«Την ακούσαμε να ουρλιάζει «όχι αυτό το μωρό» και κάτι έσπασε. Πριν από ένα μήνα, μια νεαρή γυναίκα ξύπνησε από τις φωνές του γείτονά της. Όπως περιγράφει η «Κ», κάλεσε αμέσως την αστυνομία και κατήγγειλε το άγριο περιστατικό που σημειώθηκε στο γειτονικό διαμέρισμα. «Ήρθαν δεκαπέντε λεπτά αφότου τηλεφωνήσαμε για τρίτη φορά. Γι’ αυτό δεν είδαν την κορύφωση του αγώνα. Αλλά είδαν ένα σπασμένο σπίτι, μια σπασμένη τηλεόραση, ένα σπασμένο κεφαλάρι, σπασμένα τα πάντα». Όλα αυτά τα είδαν γείτονες που έφυγαν από το κατεστραμμένο σπίτι της οικογένειας.
Όπως σημειώνει η καταγγέλλουσα, η αστυνομία ρώτησε τη μητέρα και τον γιο παρουσία του συζύγου της εάν υφίστανται βία, αλλά ο σύζυγος το αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Στη συνέχεια οι αστυνομικοί πλησίασαν τους γείτονες και τους είπαν ότι αφού το θύμα δεν ομολόγησε, νομίμως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Από το καλοκαίρι, αυτή ήταν η δεύτερη ή τρίτη φορά που κλήθηκε η αστυνομία στο συγκεκριμένο περιστατικό μετά από καταγγελίες γειτόνων. Κάθε φορά που βγαίνει αδρανής.
«Δεν θα εκπλαγούμε αν τη σκοτώσει».
«Η γειτονιά μίλησε επιτέλους. Αυτό λέμε στον εαυτό μας. Δεν θα εκπλαγούμε αν τη σκοτώσει». Όπως σημειώνει η καταγγέλλουσα στην «Κ», αποφάσισε να μιλήσει δημόσια γιατί την ίδια στιγμή όλοι μιλάμε για ενδοοικογενειακή βία, οι γυναίκες που είναι θύματα δεν προστατεύονται. «Η ερώτησή μου είναι η εξής: Αν ξέρεις ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί, αλλά το θύμα δεν θέλει να το παραδεχτεί γιατί φοβάται, εξαρτάται οικονομικά από τον δράστη ή χίλιους άλλους λόγους, τι μπορείς να κάνεις;».
Σύμφωνα με τον νόμο του 2006, η ενδοοικογενειακή βία διώκεται αυτεπάγγελτα, πράγμα που σημαίνει ότι μια καταγγελία δεν πρέπει απαραίτητα να υποβληθεί από το θύμα, αλλά από οποιονδήποτε τρίτο υποβάλλοντας μήνυση, καταγγελία ή απλή αναφορά στις αρχές επιβολής του νόμου.
Η ελληνική νομοθεσία απαντά στην ερώτησή της. Στη χώρα μας, σύμφωνα με τον Νόμο του 2006, η ενδοοικογενειακή βία διώκεται αυτεπάγγελταπου σημαίνει ότι η καταγγελία δεν πρέπει απαραίτητα να υποβληθεί από το θύμα, αλλά από οποιονδήποτε τρίτο υποβάλλοντας μήνυση, καταγγελία ή απλή αναφορά στις αρχές επιβολής του νόμου. Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα της ίδιας της Ελληνικής Αστυνομίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές υποχρεούνται να ενεργήσουν άμεσα όταν ενημερωθούν με οποιονδήποτε τρόπο για τη διάπραξη εγκλήματος που σχετίζεται με την ενδοοικογενειακή βία.
Οι ρυθμίσεις είναι ήδη σε ισχύ, αλλά τα ερωτήματα για την εφαρμογή τους εντάθηκαν μετά το πρωί της Τρίτης, όταν στο σπίτι της μητέρας της στη Σαλαμίνα βρέθηκε η σορός μιας 43χρονης που πυροβολήθηκε από τον 71χρονο σύντροφό της. Η γυναίκα, η οποία επρόκειτο να καταταγεί στην 7η θέση στον τραγικό κατάλογο των γυναικοκτονιών το 2023, πήγε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα το Σάββατο και κατήγγειλε παρενόχληση από τον σύντροφό της. Μάλιστα, όταν έφυγε από το τμήμα, είχε εγκαταστήσει και μια εφαρμογή για το κουμπί πανικού στο κινητό της.
