Καθώς πλησιάζαμε στην αποθήκη μεταχειρισμένων επίπλων κοντά στον Βοτανικό, δεν ήμασταν σίγουροι τι θα βρίσκαμε. Πρώτα περάσαμε από συνεργεία ελαστικών και πλυντήρια αυτοκινήτων, μετά βρεθήκαμε σε μια παλιά τοπική κουζίνα και ακριβώς δίπλα, από το πουθενά – νεαροί εργάτες να κουβαλούν ξύλινα, σκαλιστά έπιπλα, παρόμοια με αυτά που διακοσμούσαν τα αθηναϊκά σπίτια τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Ήμασταν στο σωστό μέρος, μόλις είχαμε φτάσει στο σπίτι της γιαγιάς.
Η είσοδος στην αποθήκη ήταν σαν να μπαίνεις σε μια χρονοκάψουλα γεμάτη μνήμες από ξύλο, πορσελάνη, κρύσταλλο και κάθε είδους υλικά. Υπήρχαν έπιπλα από σαλόνια όπου μπορούσες εύκολα να φανταστείς τους αστέρες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου να πίνουν καφέ. Υπήρχαν περίπλοκα σκαλισμένα αντικείμενα, αρλεκίνοι και απρόσωπες κούκλες που αγοράστηκαν για να διακοσμήσουν κομοδίνα και καταστήματα της δεκαετίας του 1960, μερικές φορές ήταν σαν να μυρίζεις ναφθαλίνη από το σπίτι των παππούδων σου. Στην πραγματικότητα, για όσους έχουν αδυναμία στο σύμπαν του Χάρι Πότερ, πιθανότατα φέρνουν στο μυαλό τους το δωμάτιο απαιτήσεων που μοιάζει με εμάς από την πόρτα, μια κινούμενη στέγη που φαίνεται σε όσους αναζητούν κάτι που πραγματικά χρειάζονται.
«Είναι κρίμα να το χαρίσεις»
«Σύντομα θα γιορτάσουμε δέκα χρόνια. Ήρθες ακριβώς στην ώρα για την επέτειο» λέει η ιδιοκτήτρια Κατερίνα Δημητροπούλου που μας περιμένει μέσα. Η εγκαρδιότητα με την οποία μας ξεναγεί σε πέντε ορόφους γεμάτους έπιπλα είναι το μυστικό της επιτυχίας της. Άλλωστε, αυτό γράφουν στις κριτικές τους μερικοί από τους 160.000 φίλους που ακολουθούν το Σπίτι της Γιαγιάς στα social media. Μαζί, φυσικά, με απρόσμενα χαμηλές τιμές.
Η κ. Δημητροπούλου ήταν από μικρή λάτρης των ρετρό και vintage ειδών. Συχνά τριγυρνούσε στις αγορές του Μοναστηρακίου ώσπου σε στιγμές ανάγκης αποφάσισε να ανοίξει ένα μικρό μαγαζί αρχικά στο Μεταξουργείο και να πουλήσει δικά της έπιπλα, αλλά και έπιπλα που δεν ήθελαν οι συγγενείς και οι φίλοι της. Θυμάται ότι τότε, στην αρχή, βρήκε και ένα μπαούλο του Ερυθρού Σταυρού που είχε μαζέψει δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών.
Όσοι περνούν από αυτή την πόρτα πάντα επιστρέφουν. Σχεδόν όλοι τους είναι τακτικοί που θα επιστρέψουν αναζητώντας έναν άλλο θησαυρό. «Είχα έναν πελάτη που ανέβαλε τα ψώνια γιατί του άρεσε όλα τα έπιπλα και δεν μπορούσε να σταματήσει. Στείλαμε τα εμπορεύματα στην επαρχία, τα παρέλαβε μια κυρία και το χρώμα δεν ταίριαζε στο σαλόνι της. Επιστρέψαμε τα χρήματα και μας τα έδωσε πίσω». Αυτή τη στιγμή, το Σπίτι της Γιαγιάς έχει επαφές σε όλη την Ελλάδα. Μερικές φορές αυτοί είναι ιδιοκτήτες σπιτιού που πωλούν το περιεχόμενό τους, άλλες φορές θα αναζητήσουν έπιπλα ακόμη και στο εξωτερικό. Αύριο, μας λέει, φεύγει για Γαλλία. «Όταν πηγαίνω στα σπίτια των ανθρώπων, μου λένε ιστορίες για τα έπιπλά τους. Μερικές φορές εμποδίζω τους ανθρώπους να μου πουλήσουν πράγματα. «Είναι κρίμα να το χαρίσεις», τους λέω.
