Από την Αγγλία μέχρι την Αυστραλία, οι έμποροι πληρώνουν τέλη για να χρησιμοποιήσουν την κάρτα στη διεύθυνσή τους σημείο πώλησης ή σε ηλεκτρονικό κατάστημα αποτελεί διελκυστίνδα μεταξύ οντοτήτων που εμπλέκονται στη διαδικασία διακανονισμού, κυβερνήσεων και εποπτικών αρχών.
ΣΕ Αγγλία Οι αυξήσεις που επέβαλαν οι Visa και MasterCard μετά το Brexit έχουν γίνει στόχος των αρχών. Μέχρι το 2020 τα τέλη καρτών «ρυθμίζονταν» εν μέρει με βάση τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, αλλά αργότερα Brexit η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου και οι χρεώσεις των εμπόρων για συναλλαγές με κάρτες πενταπλασιάστηκαν. Τώρα η ρυθμιστική αρχή προτείνει την επαναφορά των τελών σε επίπεδο ΕΕ.
ΣΕ Αμερική όπου το κόστος προμήθειας είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο, η πρώτη προσπάθεια ελέγχου των προμηθειών έγινε μέσω της τροποποίησης Durbin, η οποία επιδιώκει να περιορίσει τις προμήθειες για συναλλαγές με χρεωστικές και προπληρωμένες κάρτες με βάση τα τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία. Εκτός από τις τράπεζες, αυτό μπορεί να βρεθεί και σε συστήματα πληρωμών όπως Visa, MasterCard και Amex. Το πρόβλημα είναι ότι εκτός από τις συναλλαγές στην Αμερική ελέγχουν και την κυκλοφορία των συναλλαγών σε όλο τον κόσμο και φυσικά στην Ελλάδα, που όχι μόνο είναι μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές στον τομέα των καρτών, αλλά και στερείται σύστημα εθνικής κάρταςόπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Πολωνία.
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη δημοφιλή πεποίθηση ότι η χρήση της κάρτας είναι δωρεάν, στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Η χρήση κάρτας είναι μία από τις πιο ακριβές μεθόδους πραγματοποίησης συναλλαγών στον ηλεκτρονικό κόσμο σε σύγκριση με τον άμεσο ανταγωνιστή της, ο οποίος είναι οι άμεσες πληρωμές μέσω λογαριασμών (bill to account) και de facto με τη μορφή άμεσης πληρωμής, δηλ. άμεσες πληρωμές. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά μέρη του κόσμου εκτός Ευρώπης, η χρήση καρτών συνεπάγεται πλέον άμεσο κόστος για τον καταναλωτή. ΣΕ Κίνα η εμφάνιση δύο μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών (Alipay, Wechat) και η εξέλιξή τους προς τα SuperApps έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την «απροθυμία» των Κινέζων εμπόρων να χρησιμοποιήσουν κάρτες λόγω κόστους. Έτσι δημιουργήθηκαν λύσεις όπως οι κωδικοί QR.
Η απόλαυση του αντιπάλου
Το πρόβλημα της ανάπτυξης των ξένων συστημάτων πληρωμών στην Ευρώπη έχει παρατηρηθεί από την ΕΚΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Σειρά, η οποία πρόσφατα εισήγαγε κανονισμούς σχετικά με τις άμεσες πληρωμές, δηλαδή τις άμεσες πληρωμές απευθείας από τον λογαριασμό χωρίς χρήση κάρτας. Ο κανονισμός αναγκάζει τις τράπεζες να εισπράττουν άμεσες πληρωμές χωρίς πρόσθετο κόστος και προωθείται ως τρομερός αντίπαλος του σχεδόν μονοπωλίου των καρτών, παρακάμπτοντας μεγάλο μέρος των προμηθειών λόγω μικρού αριθμού διαμεσολαβητών.
Η Επιτροπή προωθεί μια λύση με τη μορφή φθηνότερων άμεσων πληρωμών ως αντίβαρο στο μονοπώλιο των καρτών.
