Ταξιδιωτικές εμπειρίες για Ελλάδα Τον 20ο αιώνα, εντάθηκαν στον αγγλόφωνο κόσμο καθώς η περιέργεια για τον έξω κόσμο αυξήθηκε. ΑΥΤΟ ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ήταν μια ευκαιρία για τις εύπορες τάξεις και η Ελλάδα, αν και δυσπρόσιτη λόγω απόστασης και κακής υποδομής, ήταν πάντα μια δυνατότητα και ένας στόχος προς επίτευξη. Πάντα την ενδιέφερε η άποψη του άλλου και το τι είχε γράψει ο επαγγελματίας ταξιδιώτης και συγγραφέας εκείνης της εποχής Edith A. Brown (1874-1963) συμπεριλήφθηκαν στον τόμο αφιερωμένο στην Ελλάδα στην εκδοτική σειρά “Επισκέπτεται πολλές χώρες» (Κοιτάζει πολλές χώρες) που δημοσιεύτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον οίκο του Λονδίνου Ο Άνταμ και ο Τσαρλς Μπλακ. Ο οίκος ιδρύθηκε το 1807 (εξέδωσε την Εγκυκλοπαίδεια Britannica από το 1827 έως το 1903) και από το 2002 ανήκει στον εκδοτικό όμιλο Μπλούμσμπερι.
Οι επιμέρους τόμοι της σειράς «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις» απευθύνονταν στη μεσαία τάξη που ταξίδευε ή φαντασιωνόταν τα ταξίδια. Έπαιξε τον ίδιο ρόλο καρτ ποστάλ, καθώς και τσιγαροσυλλεκτικές κάρτες που έχουν εκδοθεί σε αμέτρητες θεματικές σειρές. Η περιέργεια ήταν η κινητήρια δύναμη. Η ανάπτυξη υλικού μετά το 1880 οδήγησε στη δημιουργία δικτύων.
Η Edith A. Brown γράφει με συμπόνια για την Ελλάδα. Ταξιδεύει πολύ, έχει γράψει άλλους τόμους για άλλες χώρες, έχει μέτρο σύγκρισης και το προσφέρει σε χιλιάδες αναγνώστες. Είναι μία λαϊκή πολιτιστική γεωγραφία και εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία ταξιδιωτικά βιβλία από την οποία μπορούν να συναχθούν πολλά σχετικά με τις γενικευμένες πεποιθήσεις.
Η άφιξη στην Αθήνα γίνεται σιδηροδρομικώς. Χρησιμοποιώντας βρετανικό χιούμορ, η Edith A. Brown, πριν περιγράψει τις εντυπώσεις της από τον Κεντρικό Σταθμό της Αθήνας, επισημαίνει τον συμβολισμό και τη σημασία του μεγαλείου που έχει συνηθίσει όταν ταξιδεύει με το τρένο. Καθώς πλησιάζει την Αθήνα, δεν μπορεί να συγκρατήσει την ανυπομονησία του. Όταν το τρένο σταματά, σκύβει έξω από το παράθυρο και βλέπει μια πλατφόρμα που δεν είναι καθόλου εμπνευσμένη. «Πάω στην Αθήνα», φωνάζει, νομίζοντας ότι της είπαν να κατέβει σε λάθος σταθμό. «Αυτή είναι η Αθήνα» και της απλώνουν το χέρι για να βγει στη στεριά.
Αυτό είναι μόνο ένα υπέροχο επεισόδιο από τα πολλά. Ως Βρετανίδα με έμπειρο μάτι, η Edith A. Brown περιηγείται στο παλιό και στο νέο Αθήνα το 1909. Το βλέμμα της είναι ειλικρινές. Από την αρχή καταλαβαίνει ότι δύο κόσμοι συνυπάρχουν: ο παραδοσιακός και ο σύγχρονος. Στους πλούσιους Αθηναίους με τους οποίους συναναστρέφεται και στις κομψές Αθηναίες που βλέπει στους δρόμους κοντά στις επαύλεις, αναγνωρίζει ότι πρόκειται για έναν κόσμο με κοινούς κώδικες που είναι κατανοητοί οπουδήποτε στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Ωστόσο, τα ενδιαφέροντά της επικεντρώνονται στην παραδοσιακή, ελαφρώς ανατολίτικη πλευρά της Αθήνας, στην οδό ul Μοναστηράκι, στην Αθήνα και στην αγορά. Εκεί βλέπει εξωτικές για τα μάτια του πτυχές της ζωής στην Αθήνα, εμπόρους, ξυπόλητα παιδιά και παραδοσιακά ρούχα. Το βλέμμα της είναι γεμάτο συμπόνια, αλλά δεν μπορεί να μην πει στους αναγνώστες μια άλλη αλήθεια της εποχής: στη σύγχρονη Αθήνα, γράφει, υπάρχουν στοιχεία που σε κάνουν να νιώθεις ότι η Ελλάδα πρέπει να θεωρείται ακόμα μέρος της Μέσης Ανατολής.