Η αποθήκη ήταν κάποτε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Είναι τεράστιο, αλλά δεν άργησε η κα Δημητροπούλου να γεμίσει τους ορόφους του. Έχτισε αυτόν τον χώρο με πολλή προσωπική δουλειά και τη βοήθεια φίλων. «Έχω βαρεθεί με αυτό το κατάστημα», λέει. Το Σπίτι της Γιαγιάς περιέχει έπιπλα και αντικείμενα από τη δεκαετία του 1930 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εδώ δεν ανακαινίζεται κανένα, αντίθετα κάθε πελάτης θέλει να το ανακαινίσει με βάση το δικό του γούστο, γι' αυτό και το κόστος του είναι χαμηλό. Καθώς μας ξεναγούν στον χώρο, η κ. Δημητροπούλου σταματάει σε οτιδήποτε της τραβήξει το βλέμμα. Ανάμεσα στις αμέτρητες καρέκλες και τα τραπέζια, εντοπίζει καρότσια της δεκαετίας του 1950 και ένα παλιό γραφείο που λέει ότι σκόπευε να δώσει στον γιο της. Υπάρχουν κινηματογραφικές ταινίες με ταινίες του Χάρι Κλιν και ειδώλια πολύχρωμων ρινόκερων.
Σπάνιο και αγαπημένο
Μερικές φορές, σε πέντε ορόφους, οι πελάτες θα ανακαλύψουν επίσης μικρούς, συλλεκτικούς θησαυρούς. Μια φορά κι έναν καιρό, ένας νεαρός βρήκε έναν σπάνιο δίσκο των Doors. «Αυτός εδώ κάνει 2.000 ευρώ», της είπε, και του ζήτησε απλώς δύο ευρώ, που είναι η τιμή όλων των δίσκων βινυλίου. «Αν βρεις κάτι σπάνιο, θα χαρώ για σένα», λέει. Μια άλλη φορά βρήκε ένα ξεχασμένο δίπλωμα δασκάλου από τη δεκαετία του 1940 σε ένα έπιπλο «Το έβαλα στο Διαδίκτυο όχι για να το πουλήσω, αλλά γιατί μου άρεσε και μας πήρε τηλέφωνο η εγγονή του. «Αυτό ανήκει στον παππού μου», είπε. Ήρθε με την ταυτότητά της, το πήρε και έμαθε την ιστορία του».
Κάποτε ένας έμπορος αντίκες μου είπε ότι το πιο δύσκολο πράγμα για έναν άνθρωπο σε αυτό το επάγγελμα είναι να ξεπεράσει την αγάπη του για τα αντικείμενα. Άλλωστε είναι αδύνατο να τον προσκολλήσεις με όλα συνέχεια για πολύ καιρό. «Είναι δύσκολο», λέει η Κατερίνα όταν τη ρωτάω. Εκτός από το γεγονός ότι το σπίτι της είναι γεμάτο με vintage έπιπλα, έχει και μια προσωπική αποθήκευση από πράγματα που δεν μπορεί να αποχωριστεί. «Υπήρχαν στιγμές που το προσωπικό μας έκρυβε κάτι από μένα γιατί δεν μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να το αντέξω. «Μην το δει αυτό η Κατερίνα», λένε γελώντας και μας ενθαρρύνουν εν συντομία να επισκεφτούμε μόνοι μας αυτό το μέρος. Έχουμε αφεθεί λοιπόν σε έναν κόσμο νοσταλγικό με τραχιές και λείες επιφάνειες, γεμάτο προσωπικές ιστορίες και αναμνήσεις από περασμένες εποχές. Και ποιος ξέρει, ίσως σε κάποια γωνιά βρούμε αυτό που χρειαζόμαστε.
Το σπίτι της γιαγιάς βρίσκεται στην οδό Σερβίων 5-7, Βοτανικός / grannyshouse.gr