματος, τη δυνατότητα ελεύθερης και αυτόνομης δράσης», λέει και καταλήγει: «Λάβετε υπόψη ότι ένα κομμάτι αυτής της μουσικής έχει και ταξικά χαρακτηριστικά. Κάποιοι βλέπουν ότι άλλοι βγάζουν πολλά λεφτά και καταδικάζουν, για παράδειγμα, τη «Βαβυλώνα» στα κείμενά τους με δυσμένεια.