Κατά τη συνεδρίαση της Κοινωνίας των Εθνών στις 18 Απριλίου 1946, ο Βρετανός Λόρδος Robert Cecil, ένας από τους αρχιτέκτονές της, δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «κάθε πολίτης κάθε κράτους καλής θέλησης πρέπει να είναι έτοιμος να κάνει οποιεσδήποτε θυσίες για να διατηρήσει ειρήνη. […] Το μεγάλο έργο της ειρήνης βασίζεται όχι μόνο στα στενά συμφέροντα των εθνών μας, αλλά ακόμη περισσότερο σε εκείνες τις μεγάλες αρχές του καλού και του κακού από τις οποίες εξαρτώνται τόσο τα έθνη όσο και τα άτομα.
Τα σύμφωνα και οι συνθήκες για τη συνεργασία μεταξύ των εθνών δεν θεωρήθηκαν ρηξικέλευθες και η ιδέα της δημιουργίας ενός διεθνούς φορέα που διασφαλίζει την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δίκαιη μεταχείριση των εθνών χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με την πρώτη Γενεύη και Συμβάσεις της Χάγης. Ωστόσο, μόνο μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η υποστήριξη για την ιδέα του “Συμβουλίου των Κρατών” ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Woodrow Wilson, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, στην ομιλία του στο Κογκρέσο τον Ιανουάριο του 1918 ζήτησε ξεκάθαρα τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ένωσης εθνών, σκοπός της οποίας θα ήταν να παρέχει αμοιβαίες εγγυήσεις πολιτική σταθερότητα, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα σε μεγάλα και μικρά κράτη.
Ο αναδυόμενος οργανισμός θα επιδίωκε να δημιουργήσει ένα σαφές θεσμικό πλαίσιο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, με την ελπίδα ότι αυτό θα οδηγούσε στην εξάλειψη μυστικών συμμαχιών, συνθηκών και εξοπλισμών – εκείνων που οι ηγέτες της Αντάντ είδαν ως τις κύριες αιτίες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι βασικοί πυλώνες της Κοινωνίας των Εθνών ήταν η ανοιχτή διπλωματία, η συνεργασία και ο αφοπλισμός των κρατών. Η πρώτη συνάντηση έγινε στο Λονδίνο στις 10 Ιανουαρίου 1920. Εκείνη την εποχή, περίπου σαράντα χώρες συμμετείχαν στον οργανισμό, αλλά ο αριθμός τους άλλαξε τις επόμενες δύο δεκαετίες. Στερημένη από στρατιωτική δύναμη, η Κοινωνία των Εθνών αποδείχθηκε ανίσχυρη απέναντι στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, την επέμβαση της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία ή την επέμβαση της Ιταλίας στην Αιθιοπία. Στη δεκαετία του 1930, οι απαντήσεις της ήταν αργές και αποδείχτηκε ανίσχυρη να αποτρέψει το ξέσπασμα ενός νέου πολέμου.
Σε αυτό το πλαίσιο, στη Διάσκεψη της Γιάλτας τον Φεβρουάριο του 1945, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία και η Σοβιετική Ένωση συμφώνησαν σε μια νέα δομή που θα αποδεικνυόταν πιο αποτελεσματική. Λίγο αργότερα, στις 26 Ιουνίου, υπογράφηκε η Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών και τους επόμενους μήνες έγιναν όλες οι απαραίτητες διαδικασίες που αφορούσαν την αλλαγή της σκυτάλης. Στις 18 Απριλίου 1946, ο Γενικός Γραμματέας της Κοινωνίας των Εθνών, ο Ιρλανδός Σον Λέστερ και οι εκπρόσωποι 34 κρατών μελών ψήφισαν ομόφωνα τη λήξη των δραστηριοτήτων της στις 20 Απριλίου.
Αν και οι στόχοι που τέθηκαν στο Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό απραγματοποίητοι, πολλοί από αυτούς – η δέσμευση για ειρήνη, εθνική αυτοδιάθεση και ανθρώπινα δικαιώματα – βρήκαν νέο σκοπό στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ομοίως, πολλά από τα κύρια όργανα της Κοινωνίας των Εθνών έχουν χρησιμεύσει ως πρότυπα για την οργάνωση των Ηνωμένων Εθνών.
Επεξεργαστής στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης