Σε ένα αστικό κολάζ, μουσικοί του δρόμου είναι πάντα εκεί. Ακόμα κι αν τα βιαστικά βήματα των περαστικών τα βγάζουν συχνά από το κάδρο και τα πετούν μερικώς. Άλλοι –και υπάρχουν πάρα πολλοί– στέκονται στην άκρη, ακούνε και θαυμάζουν. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ρίχνουν κέρματα και σηκώνουν τα κινητά τους για να απαθανατίσουν το τραγούδι της στιγμής.
ΑΥΤΟ Σταύρος Ξαρχάκος έδωσε στον μουσικό άλλη μια μεγάλη αγκαλιά Μανόλα Ρακιντζήτότε ίδρυσε και έπαιζε στην οδό Πανεπιστημίου. Το στιγμιότυπο απαθανατίστηκε και διαδόθηκε στο διαδίκτυο, φέρνοντας στο προσκήνιο τη δουλειά των ταξιδιωτών μουσικών.
Οι περισσότεροι μουσικοί του δρόμου δεν είναι κάποιος που «είδε το φως και βγήκε» να παίξει. Είναι επαγγελματίες, μουσικοί «νομάδες» που ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα για να παίξουν σε κάθε γωνιά της, ερμηνευτές που ζυμώνουν στο δρόμο, ενώ παράλληλα κάνουν το δικό τους προσωπικό μουσικό ταξίδι.
Η «Κ» περπάτησε στους δρόμους της Αθήνας και συνάντησε κάποιους από αυτούς για να ακούσει τις μελωδίες τους, αλλά και ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Ο δρόμος δεν ήταν στα σχέδιά τους από την αρχή
Στους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας σαν περαντζάντυ Διονύσιος Αρεοπαγίτου ή αυτή Hermu θα βρείτε κάθε πιθανή ιστορία μουσικής δρόμου. Το πρώτο περνάει από τον άνευ κυκλοφορίας νότο Ιωάννα Σαμπαϊδά με το μικρόφωνο και τον ενισχυτή του και ο Nicholas Voloch με την κιθάρα του. Αν και συνήθως προτιμούν να βλέπουν θάλασσα, διασκεδάζοντας σε μέρη όπως ο Φλοίσβος, η Γλυφάδα, αλλά και το Ναύπλιο, σήμερα αποφάσισαν να στήσουν σκηνή κάτω από την Ακρόπολη.
Ο δρόμος δεν ήταν στα σχέδιά τους από την αρχή. Μάλιστα μέχρι το τέλος του 2016 η μουσική τους επαφή με τον κόσμο περιοριζόταν σε σχολικές εκδηλώσεις. Στη συνέχεια γνωρίστηκαν μέσω ενός κοινού φίλου για να κάνουν πρόβες για μια ζωντανή εκπομπή. Από τότε η Ιωάννα Σαμπαϊδά και ο Νικόλας Βλάχος είναι ζευγάρι της ζωής και της μουσικής.
Πρώτα άρχισαν να παίζουν σε μαγαζιά και το κάνουν ακόμα και σήμερα, αν και σπανιότερα γιατί τα κέρδη δεν είναι τόσο καλά. «Γι' αυτό αποφασίζουμε να παίζουμε μια φορά την εβδομάδα, σε ένα μαγαζί που δίνει καλύτερα χρήματα», εξηγεί ο Νικόλας Βλάχος. «Τα πράγματα σε αναγκάζουν να τα παρατήσεις ή να βγεις στο δρόμο», λέει.
Νομίζαμε ότι θα νόμιζαν ότι ήμασταν ζητιάνοι, αλλά καταλάβαμε ότι ήταν στο μυαλό μας.
Κάτι τέτοιο 2019 ο κιθαρίστας πέταξε την ιδέα στο τραπέζι. Στην αρχή υπήρχε μεγάλη ανησυχία, αλλά μετά τη βάπτιση του πυρός στον Φλοίσβο, ο κόσμος άρχισε να αισθάνεται θετικά για αυτούς. «Πιστεύαμε ότι θα νόμιζαν ότι είμαστε ζητιάνοι, αλλά καταλάβαμε ότι αυτό πιστεύαμε», λέει η Ιωάννα Σαμπαϊδά.