Μέτρα ασφαλείας
Απευθυνθήκαμε στο Κική Πετρουλάκη, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά της Βίας, ρωτώντας την πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η καταστροφική έκβαση. Όπως απάντησε, μετά την καταγγελία της γυναίκας, εκτός από τον έλεγχο και τη σύλληψη του δράστη στο πλαίσιο της διαδικασίας της αυτοπυρπόλησης, θα έπρεπε να είχαν γίνει τα εξής: αξιολόγηση κινδύνουγια να αντιληφθούν οι αρχές ότι η γυναίκα βρίσκεται σε κίνδυνο, επιβάλλει περιοριστικούς όρους κατά του δράστη από τον Εισαγγελέα και παρακολούθηση αυτών των μέτρων από την αστυνομία ή έναν σύμβουλο. Η κ. Πετρουλάκη τονίζει πόσο σημαντικό είναι για μια γυναίκα που καταγγέλλει ενδοοικογενειακή βία να έχει: πρόσωπο αναφοράς στον οποίο θα απευθυνθεί όταν της συμβεί κάτι επικίνδυνο. «Αν ήταν σε στενή επαφή με έναν σύμβουλο ή έναν αστυνομικό, θα καταλάβαιναν ότι η κατάσταση κλιμακώνεται», είπε, σημειώνοντας ότι από την εμπειρία της, άνδρες που θυμώνουν τα παράπονα της συντρόφου τους μπορεί να την εκβιάσουν και να την απειλήσουν.
Η απομάκρυνση του μυστικού οδήγησε τελικά στον εντοπισμό του δράστη, αλλά στη συνέχεια στον φόνο της γυναίκας.
Σχετικά με την άδεια για αφαίρεση απορρήτου που οδήγησε στον εντοπισμό του δράστη, αλλά μετά τον φόνο της γυναίκας, η εκπρόσωπος της αστυνομίας, Κωνσταντία Δημογλίδουεξήγησε μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση ότι αίτηση απομάκρυνσης μπορεί να υποβληθεί μόνο σε ποινικές υποθέσεις, και επομένως αυτό δεν έγινε αμέσως μετά την καταγγελία της γυναίκας.
Κουμπί πανικού
Το ερώτημα που προέκυψε ξανά στην υπόθεση της 43χρονης ήταν πώς προστατεύτηκε ο καταγγέλλων μετά την καταγγελία της υπόθεσης στην αστυνομία. Η γυναίκα δεν πρόλαβε να ενεργοποιήσει το κουμπί πανικού γιατί ο δράστης φέρεται να εισέβαλε ξαφνικά στο σπίτι και την πυροβόλησε. «Σε κάθε περίπτωση, το κουμπί πανικού είναι ένα συμπληρωματικό μέτρο. Μπορεί να σας σώσει, αλλά δεν μπορούμε να βασιστούμε μόνο σε αυτό» τόνισε η κ. Πετρουλάκη.
Το πιλοτικό κουμπί πανικού ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023 και μέχρι τα τέλη Ιουλίου, το 10% των γυναικών που ζήτησαν να λάβουν την εφαρμογή το είχε χρησιμοποιήσει.
Δεν υπάρχει διαβάθμιση κινδύνου. Παρέχουμε οριζόντια ασφάλεια (συμπεριλαμβανομένου ενός κουμπιού πανικού), χωρίς δυνατότητα προσαρμογής στις ανάγκες σας.
«Το κουμπί πανικού είναι ένα γενικό μέτρο και μπορεί να μην είναι κατάλληλο σε κάθε περίπτωση. Δεν υπάρχει διαβάθμιση κινδύνου. Παρέχουμε ένα οριζόντιο μέτρο προστασίας (συμπεριλαμβανομένου ενός κουμπιού πανικού), χωρίς δυνατότητα προσαρμογής στις ανάγκες σας» τονίζει. Χαρά Χιώνη-Χοτουμάν, δικηγόρος με εμπειρία σε υποθέσεις βίας λόγω φύλου στην Ελλάδα. Όπως είπε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνειδητοποιήσαμε την έλλειψη εξατομικευμένων μέτρων προστασίας και άμεσης σύνδεσης με το καταφύγιο για την απομάκρυνση του θύματος από το περιβάλλον σε περίπτωση άμεσης απειλής.