Δεν υπάρχει σύστημα εθνικής κάρτας όπως το Girocard στη χώρα μας Γερμανία ή Carte Bancaire στο Γαλλία (και που επιτρέπουν συναλλαγές εντός της χώρας, χωρίς διεθνείς μεσάζοντες), οι τράπεζες προωθούν πληρωμές στον λογαριασμό που χρησιμοποιούν ΙΡΙΣ, που εκτός από τη μεταφορά χρημάτων μεταξύ ιδιωτών, έχει γίνει υποχρεωτική για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η δυνατότητα των καταναλωτών να πληρώνουν μέσω IRIS και η επέκτασή του σε φυσικά σημεία, δηλαδή χρήση σε τερματικό POS ή ηλεκτρονικό σημείο, είναι θέμα χρόνου για τις τράπεζες, οι οποίες μία προς μία μειώνουν σταδιακά την προμήθεια για το προϊόν σε μια προσπάθεια είναι ανταγωνιστικό με κάρτες.
Μικροσυναλλαγές
Το πρόβλημα παρατηρήθηκε και σε Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας η οποία, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής εγκατάστασης POS για αποδοχή καρτών σε όλη την οικονομία, αναζητά λύση, με ιδιαίτερη έμφαση σε κατηγορίες προϊόντων που έχουν πολύ μικρό περιθώριο κέρδους, όπως καπνός, εφημερίδες και καύσιμα, αλλά και μικροσυναλλαγές 2, 3 ή 5 ευρώ. Για το λόγο αυτό ο υπ Κωστής Χατζηδάκης έχει πραγματοποιήσει επακόλουθες συναντήσεις με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη τις τελευταίες δύο εβδομάδες για να βρει μια λύση και να διασφαλίσει ότι η υποχρεωτική εγκατάσταση τερματικών POS θα είναι επιτυχής και δεν θα έχει μπούμερανγκ.
Το βασικό επιχείρημα στις συζητήσεις του υπουργού Εθνικής Οικονομίας είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι συναλλαγές με κάρτες έχουν εκτοξευθεί από τα 8 δισ. ευρώ, που ήταν η αξία τους το 2015, ως αποτέλεσμα των capital controls και της επακόλουθης πανδημίας, αλλά κυρίως λόγω με πολιτική αποφασιστικότητα, οι υποθέσεις τους έφτασαν τα 62 δισ. ευρώ το 2023. Λοιπόν, σύμφωνα με τον Κωστή Χατζηδάκη, όλοι πρέπει να συνεισφέρουν ισότιμα σε αυτή την προσπάθεια. Και αυτό μας φέρνει στην ουσία του θέματος.
Τύποι προμήθειας και οι τρεις εμπλεκόμενοι μεσάζοντες
Το σύστημα συναλλαγών με κάρτα περιλαμβάνει τρεις διαφορετικούς τύπους χρεώσεων από τρία διαφορετικά μέρη.
1. Το πρώτο είναι το σύστημα πληρωμών, δηλαδή οι Visa, MasterCard και Amex, που επιτρέπουν τη χρήση της κάρτας όχι μόνο σε όλα τα καταστήματα λιανικής στη χώρα, φυσικά ή ψηφιακά, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Αυτή η παροχή ονομάζεται Χρέωση προγράμματος και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο της κάρτας, δηλαδή εάν πρόκειται για χρεωστική, πιστωτική, προπληρωμένη ή εταιρική κάρτα. Επίσης, ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο συναλλαγής, δηλαδή αν πραγματοποιείται σε φυσική τοποθεσία ή διαδικτυακά, και ξεκινά από 0,3% και φτάνει έως και 2%, και σε ακραίες περιπτώσεις ακόμη και 4% στην περίπτωση ξένων ή εταιρικών καρτών.
2. Ο κύριος ενδιαφερόμενος είναι η τράπεζα που εξέδωσε την κάρτα. Εκδότης (εκδότης) της κάρτας χρεώνει και προμήθεια για τη χρήση της, η οποία ρυθμίζεται για δύο βασικούς τύπους καρτών, δηλαδή τη χρεωστική και την πιστωτική. Η λύση αυτή επιβλήθηκε με κανονισμό της Ε.Ε. από το 2015, όταν το ανώτατο όριο προμήθειας ορίστηκε στα 0,20-0,30 ευρώ. Αυτό το όριο δεν ισχύει για άλλους τύπους καρτών, π.χ. εταιρικές κάρτες, για τις οποίες η προμήθεια είναι έως και 2% της συναλλαγής.