Αυτά τα πέντε χρόνια έχουν σίγουρα δει τις καλές και τις κακές πλευρές αυτού του ταξιδιού. Αυτοί που κάθονται να τους ακούσουν, τους λένε έναν καλό λόγο ή τους προσφέρουν καφέ, τα παιδάκια που τους αφήνουν λουλούδια και ζωγραφιές στις βαλίτσες τους. Αλλά και αυτοί για τους οποίους είναι ανεπιθύμητοι: «Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει πλαίσιο για μουσικούς του δρόμου. Οποιοσδήποτε μπορεί να έρθει να σχολιάσει κάτι που δεν υπάρχει», λέει η τραγουδίστρια.
Ο δρόμος έχει γίνει πλέον μέρος της ζωής του ντουέτου, που συμπληρώνεται από παραστάσεις στα καταστήματα. Είναι κάτι που αγαπούν: «Μας αρέσει ο συνδυασμός. Αν διασκεδάζαμε μόνο στα μαγαζιά, θα μας έλειπαν οι δρόμοι και η επαφή με τον κόσμο. Δεν υπάρχει περαστικός στο μαγαζί που θα περάσει να σε σοκάρει από τη συγκίνησή σου» παραδέχεται η Ιωάννα Σαμπαϊδά που κάνει και τα πρώτα της προσωπικά μουσικά βήματα βγάζοντας δύο τραγούδια.
Αφού ξεπεράσει το άγχος, ο δρόμος γίνεται σχολείο για μουσικούς. Χάρη σε αυτό, το δίδυμο βρήκε έναν τρόπο να επικοινωνεί καλύτερα με τον κόσμο, μουσικά και άλλα. Η συντροφικότητα λειτουργεί καταλυτικά, όπως παραδέχεται η Ιωάννα Σαμπαϊδά: «Το ένα κινητοποιεί τον άλλο και παρέχει υποστήριξη. Όταν κάποιος έχει άγχος, το δουλεύουμε μαζί».
Επιστροφή στην Ελλάδα με τη λίρα
Στην περίπτωσή του, ένα ταξίδι, κυριολεκτικά και μεταφορικά Γιώργος Μπουρεξάκης είναι πιο μοναχικός, με κύριο σύντροφο Λύρα. Όταν ήταν 6-7 ετών, ο πατέρας του τον πήγε σε ωδείο για να μάθει να παίζει, αλλά λόγω ηλικίας ήταν απείθαρχος και εγκατέλειψε γρήγορα το «άθλημα». Ως μαθητής, ξανάπιασε δειλά το όργανο, αλλά και πάλι παρέμεινε πολύ ντροπαλός και έπαιζε μόνος ή σε παρέες με φίλους.
Τα ταξίδια έπαιζαν πάντα καθοριστικό ρόλο στη μουσική του διαδρομή. Πρώτα έγινε σεφ, πήγε στο… Φινλανδία, Επί Βέλγιο, αλλά και στα ελληνικά νησιά, ώσπου μια μέρα του έγινε αλλαγή. Και αποφάσισε να κάνει αυτό για το οποίο ντρεπόταν μέχρι τώρα: να βγει στο δρόμο και να παίξει μουσική.
Για τον Γιώργο Μπουρεξάκη η μεγαλύτερη δυσκολία είναι η μοναξιά. «Πηγαίνεις σε μια πόλη που συνεχίζεις να αφήνεις».
Ακόμα θυμάται την πρώτη φορά: ήταν στο λιμάνι Χανιά και από τη μια τον κυρίευσε ο φόβος, αλλά από την άλλη ένιωθε μεγάλη ελευθερία. Οκτώ χρόνια μετά, ο Γιώργος Μπουρεξάκης ταξιδεύει με τη λύρα του σε όλη την Ελλάδα και πλέον ζει αποκλειστικά από αυτήν. Από τη μια είναι κάτι που τον ξεκλείδωσε, παρόλο που στην αρχή, όπως λέει, χρειάστηκε να κλάψει αρκετές φορές. Η μεγαλύτερη πρόκληση όταν περνάς 7-8 μήνες σε ένα αυτοκίνητο, μετακινώντας από πόλη σε πόλη, είναι η μοναξιά. «Πηγαίνεις σε μια πόλη που συνεχίζεις να αφήνεις». Ωστόσο, βρίσκει τρόπο να ζήσει: όπου κι αν πάει, κάνει φίλους και συναντά άλλους περιπλανώμενους μουσικούς που μερικές φορές ταξιδεύουν μαζί.