Ξενώνες: από συμβουλές στην πρακτική
Σε δηλώσεις της στην ΕΡΤ, η κ. Δημογλίδου τόνισε ότι το θύμα ενημερώθηκε ότι υπήρχαν ειδικές δομές όπου θα μπορούσε να φιλοξενηθεί για να μην τη βρει ο δράστης. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη. Η κ. Πετρουλάκη λέει ότι «τα καταφύγια θέλουν συγκεκριμένη διαδικασία», οπότε δεν είναι άμεση λύση και οι θέσεις είναι επίσης περιορισμένες. Εάν μια γυναίκα τηλεφωνούσε στο 15900 προσπαθώντας να βρει έναν ξενώνα το Σάββατο, θα της έλεγαν να τηλεφωνήσει ξανά τη Δευτέρα για να ξεκινήσει η διαδικασία και μετά θα έπρεπε να κάνει ένα τεστ και να αφήσει το παιδί της επειδή ήταν σε ηλικία που θα να μην την δεχτούν σε ξενώνα και αφού πέρασε τις εξετάσεις και πληροί τα κριτήρια, θα ελέγξουν αν υπάρχει μέρος και σε ποιο καταφύγιο να την στείλουν.
Ωστόσο, η χρήση ενός ξενώνα δεν είναι πάντα η λύση. Σύμφωνα με το άρθ. 52 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, ο δράστης και όχι το θύμα πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι, με τον νόμο να απαγορεύει ρητά «στον δράστη να εισέλθει στο σπίτι ή να έρθει σε επαφή με το θύμα ή το άτομο που βρίσκεται σε κίνδυνο». «Και δεν το κάνουμε αυτό στη χώρα μας», σημείωσε η κ. Πετρουλάκη. «Η λύση δεν είναι να κρύβονται οι γυναίκες σε καταφύγια, αλλά να συνειδητοποιήσουν οι δράστες ότι το δικαστικό σύστημα έχει μηδενική ανοχή απέναντί τους και η συμπεριφορά τους δεν θα γίνει ανεκτή», πρόσθεσε. Το θέμα της ατιμωρησίας όμως πολλές φορές σκοντάφτει, όπως συνέβη με τον 71χρονο, στην αδυναμία σύλληψης του δράστη και στην έλλειψη ελέγχου στη χρήση περιοριστικών μέτρων.
συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης
Αυτά τα σημεία προσδιορίστηκαν επίσης από Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη δράση κατά της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (GREVIO). Στην πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα, τόνισε την ανάγκη διαβεβαίωσης από τις αρχές διαθεσιμότητα μέσων κλειδώματος έκτακτης ανάγκης (άμεση απαγορευτική εντολή) για όλες τις γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας να τις ενδυναμώσουν παρακολούθηση και επιβολή εντολών προστασίαςμεταξύ άλλων με τεχνικά μέσα όπως ηλεκτρονική παρακολούθησηκαι τη διασφάλιση της εφαρμογής τους στην πράξη αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές ή άλλες κυρώσεις για παράβαση εντολών προστασίας.
Το GREVIO προτείνεται επίσης μια αναδρομική ανασκόπηση των φακέλων γυναικοκτονίας για να εκτιμηθεί ποια κενά συνέβαλαν στο θάνατο. Η κ. Πετρουλάκη σημείωσε ότι ο φάκελος δεν είχε ανοίξει ακόμη. Είπε ότι ένα από τα «κλειδιά» για την προστασία των γυναικών είναι η συνεργασία των ελληνικών αρχών με άλλους φορείς, όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις και εξειδικευμένους παρόχους υπηρεσιών. «Η διατομεακή συνεργασία είναι απαραίτητη».
10.131 θύματα
Σύμφωνα με 4 την αναφορά της Γενική Γραμματεία Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτωνγυναίκες (ηλικίας 18 και άνω) ήταν θύματα γυναικείας δολοφονίας από τον σύζυγο/σύντροφό τους 23 ΚΑΙ 24 Κάτω 2021 ΚΑΙ 2022 αντίστοιχα, ενώ ο ετήσιος αριθμός των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας έχει φτάσει 10.131 πέρυσι. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δραστών είναι οι λεγόμενοι συζύγους θύματα (31,7%4.461). ο σταθεροί σύντροφοι θύματα είναι δράστες εγκλημάτων που αφορούν ενδοοικογενειακή βία 13,5%(1900) ενώ πρώην συνεργάτες και πρώην σύζυγοι καταγράψτε χαμηλότερα ποσοστά, 7,3% (1.032) i 6,8% (964).