Το 2022, οι ελληνικές τράπεζες πούλησαν τις δραστηριότητες διαχείρισης σημείων πώλησης, εξασφαλίζοντας έσοδα 1 δισ. ευρώ.
3. Το τελευταίο στο κύκλωμα φόρτισης κάρτας είναι αγοραστής, δηλαδή ένας χειριστής τερματικού POS που ενεργεί ως μεσάζων μεταξύ του συστήματος πληρωμών και του εκδότη της κάρτας και εισπράττει επίσης προμήθεια για τη συναλλαγή. Ως χειριστής POS, ο αγοραστής συνάπτει συμφωνία με τον έμπορο, ορίζοντας την τελική προμήθεια, καλύπτοντας όλα τα παραπάνω έξοδα και για τα δύο μέρη που είχαν προηγουμένως συμμετάσχει. Έτσι, εάν το ποσοστό παράδοσης είναι π.χ. 1%, η τράπεζα έκδοσης της κάρτας πληρώνει την προμήθεια που δικαιούται και το σύστημα πληρωμών την προμήθεια που ορίζει.
Μέχρι το 2022, οι ίδιες οι τράπεζες ήταν οι αγοραστές της συναλλαγής, αλλά τα τελευταία δύο χρόνια αυτή η δραστηριότητα πωλήθηκε σε μεγάλες πολυεθνικών ομίλων, όπως η Euronet που εξαγόρασε τις δραστηριότητες της Τράπεζας Πειραιώς κατά 100%, η Nexi που εξαγόρασε τις δραστηριότητες της Alpha Bank κατά 90%, η Wordline που εξαγόρασε τις δραστηριότητες της Eurobank κατά 90% και η Global Payments που εξαγόρασε τις δραστηριότητες της Εθνικής Τράπεζας με επιτόκιο του 51%. Η πώληση αυτής της επιχείρησης έφερε στις τράπεζες τιμή αγοράς περίπου 1 δισ. ευρώ και έγινε στο πλαίσιο τόσο της ανάγκης είσπραξης εσόδων όσο και της ανάγκης εκσυγχρονισμού της αγοράς, που απαιτεί σημαντική επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό των ηλεκτρονικών συναλλαγών, τη δημιουργία συστημάτων καταπολέμησης της απάτης κ.λπ.
Οι τέσσερις μεγάλοι διεθνείς πάροχοι που έχουν αγοράσει το σύστημα αποδοχής καρτών από τράπεζες διαπραγματεύονται με το Υπουργείο Οικονομικών γιατί καθορίζουν σημαντικό μέρος της τελικής προμήθειας που καταβάλλουν οι έμποροι και όλοι οι επαγγελματίες που πρέπει πλέον να μπορούν να δέχονται συναλλαγές με κάρτα. Στις συνεχιζόμενες συζητήσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών, υπάρχει διαφωνία ως προς το ποιος είναι τελικά πιο ευέλικτος και έχει τη μεγαλύτερη ευκαιρία να μειώσει το κόστος και να κάνει τα πλαστικά πιο εμπορικά φιλικά. Από την πλευρά των αγοραστών υποστηρίζουν ότι αφενός οι προμήθειες στη χώρα μας είναι πολύ χαμηλότερες από άλλες αγορές, όπως η Αμερική ή η Μεγάλη Βρετανία και αφετέρου παλεύουν με άκαμπτα κόστη, όπως αυτοί που πληρώνουν με κάρτες Visa και MasterCard , που είναι τα δύο κυρίαρχα συστήματα πληρωμών (το μερίδιο της Amex είναι πολύ μικρό).
Το βασικό επιχείρημα είναι το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα – δηλαδή πριν οι τράπεζες πουλήσουν το σύστημα αποδοχής καρτών – οι προμήθειες δεν ήταν αντιπροσωπευτικές, επειδή οι τράπεζες εκτιμούσαν αυτή την υπηρεσία λαμβάνοντας υπόψη τη γενική σχέση που έχει ο έμπορος, π.χ. αποτέλεσμα του οποίου το πραγματικό κόστος είναι υποεκτιμημένο. Ωστόσο, από τη στιγμή της πώλησης αυτής της δραστηριότητας, το κόστος, που δεν είναι μικρό, πρέπει να αποτυπώνεται στην πραγματική της αξία, γιατί, όπως τονίζουν, «διαφέρει».