Όταν ένας μουσικός βγαίνει να παίξει στο δρόμο, χρειάζεται περισσότερη οργάνωση από ό,τι φαντάζεστε. Παίξτε στο δρόμο όπως αυτή Ερμού, Ο Γιώργος Μπουρεξάκης χρειάστηκε να φτάσει δύο ώρες νωρίτερα για να μάθει πού θα κατασκηνώσει. Δεν μπορεί να μείνει σε ένα μέρος/σταθμό για πολλή ώρα ούτε να ανανεώσει το ρεπερτόριό του, γιατί έτσι δεν σέβεται τους «γείτονες» και τους άλλους συναδέλφους του. Κουράζει όμως και ανθρώπους που μετά από λίγο θα περνούν από δίπλα του αδιάφοροι. Αν και όταν ξεκίνησε να παίζει στον κεντρικό δρόμο του Συντάγματος, οι αλλαγές άρχισαν αμέσως να τρέχουν από τις τσέπες του και οι οθόνες των κινητών τηλεφώνων μπήκαν σε «battle mode».
Μέσα σε δύο-τρεις μήνες, όταν βάζει τη λύρα του στη θήκη της, ο Γιώργος Μπουρεξάκης αποφασίζει ξανά να ταξιδέψει για λόγους αναψυχής. Και μετά επιστρέφει σε αυτό που σκοπεύει να κάνει για όσο περισσότερο μπορεί. Τι τον εμποδίζει; «Απρόβλεπτο. Ότι βγαίνεις στο δρόμο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει», λέει.
Μουσική μεταξύ γλωσσών
ΑΥΤΟ Μηνάς Πασπαλάς, πάλι, που με την κιθάρα και το μικρόφωνό του τοποθετείται λίγο πιο πάνω από την Ερμού, είναι σε μια πιο «υβριδική» φάση ως περιπλανώμενος μουσικός. Βγαίνει και παίζει πολλές φορές την εβδομάδα, αλλά ταυτόχρονα βγάζει τα προς το ζην διδάσκοντας ελληνικά σε ξένους.
Ξεκίνησε από μικρός να τραγουδάει με τον παππού του και μετά άρχισε και την υποκριτική κιθάρα. Φυσικά, όταν αποφάσισε να το κάνει στο δρόμο για πρώτη φορά πριν από τρία χρόνια, απέτυχε και είπε στον εαυτό του, «υποθέτω ότι δεν θα λειτουργήσει». Κάθισε όμως, μελέτησε και ξαναβγήκε, οπότε ήταν πιο έτοιμος.
Επιδρά κατευναστικά στην πολύβουη οδό Ερμού, η οποία, όπως λέει, αν τη ζεις σε καθημερινή βάση, «είναι μια σκληρή πραγματικότητα». Είδε γριές Γαλλίδες να χορεύουν με τρόπο που δεν ξέχασε ποτέ, με ανθρώπους να κλέβουν τα χρήματά του ή να πηγαίνουν σε πηγάδια. Όπως λέει ο κιθαρίστας και τραγουδιστής, δεν μπορείς να τα συνηθίσεις όλα αυτά, απλά πρέπει να κάνεις το πράγμα σου.
Είναι κάτι στο οποίο πρέπει να είστε πολύ παρόντες και μπορεί να σας βλάψει.
Ο Μηνάς Πασπαλάς φιλοσοφούσε σχετικά με αυτό το θέμα: «Όσα περισσότερα πράγματα κάνεις, τόσο πιο αποδοτικό είναι αυτό που κάνεις και τόσο πιο «οικονομικό» από πλευράς ενέργειας», λέει. Παραδέχεται ότι θα προτιμούσε να φτάνει στο σημείο να μην χρειάζεται να παίζει τόσο συχνά εκτός έδρας γιατί «είναι κάτι στο οποίο πρέπει να είσαι πολύ παρών και αυτό μπορεί να πονέσει».
Όταν τον πιάνουμε, δεν έχει ξεκινήσει ούτε μια ώρα να παίζει. Μιλάει επίσης την παραδοσιακή γλώσσα της Μικράς Ασίας “Από ένα παράξενο μέρος” και μαζεύει τα πράγματά του. Αναρωτιέται αν θα μετακομίσει κάπου αλλού ή απλά θα κλειδωθεί εδώ για σήμερα. Λίγο καιρό αργότερα τον βρίσκουμε να τραγουδά με ένα άλλο συγκρότημα στην Ερμού, το οποίο έχει οργανώσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι για περαστικούς.
Πράγματα που συμβαίνουν μόνο σε μουσικούς του δρόμου.